Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις και αναλύσεις, δεν υπάρχει καμία αισιοδοξία για την κατάσταση της παγκόσμιας οικονομίας σίγουρα σε βραχυχρόνιο διάστημα – για το 2023– αλλά νομίζω ούτε και για τον επόμενο χρόνο, το 2024. Η παγκόσμια οικονομία μπαίνει σε ιδιαίτερα δύσκολη φάση, η οποία κυριαρχείται από υψηλότατες αβεβαιότητες. Αβεβαιότητες που δεν προέρχονται μόνο –αν μπορούμε να το πούμε αυτό– από καθαρούς «οικονομικούς» λόγους, αλλά και από τις γενικότερες πολιτικές εξελίξεις στον πλανήτη. Είναι γνωστό, ότι δεν υπάρχει «καθαρή» οικονομική discipline από τους πολιτικούς παράγοντες. Λέγοντας πολιτικούς παράγοντες εννοώ παράγοντες ισχύος. Οι τελευταίοι εκλείπουν παντελώς από τις προκείμενες συγκρότησης της οικονομίας ως συστηματικής discipline. Μάλιστα όταν ενταχθούν στο πλαίσιο συγκρότησής της, που δεν είναι άλλο από αυτό «της αρμονίας των συμφερόντων», από καταρρέει, απογυμνώνοντάς την όποια προβαλλόμενη αντικειμενικότητα. Τέλος πάντων. Όλα τα παραπάνω τα είπα, για να δείξω, ότι πάντα, αλλά προπαντός στην παρούσα συγκυρία, των μεγάλων πολιτικών αλλαγών στην κατανομή της ισχύος και στην διαπάλη των ανταγωνισμών και εχθροτήτων που συμβαίνουν στον πλανήτη, δεν μπορούμε ποτέ να δείξουμε, με συστηματικό τρόπο πώς επηρεάζεται η κατάσταση στην οικονομία. Τούτων λεχθέντων, και με τους περιορισμούς που απορρέουν, μπορώ να πω ότι η παγκόσμια οικονομία μπαίνει σε μια ιδιαίτερα δύσκολη περίοδο δεδομένου ότι συνυπάρχουν συνδυαστικά τα εξής αρνητικά χαρακτηριστικά: Υψηλός πληθωρισμός, υψηλά επιτόκια υψηλό χρέος, ενεργειακή κρίση και κρίση στην προσφορά (εφοδιαστική αλυσίδα).

Περισσότερο από το ένα τρίτο της παγκόσμιας οικονομίας αναμένεται να συρρικνωθεί φέτος ή το επόμενο έτος, ενώ οι τρεις μεγαλύτερες οικονομίες –οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Ευρωπαϊκή Ένωση και η Κίνα– θα συνεχίσουν να τελματώνουν

ΌΛΕΣ ΟΙ ΕΚΤΙΜΗΣΕΙΣ των πολυμερών οργανισμών συγκλίνουν ότι η μεγέθυνση του παγκόσμιου ΑΕΠ θα κινηθεί στο 2,0% με 2,5% το 2023 ενώ υπάρχει και το σενάριο η μεγέθυνση να είναι ακόμη χαμηλότερη από 1%. Η μεγέθυνση γύρω από το 2,0% είναι ένας πολύ χαμηλός ρυθμός. Έχει καταγραφεί μόνο πέντε φορές από το 1970. Αναφέρω ενδεικτικά ότι αυτό συνέβη το 1973 με το σοκ στην τιμή του πετρελαίου, το 1981 με τον αποπληθωρισμό του Volcker , αλλά και η οικονομική κρίση του 2008. Όλα αυτά είναι καταγεγραμμένα στη συλλογική μας μνήμη ως εποχές δυσκολιών.

Περισσότερο από το ένα τρίτο της παγκόσμιας οικονομίας αναμένεται να συρρικνωθεί φέτος ή το επόμενο έτος, ενώ οι τρεις μεγαλύτερες οικονομίες –οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Ευρωπαϊκή Ένωση και η Κίνα– θα συνεχίσουν να τελματώνουν. Το σημαντικό είναι ότι και τα υπόλοιπα 2/3 της παγκόσμιας οικονομίας παρότι μπορεί να εισέλθουν τυπικά σε ύφεση, εντούτοις θα ζήσουν με την αίσθηση ότι υπάρχει ύφεση.

Το κλειδί προκειμένου να εξηγηθεί η επιβράδυνση της μεγέθυνσης της παγκόσμιας οικονομίας είναι η γενίκευση της σύσφιξης της νομισματικής πολιτικής καθοδηγούμενη από το μεγαλύτερο του αναμενομένου ύψους του πληθωρισμού. Επίσης σημαντικός παράγοντας είναι η πολιτική μηδενικής ανοχής στη πανδημία Covid-19 που εφαρμόζει η Κίνα. ‘Άλλοι παράγοντες είναι η διάβρωση του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών λόγω του πληθωρισμού, η χαμηλή καταναλωτική εμπιστοσύνη και οι υψηλές τιμές της ενέργειας και κυρίως του φυσικού αερίου ειδικά μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία και τις αντιδράσεις των Ευρωπαίων με την επιβολή οικονομικών κυρώσεων.

