Για το έργο της Φούλας Σακέλη. Γράφει ο Κώστας Σταυρόπουλος

Και πάλι, φίλε αναγνώστη μαζί, απ’ τη θέση των δημοσιογραφικών κειμένων μου κι εσύ ως αναγνώστης γνώμης, γι’ αυτό και σε αισθάνομαι ωσάν το άλλο μισό του εαυτού μου επικοινωνιακά.
Κοντά στα 4, ώς τώρα, πορτρέτα του Αλεξάνδρου, του Πουλιανού, του Διαμαντόπουλου και του Κονδύλη, το πέμπτο που θα φιλοξενήσει η νεαρή εφημερίδα Δρόμος της Αριστεράς θα ’ναι της εικαστικής καλλιτέχνιδας Φούλας Σακέλη.
Κι αυτή ανήκει στα άτομα που δρουν κι επιβιώνουν στην αθέατη πλευρά της Ιστορίας, ιδεοδρόμιο της ατομικής πρωτοβουλίας.
Θα μου πείτε, και το περιμένω, ότι κάτι τρέχει στα γύφτικα, αφού η Φούλα επιθυμεί να δουλεύει οικειοθελώς ιδεολογικά, διαχωρίζοντας τον εαυτό της ευφυώς από τα ιερατεία της κρατικής και της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, που έχουν φυλετικά και ρατσιστικά δημιουργήσει το χώρο της αθέατης πλευράς της Ιστορίας και το πρόβλημα παραμένει διαχρονικό.
Έστω κι έτσι, η Φ.Σ. δουλεύει ανυποχώρητα στο χώρο που της ετάχθη με το άδολο βλέμμα της οπτικής αισθητικής της. Δρόμος επιλογής η γραφή της εννοιολογικής τέχνης από το 1988 και μετά. Είχε δουλέψει και πολλά χρόνια πριν στο είδος γραφής του εικαστικού λόγου των μορφών της μοντέρνας τέχνης.
Από το 1988 κυριαρχήθηκε απ’ το καινούργιο είδος της πρωτοπορίας της εννοιολογικής τέχνης, γνήσιο τέκνο κι αυτή της ηλεκτρονικής τεχνολογικής επανάστασης.
Και στις δύο περιπτώσεις η Φούλα απέφυγε τα εκτυφλωτικά φώτα της δημοσιότητας, τον άκρατο επαγγελματισμό και τον κοινωνικό παραγοντισμό. Αγνόησε τα καλοστημένα ιερατεία της τεχνεμπορίας. Τη βολεύει η εσωτερική προσευχή στην τέχνη, προέκταση της πρωτοποριακής καλλιτεχνικής εικαστικής δημιουργίας.
Θα ήθελα να σημειώσω με την καλή ευκαιρία, πως ένα από τα κρίσιμα κι ενδιαφέροντα θέματα, που δεν έχουν ακόμα σχολιασθεί επαρκώς, αφήνοντάς τα οι θεωρητικοί της τέχνης να λιμνάζουν, είναι το θέμα της αθέατης πλευράς της Ιστορίας κι όχι μόνο στην τέχνη αλλά κι ακόμα δραματικότερα η συνειδητή αδιαφορία τους για όλα τα επίπεδα και μέτωπα της κοινωνικής δημιουργίας.
Η Φούλα προσπάθησε νωρίς να διεισδύσει στο βάθος της μοντέρνας τέχνης ως έκφραση της βιομηχανικής και της ταξικής κοινωνικής επανάστασης. Βέβαια, της ήταν δύσκολο ν αλλάξει τα βήματά της, αφήνοντας πίσω τη μοντέρνα τέχνη κι οπωσδήποτε να περάσει με έμπνευση και άνεση στην καινούργια πρωτοπορία- έκρηξη της εννοιολογικής τέχνης, παιδί αυτή του ηλεκτρονικού τεχνολογικού πολιτισμού.
Πρώτος που έκανε τη νύξη για την εννοιολογική τέχνη ήταν ο Μαρσέλ Ντυσάν το 1917, που έβαλε το μπιντέ πάνω σ’ ένα βάθρο στην έκθεσή του, μεταβάλλοντας το αντικείμενο χρήσης σε αντικείμενο τέχνης. Θέλησε, όπως είπε ο ίδιος, να εκμεταλλευτεί την ετοιμοπαράδοτη αισθητική του βιομηχανικού σχεδίου. Τον μιμήθηκε λίγα χρόνια αργότερα η Σχολή του Μπαουχάουζ της Στουτγκάρδης και μετά το 1950 έμελλε να ολοκληρώσει αυτό το δρόμο ο Γερμανός Γιόζεφ Μπόις.
