Οι πρόσφατες εξελίξεις στα ελληνοτουρκικά φανέρωσαν για ακόμα μια φορά τα μεγάλα αδιέξοδα στην πολυδιαφημισμένη προσέγγιση των Ελλάδας-Τουρκίας και ειδικά για την, κατά την ελληνική κυβέρνηση, «μία και μόνη» διαφορά των θαλάσσιων ζωνών. Φανέρωσαν όμως παράλληλα και την επιμονή (καθ’ υπαγόρευση των ΗΠΑ) να συντηρηθεί μια διαδικασία διαλόγου που εμφανώς παράγει τετελεσμένα εις βάρος της χώρας μας. Λίγες μόλις μέρες μετά τη, «σε θετικό κλίμα», συνάντηση με τον ομόλογό του Γ. Γεραπετρίτη, ο Τούρκος ΥΠΕΞ Χακάν Φιντάν επανέλαβε σε συνέντευξη πως στο Αιγαίο υπάρχουν περισσότερα του ενός θέματα, ανοίγοντας όλη τη γκάμα των τουρκικών διεκδικήσεων, αναφερόμενος ξεκάθαρα σε θέματα που άπτονται της ίδιας της κυριαρχίας της χώρας μας όπως «η στρατιωτικοποίηση των νησιών τα οποία πρέπει να είναι αποστρατιωτικοποιημένα, η υφαλοκρηπίδα, τα χωρικά ύδατα, μέρη που δεν έχει καθοριστεί το καθεστώς τους, ο εναέριος χώρος, η ΑΟΖ», αποδεικνύοντας πως στρουθοκαμηλίζουν (ή κοροϊδεύουν την κοινή γνώμη) όσοι εμμονικά μιλούν για προσέγγιση.
Ποιος διάλογος και ποια προσέγγιση όταν η Άγκυρα κάνει ξεκάθαρο ότι δεν έχει καμία διάθεση να μετακινηθεί από τις πάγιες θέσεις της; Ποιο το όφελος για τη χώρα μας να παρουσιάζει την Τουρκία ως «φίλη χώρα», δίνοντας συγχωροχάρτι για σειρά τετελεσμένων και προκλήσεων, επιτρέποντας την αναθέρμανση των σχέσεων (αλλά και τη αμυντική συνεργασία και τους εξοπλισμούς) με τις ΗΠΑ και την Ε.Ε., ανοίγοντας την Κερκόπορτα της εμπορικής συνεργασίας και της «θετικής ατζέντας» που απειλεί τη χώρα μας με δορυφοροποίηση, κρατώντας σε ομηρία περιοχές ευαίσθητες για τα εθνικά μας συμφέροντα όπως η Θράκη και τα νησιά του Αν. Αιγαίου;
Από την αρχή της νέας αυτής ελληνοτουρκική προσέγγισης ο εκβιασμός που τέθηκε ήταν ξεκάθαρος, «κόκκινες γραμμές και πόλεμος ή υποχωρήσεις και συνεκμετάλλευση του πλούτου σε Αιγαίο και Ν.Α. Μεσόγειο». Μερίδα των εγχώριων ελίτ μοιάζει πιο έτοιμη από ποτέ, να κλειδώσει η όποια μοιρασιά στο Αιγαίο για να προχωρήσει σε κάθε είδους μπίζνες. Φτάνουμε στο σημείο η Ε.Ε. να δείχνει μεγαλύτερη σπουδή στην υπεράσπιση κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας μας από το ίδιο το ελληνικό ΥΠΕΞ, όπως αποκαλύφθηκε προσφάτως μετά τις αντιδράσεις της Τουρκίας σχετικά με τη δημοσιοποίηση από την Κομισιόν του χάρτη του Θαλάσσιου Χωροταξικού Σχεδιασμού (ΘΧΣ) της Ελλάδας, που αποτυπώνει τις χρήσεις στις θαλάσσιες περιοχές των κρατών-μελών της Ε.Ε. Μικρή λεπτομέρεια, τέτοιον χάρτη μέχρι αυτή την ώρα δεν έχει καταθέσει το ελληνικό ΥΠΕΞ, παρ’ όλο που έχει καταρτιστεί από τους αρμόδιους υπηρεσιακούς παράγοντες.
