Ορισμένες από τις απόψεις που διατυπώθηκαν στα τρία προηγούμενα σημειώματα της στήλης «Ζητήματα παιδείας» απαιτούν αποσαφηνίσεις, όπως φαίνεται και από την ενδιαφέρουσα επιστολή του κ. Μπόμπα που δημοσιεύτηκε στο προηγούμενο φύλλο του «Δρόμου». Συγκεκριμένα, χρειάζεται να αποσαφηνιστεί τι εννοούμε όταν αποδίδουμε στην ελληνική εκπαίδευση το χαρακτηρισμό «δημοκρατική», καθώς επίσης και το τι θα σήμαινε στην τρέχουσα συγκυρία η κατάργηση των πανελλαδικών εξετάσεων που σχεδιάζει η ηγεσία του υπουργείου Παιδείας.
Η ελληνική εκπαίδευση τα τελευταία σαράντα χρόνια περίπου χαρακτηρίστηκε από τη δυνατότητα πρόσβασης στην εννιάχρονη υποχρεωτική εκπαίδευση για το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού, από έναν μεγάλο αριθμό μαθητών που συνεχίζουν στο Λύκειο και από έναν αρκετά μεγάλο αριθμό φοιτητών που σπουδάζουν σε πανεπιστημιακές σχολές. Η εκπαίδευση έδωσε, δηλαδή, τη δυνατότητα σε μαθητές ανεξάρτητα από την κοινωνική και ταξική τους καταγωγή να μετάσχουν σε μορφωτικά αγαθά και να έχουν δυνατότητες μέσω της απόκτησης ορισμένων τυπικών επαγγελματικών δικαιωμάτων να αλλάξουν κοινωνική τάξη. Αυτά τα χαρακτηριστικά –και ιδιαίτερα πριν από την παρόξυνση της κρίσης– δικαιολογούν τον χαρακτηρισμό «δημοκρατική». Επειδή οι αριθμοί έχουν μια σημασία, σύμφωνα με στοιχεία της Unesco, το ποσοστό των αναλφάβητων που το 1970 ανερχόταν στο 13,5% του πληθυσμού (5,3% στους άνδρες και 21% στις γυναίκες), το 2015 έχει μειωθεί στο 1,1% του πληθυσμού (0,7% στους άνδρες και 1,4% στις γυναίκες).
Επιπλέον, η δομή και ο τρόπος οργάνωσης και διοίκησης της εκπαίδευσης σε όλες τις βαθμίδες της ενέπλεκε σε κάποιον βαθμό (μικρότερο ή μεγαλύτερο) τους διδάσκοντες, αλλά και τους μαθητές / φοιτητές. Αυτά τα χαρακτηριστικά που εμφανίζονται για πρώτη φορά στην ιστορία της ελληνικής εκπαίδευσης συμβαδίζουν με το συνολικότερο πολιτικό πλαίσιο εκδημοκρατισμού που επικράτησε στη μεταπολίτευση. Προφανώς, το σχολείο και το πανεπιστήμιο δεν αναίρεσε την ταξική διάρθρωση της ελληνικής κοινωνίας ούτε κατάργησε όλων των ειδών τους φραγμούς που συναντούν οι νέοι άνθρωποι σε μια ταξική κοινωνία μιας εξαρτημένης χώρας με παρασιτική οικονομία και ελάχιστη πρωτότυπη διανοητική και ερευνητική παραγωγή. Πού άλλωστε έγινε αυτό μέσω της εκπαίδευσης και μόνο;
Το ερώτημα της συγκυρίας, επομένως, δεν είναι εάν οι εξετάσεις είναι καταπιεστικές και ψυχοφθόρες (που είναι), αλλά εάν η κατάργησή τους από τους τρέχοντες κυβερνητικούς διαχειριστές αποτελεί προωθητικό βήμα για τη διεύρυνση και τη βελτίωση της παρεχόμενης εκπαίδευσης ή στοχεύει στη νομιμοποίηση της έντασης των ταξικών αποκλεισμών, τους οποίους η κρίση και το μνημονιακό καθεστώς τείνουν να επιβάλουν στην πράξη. Διότι τα αιτήματα των εκπαιδευτικών κινημάτων, όπως και οι εκπαιδευτικές πολιτικές που ασκούνται δεν είναι δυνατόν να κρίνονται εν κενώ και απολύτως ως «καλές» ή «κακές», αλλά μόνο σε συνάρτηση με το ποιος τις ασκεί, πότε, για ποιον λόγο και υπό ποίους συσχετισμούς στα εκπαιδευτικά πράγματα μιας χώρας.