Έτσι έκλεισε η πρωτοπορία της μοντέρνας τέχνης τον 50χρονο βίο της (1900-1950) με κορυφαίο τον Πικάσο και μετά το 1950 ήρθε στο προσκήνιο, ως πλοηγός της εννοιολογικής τέχνης, ο Μπόις.
Έχει κι αυτή η νέα πρωτοπορία της εννοιολογικής τέχνης την ημερομηνία λήξης της, όπως όλα τα καλλιτεχνικά ριζοσπαστικά κινήματα στην ώρα τους.
Ο 21ος ηλεκτρονικός αιώνας προβάλλει μόλις δύο νέα καλλιτεχνικά κινήματα: τη Βιο άρτ και την Ηλεκτρόνικα άρτ, παιδιά και τα 2 του ηλεκτρονικού νοείν, γιατί είναι βέβαιο ότι έχουμε απομακρυνθεί από καιρό απ’ τη σοφία της καρδιάς κι έχουμε προχωρήσει πέρα απ’ την παραδοσιακή γραμματική, έχουμε περάσει στην ηλεκτρονική γραμματική και το συντακτικό της, όπως ακριβώς προχωρήσαμε παραπέρα από την άμεση, την αντιπροσωπευτική και την κοινωνική δημοκρατία, κυριαρχούμενοι σήμερα από την ηλεκτρονική δημοκρατία, πιο άμεση μάλιστα από τη γνωστή αρχαιοελληνική έννοια.
Η εννοιολογική τέχνη είναι υποψιασμένη για όλα αυτά και η Φούλα Σακέλη συνδημιουργός της, προέκταση των χεριών και του νου αυτής της γραφής.
Όμως, όφειλα να το ξαναθυμίσω ότι η Σακέλη δουλεύει στην ενεργό σιωπή κι έξω απ’ τα εκτυφλωτικά φώτα της δημοσιότητας, ιερή προσευχή στην τέχνη και στ’ ανθρώπινα. Σ’ αυτό το ουσιαστικό στοιχείο συναντιέται αρμονικά ο καλλιτέχνης κι ο άνθρωπος μαζί και μη βιαστείτε να την πείτε αριστερή, γιατί είναι κάτι περισσότερο, ενοραματική ανοιχτή ψυχή, του ιδεολογικού γίγνεσθαι ανωτάτη αρχή.
Έχω κουραστεί να θαυμάζω το έργο της Φούλας, σας το εξομολογούμαι ανεπιφύλαχτα, αλλά και την υπερασπίζομαι σαν μια χαρισματική εικαστική ιέρεια φωτεινή, αντιπαρατιθέμενος στης αλόγιστης εξουσίας την επιθυμία, ο κοινωνικός επαναστάτης καλλιτέχνης με χίλιους τρόπους, πάση θυσία κι εκδικητικά, να απομονωθεί.
Με την τελευταία επωδό της κειμενικής μου ψυχής, μιλώντας για την τέχνη και τη ζωή της, φαίνεται ότι τελείωσα, αλλά μάλλον όχι ακόμα. Θα κλείσω το κείμενό μου με μια παρένθεση, απαραίτητη, για να πω το δέον, πως η Φούλα Σακέλη αυτενεργεί γονιμικά και κάτω απ’ το βαρύ κλίμα της κοινωνικής ανελευθερίας.
Μοιάζει η καλλιτεχνική της μοίρα με του Μπουζιάνη, του Χαλεπά, του Στέρη, του Σκλάβου, του Διαμαντόπουλου, του Βεντούρα, του αρχιτέκτονα Πάνου Τζελέπη, του αρχιτέκτονα, επίσης, Κώστα Δεσποτόπουλου, του Αλέκου Κτενά, του Νίκου Κασκούρα, της Άννυς Κωστοπούλου, του Θανάση Τότσικα, της Ερασμίας Μπερτσά, του Δημήτρη Γιολδάση, του Γιώργου Βαλταδώρου και τη μοίρα των λαϊκών εικαστικών καλλιτεχνών.
Με τη συμμετοχή της στην ομαδική έκθεση των 33, που έγινε το 1988 στη Δημοτική Πινακοθήκη Αθήνας με τίτλο Συναντήσεις- επισημάνσεις- Αντιπαραθέσεις, που προσδιόρισε συνολικά την εικαστική ταυτότητα της γενιάς του ’80 και το περιεχόμενό της θεωρητικά από τον γράφοντα ότι περνάγαμε από τη μοντέρνα στην εννοιολογική τέχνη, βρήκε το νέο της δρόμο.
Και συγκινούμαι, δεν σας το κρύβω, πως όταν ο καλλιτέχνης κι ο άνθρωπος βιώνουν εν θερμώ την κοινωνική και την πολιτική μοίρα του αεί χρόνου και της τέχνης, δεν χάνονται.
* Ο Κώστας Σταυρόπουλος είναι τεχνοκριτικός

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!