«Μέσα στη ζούγκλα τον Ταρζάν θα πάω να συναντήσω, να παίξω φίνο μπαγλαμά κι ίσως τον συγκινήσω»                                                 (Βασίλη Τσιτσάνη, 1939)

Με έφερε εσπευσμένα ο Ελληνιάδης από την Αφρική. Το σκεπτικό του ήταν ότι, έχοντας ζήσει επί τόσα χρόνια στη ζούγκλα, αντιμέτωπος με τους πιο επικίνδυνους εχθρούς, δίποδους και τετράποδους, θα μπορούσα να σχολιάζω εύστοχα την ελληνική πραγματικότητα που «ζουγκλοποιείται» με ταχείς ρυθμούς μετά από μια περίοδο σχετικής άνεσης και ευφορίας.
Η αλήθεια είναι ότι είχα ήδη τάσεις φυγής από την Αφρική γιατί είχα πια μεγαλώσει και η κατάσταση εκεί γινόταν ανυπόφορη. Όχι πώς ήτανε ποτέ χωρίς σοβαρά προβλήματα η μαύρη ήπειρος, αλλά ζήσαμε μερικά χρόνια ελπίδας που δημιούργησαν οι ηρωικοί αγώνες των λαών ενάντια στην αποικιοκρατία. Δυστυχώς, πολλοί φωτισμένοι ηγέτες, όπως ο Πατρίς Λουμούμπα και ο Αμίλκαρ Καμπράλ δολοφονήθηκαν εν ψυχρώ, και πολλά απελευθερωτικά κινήματα ηττήθηκαν ή εκφυλίστηκαν, ανοίγοντας ένα νέο κύκλο αίματος, εκμετάλλευσης και λεηλασίας από τους Ευρωπαίους και τους Αμερικάνους.
Αλλά δεν φανταζόμουν ότι η ιδιαίτερή μου πατρίδα, η Ελλάδα, θα είχε αυτό το χάλι που βρήκα επιστρέφοντας μετά από τόσα χρόνια. Έζησα ανάμεσα στα πιο άγρια θηρία, που γίνονταν όλο και πιο επιθετικά επειδή οι άνθρωποι περιόριζαν ασφυκτικά το ζωτικό τους χώρο, καταστρέφοντας δάση, χαράσσοντας δρόμους, ρυπαίνοντας λίμνες και ποτάμια, πουλώντας όπλα και διεξάγοντας πολέμους για λογαριασμό ξένων εταιριών πετρελαίου και διαμαντιών, αλλά ποτέ δεν μου πέρασε από το μυαλό ότι οι συμπατριώτες μου θα είχαν μετατρέψει την ωραία Ελλάδα σε ξέφραγο αμπέλι και θα της προκαλούσαν δεινά αντίστοιχα μ’ αυτά που βιώνουμε τα τελευταία είκοσι χρόνια στην Αφρική. Η Αθήνα είναι πιο ζουγκλοειδής από τη ζούγκλα, χωρίς τα καλά της ζούγκλας. Εμείς τουλάχιστον, οι κάτοικοι της ζούγκλας, έχουμε μεγαλύτερη αλληλεγγύη μεταξύ μας, αλλά και τα ζώα έχουν ισχυρότερο αίσθημα αυτοσυντήρησης και συνύπαρξης. Δεν επιτίθενται ποτέ το ένα στο άλλο για να κάνουνε περιουσία ή απόθεμα. Πολύ περισσότερο δεν επιτίθενται στους ανθρώπους παρά μόνο όταν κινδυνεύουν απ’ αυτούς και δεν έχουν σημείο διαφυγής. Ούτε έχουν αφεντικά, αστυνομίες, στρατούς, παπάδες και εφοριακούς. Είναι πιο πολιτισμένα, τελικά, τα θηρία από τον Πάγκαλο, τον Ρέππα και τον Παπανδρέου που λεηλατούν για λογαριασμό των τοκογλύφων τους συνανθρώπους τους και τη χώρα.
Εγώ, στη ζούγκλα, στο γιατάκι μου πάνω σε ένα πανύψηλο δέντρο, ονειρευόμουνα μια υπέροχη Ελλάδα ή τραγουδούσα το «πέντε Έλληνες στον Άδη, ανταμώσαν ένα βράδυ» χορεύοντας στην όχθη του ποταμού με θεατές καλοκάγαθους ελέφαντες, πολύχρωμους παπαγάλους, τον Ταρζάν και την Τζέιν, ζεϊμπέκικο. Πίστευα δε, ότι, μετά από τα πολύ δύσκολα χρόνια που ανάγκασαν εκατομμύρια Έλληνες να φύγουν κακήν κακώς από τα χωριά τους και να ξενιτευτούν (κάπως έτσι βρέθηκα κι εγώ στη ζούγκλα), η Ελλάδα θα είχε μετεξελιχτεί σε μια χώρα με ειρήνη, αγάπη, ευμάρεια, ισότητα, δημοκρατία και αλληλεγγύη. Πόσο διαψεύστηκα. Αν και μου αρέσει να γράφω στο Περίπτερο Ιδεών, μακάρι να μην είχα πειστεί από τον Ελληνιάδη να γυρίσω πίσω.

Νοσταλγώντας τα λιοντάρια,
Γκαούρ

Σημείωση: «Πατέρας του Γκαούρ ήταν ένας ρωμαλέος κι ατρόμητος λευκός κυνηγός. Είχε έρθει στη ζούγκλα από μια μικρή κι ένδοξη χώρα: την αθάνατη Ελλάδα!… Μητέρα του Γκαούρ ήταν μια πανώρια μελαψή γυναίκα της άγριας περιοχής. Απ’ την ξακουσμένη φυλή του Μεγαλέξανδρου!…» (Νίκου Β. Ρούτσου «Γκαούρ-Ταρζάν», τ. 1)

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!