Η ΣΥΝΕΧΗΣ αύξηση των επιτοκίων εκ μέρους των Κεντρικών Τραπεζών (Κ.Τ.), ως μέσον μείωσης του πληθωρισμού, ακολουθεί την απλή λογική μείωσης της ζήτησης προκειμένου να εξισορροπηθεί με την πλευρά της ελλείπουσας προσφοράς η οποία είναι υπεύθυνη για την σημερινή αύξηση των τιμών. Η αδυναμία παρέμβασης στην πλευρά της προσφοράς, οδηγεί τις Κ.Τ. σε αυτή τη συμπεριφορά οι συνέπειες της οποίας είναι η συρρίκνωση του παγκόσμιου ΑΕΠ και η αρνητική διασάλευση όλων των μακροοικονομικών μεταβλητών του ήδη «κουρασμένου» καπιταλιστικού συστήματος. Μα το βασικότερο είναι ότι κανείς δεν μπορεί να εγγυηθεί, επειδή κανείς δεν ελέγχει την προσφορά, μιας και υπάρχει συστηματική αλληλεξάρτηση με τη ζήτηση. Επομένως κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει ποιο θα είναι το κατώτατο σημείο ισορροπίας.

Οι συνέπειες της ανόδου των επιτοκίων είναι λίγο-πολύ γνωστές: Μείωση της κατανάλωσης των νοικοκυριών, των επενδύσεων επιχειρήσεων και νοικοκυριών, αύξηση της ανεργίας, των δημοσιονομικών ελλειμάτων (λόγω της ανάγκης της κρατικής παρέμβασης σε καθεστώς ύφεσης), αύξηση του δημοσίου και ιδιωτικού χρέους, χρεοκοπίες επιχειρήσεων, μείωση απολαβών, εξάπλωση της φτώχειας, με παράλληλη σώρευση του πλούτου στο 1,0% του πληθυσμού του πλανήτη.

Η άνοδος των αμερικανικών επιτοκίων προκαλεί και άνοδο της αξίας του δολαρίου. Για τον υπόλοιπο κόσμο, η άνοδος του δολαρίου είναι βραχνάς. Το ισχυρό δολάριο καθιστά ακριβότερα τα χρέη των αναδυόμενων οικονομιών, τα οποία διογκώθηκαν από την επέλαση του κορωναϊού. Σύμφωνα μάλιστα με το Διεθνές Χρηματοπιστωτικό Ινστιτούτο, εκτιμάται ότι οι αναδυόμενες οικονομίες θα έχουν μέχρι το τέλος του 2023 χρέη ύψους 83 δισ. δολαρίων. Οι μνήμες από την κρίση χρέους των χωρών της Λατινικής Αμερικής στα τέλη της δεκαετίας του 1980 ζωντανεύουν.

Συγχρόνως οι υψηλές αναλογίες χρέους εταιρειών και κυβερνήσεων αποτελούν βόμβα που είναι έτοιμη να εκραγεί. Καθώς αυξάνονται τα ποσοστά και το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους, πολλοί οργανισμοί ζόμπι, νοικοκυριά ζόμπι, επιχειρήσεις, τράπεζες, σκιώδεις τράπεζες και χώρες ζόμπι πρόκειται να πεθάνουν. Κανείς δεν γνωρίζει ποιος μπορεί να επιβιώσει.

ΈΝΑΣ ΑΚΟΜΗ μεγάλος κίνδυνος είναι η αποσταθεροποίηση, του ήδη προβληματικού χρηματοπιστωτικού τομέα, με δεδομένο ότι η ρευστότητα της αγοράς έχει επιδεινωθεί σε όλες τις βασικές κατηγορίες περιουσιακών στοιχείων και ότι υπάρχει αυξημένος κίνδυνος ταχείας, άτακτης ανατιμολόγησης που θα μπορούσε να αλληλεπιδράσει –και να ενισχυθεί– με προϋπάρχουσες ευπάθειες και κακή ρευστότητα της αγοράς. Απλά αναφέρω ως υπενθύμιση, ότι ο χρηματοπιστωτικός τομέας κατάφερε να παρουσιάζεται ως σημαντικός, λόγω των επί εικοσαετίας χαμηλών επιτοκίων και της υψηλής απορρόφησης του τεράστιου όγκου ρευστότητας που δημιουργούσαν οι Κ.Τ. Η μοναδική πραγματική προσφορά του ήταν η αύξηση των ανισοτήτων στην κατανομή πλούτου υπέρ των ελαχίστων και η ενσωμάτωση της κερδοσκοπικής του λειτουργίας στην πραγματική οικονομία και άρα και στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων.

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!