Αναταράξεις και ερωτήματα
Η επιμονή της κυβέρνησης μοιάζει με εκτέλεση συμβολαίου που συντάχθηκε κατά ΝΑΤΟϊκή παραγγελία. Ο Κ. Μητσοτάκης θεώρησε πως χωρίς αντιπολίτευση και με τη στήριξη της πρεσβεία των ΗΠΑ, θα καταφέρει να παρουσιάσει τα τετελεσμένα ως μια ρεαλιστική και «καζάν-καζάν» συμφωνία. Η ανάθεση της υπόθεσης στον Γ. Γεραπετρίτη, άνθρωπο ειδικών αποστολών του Μαξίμου και στην Αλ. Παπαδοπούλου, άνθρωπο των ΗΠΑ εντός του ΥΠΕΞ, έδειχνε να εξασφαλίζει ότι η πορεία αυτή δεν θα συναντούσε προσκόμματα στο εσωτερικό μέτωπο. Όλα αυτά βέβαια χωρίς να συνυπολογιστούν δύο σημαντικοί παράγοντες: Ο ένας είναι η διαφωνία του ελληνικού λαού (καταγεγραμμένη σε μετρήσεις γνώμης) στις υπό εκκόλαψη συμφωνίες και η πολιτική πίεση που ασκείται λόγω αυτής της θέσης προς το πολιτικό σύστημα. Ο δεύτερος είναι η γεωπολιτική αστάθεια, οι ανταγωνισμοί και οι καραμπόλες που καθιστούν την εποχή μας μη γόνιμη για «ειρηνικές διευθετήσεις», προκαλώντας αντίρροπες τάσεις και δεύτερες σκέψεις ακόμη και εντός των ελίτ. Ειδικά αυτός ο δεύτερος παράγοντας τροφοδοτείται και από την αβεβαιότητα που δημιουργεί η διαδικασία της προεδρικής μετάβασης στην Ουάσιγκτον, με την πολιτική Τραμπ να προκαλεί αναπροσαρμογές σε πλανητικούς σχεδιασμού πριν καν ακόμη αυτή τεθεί στο τιμόνι των ΗΠΑ.
Οι αναφορές του τελευταίου διαστήματος σε «πατριώτες της φακής» και η επιστράτευση των διαχρονικών υπέρμαχων της πολιτικής του κατευνασμού (ΕΛΙΑΜΕΠ, Ντόρα Μπακογιάννη), στην επικοινωνιακή εκστρατεία εναντίον όσων αμφισβητούν το κυβερνητικό αφήγημα, αποκάλυψε τον πανικό του Μαξίμου. Ακόμη σοβαρότερα ερωτηματικά προκαλεί η ηχηρή (αν και εξαφανισμένη από τα ΜΜΕ) παραίτηση του πολιτικού διευθυντή του υπουργείου Εξωτερικών, πρέσβη Ρούσσου Κούνδουρου, με αιχμές για τους χειρισμούς της κυβέρνησης στις συνομιλίες με την Άγκυρα. Αφορμή της παραίτησης του Ρ. Κούνδουρου, σύμφωνα με την επιστολή του ίδιου, ήταν ο αποκλεισμός του από την πρόσφατη συνάντηση Γεραπετρίτη-Φιντάν αλλά και από τις συσκέψεις προετοιμασίας αυτής. Στο ίδιο κείμενο μάλιστα ο ίδιος κάνει λόγο για αγνόηση από πλευράς της ηγεσίας του ΥΠΕΞ επισημάνσεών του για «σοβαρά ζητήματα που άπτονται των ελληνοτουρκικών και ευρωτουρκικών σχέσεων». Η σπουδή της κυβέρνησης να κουκουλώσει το γεγονός, διαδίδοντας πως δεν υπήρξε αποκλεισμός του μέχρι πρότινος νούμερο 3 του ΥΠΕΞ αλλά αντικατάστασή του εν’ όψει της συνταξιοδότησής του, δείχνει ότι πίσω από τον καπνό υπάρχει και φωτιά.
Η ηγεσία του ΥΠΕΞ και ο Κ. Μητσοτάκης οφείλουν απαντήσεις για μια σειρά ζητήματα. Εν μέσω διαπραγμάτευσης αποκαλύπτεται μιας τέτοιας τάξης «δυσλειτουργία» εντός μάλιστα του ΥΠΕΞ και οι κυβερνόντες κάνουν πως δεν τρέχει τίποτε. Αν μάλιστα συνυπολογίσουμε πως λίγες ώρες μετά την παραίτηση του Ρ. Κούνδουρου, ήρθε και η διαγραφή Σαμαρά (με άγνωστες προς ώρας συνέπειες για την κυβερνητική σταθερότητα) βασισμένη εκτός των άλλων και στην κριτική που ο ίδιος άσκησε κατά του Γ. Γεραπετρίτη, όλα δείχνουν πως τα «ήρεμα νερά στο Αιγαίου» προκαλούν «αναταράξεις» στο Μαξίμου.