Λαμβάνοντας υπόψη αυτούς τους παράγοντες μπορούμε να δούμε ότι η γενική «ελάφρυνση» του προγράμματος στα σχολεία (στα δημόσια εννοείται, τα ιδιωτικά παρέχουν στους πελάτες πλήθος υπηρεσιών) ή η προοπτική κατάργησης των πανελλαδικών εξετάσεων δεν υπηρετούν μια προοδευτική κατεύθυνση, δεν στοχεύουν στην πληρέστερη μόρφωση όλων των νέων αλλά επιχειρούν να δημιουργήσουν ένα απαξιωμένο δημόσιο σχολείο και πανεπιστήμιο που θα παρέχει λειψή μόρφωση και θα οδηγεί όσους μπορούν να αγοράσουν εκπαιδευτικές υπηρεσίες έξω από αυτό. Το χειρότερο δε, θα καταδικάζει όσους δεν μπορούν να τις αγοράσουν σε περαιτέρω περιθωριοποίηση από αυτή που ήδη τους προσφέρει η οικογένεια των άνεργων γονιών, η φτωχή γειτονιά των ανύπαρκτων ονείρων και των ανύπαρκτων στόχων για μια καλύτερη ζωή.
Υπό το πρίσμα αυτής της πραγματικότητας πρέπει να εξεταστεί και η πραγματοποίηση των λοιπών προοδευτικών σχεδίων της κυβέρνησης, π.χ. η κήρυξη λεκτικών πολέμων στα θρησκευτικά, τα αρχαία ελληνικά, τον εθνοκεντρισμό, το εξετασιοκεντρικό σχολείο, τη μετωπική διδασκαλία με κέντρο τον δάσκαλο κ.λπ.
Στα επόμενα σημειώματα θα επιχειρήσουμε να αναλύσουμε κάποια από αυτά τα στοιχεία της ασκούμενης εκπαιδευτικής πολιτικής που σχετίζονται με τον εθνοκεντρισμό και την πολυπολιτισμικότητα, ιδιαίτερα στη μορφή που παίρνουν στα γλωσσικά μαθήματα. Προεξαγγελτικά παραθέτω την άποψη του γλωσσολόγου Α.-Φ. Χριστίδη, ο οποίος το 2004 έγραφε: «Η αποστείρωση ή, ακριβέστερα, η απονεύρωση της ιστορικότητας στο όνομα μιας επιφανειακής πολυπολιτισμικότητας που αφαιρεί από το ιστορικό γίγνεσθαι την πολιτική και κοινωνική του ουσία δεν είναι ποτέ αθώα –είτε συνειδητά είτε εξ αντικειμένου. Και δεν είναι ποτέ αθώα, γιατί υποβαθμίζει ή και συγκαλύπτει τα ηγεμονικά νήματα που κινούν την ιστορία –την ηγεμονία και τους ηγεμόνες της συγκυρίας». Αυτή η επιτυχής τελευταία διατύπωση «οι ηγεμόνες της συγκυρίας» είναι κατάλληλη και για το κυρίως θέμα του σημερινού σημειώματος, δηλαδή για το υπό ποια ηγεμονία σήμερα προτείνεται η κατάργηση των εξετάσεων.
Γιάννα Γιαννουλοπούλου