Ενώ ΔΝΤ και Βερολίνο παζαρεύουν την ενδιάμεση… τελική λύση για το ελληνικό χρέος, το καθεστώς επιτροπείας γενικεύεται και γίνεται εργαλείο απαλλοτρίωσης του δημόσιου και ιδιωτικού πλούτου. Του Γιάννη Κιμπουρόπουλου
Η «τελική λύση» είναι μια φράση που αποφεύγουν επίμονα οι Γερμανοί ιθύνοντες, για τους γνωστούς ιστορικούς λόγους. Παρ’ όλα αυτά στον «καβγά» που έχουν στήσει κυρίως με την ηγεσία του ΔΝΤ για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους ήταν αδύνατο να αποφευχθεί η αναφορά σε «τελική λύση», ακόμη και από τον Γερμανό υπουργό Οικονομικών Βόλφγκαγκ Σόιμπλε.
Στην ίδια «τελική λύση» αναφέρεται φωναχτά πια και η επικεφαλής του ΔΝΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, που επισπεύδει την ασιατική της περιοδεία για να βρίσκεται στις Βρυξέλλες την Τρίτη, στην συνεδρίαση του Eurogroup για το «ελληνικό ζήτημα». Ποια είναι τα στοιχεία αυτού του νέου παζαριού για το ελληνικό χρέος; Κατά βάση δύο:
Πρώτον, το πώς θα καλυφθεί το χρηματοδοτικό κενό των 32 δισ. ευρώ που προκύπτει από την επιμήκυνση του ελληνικού προγράμματος προσαρμογής κατά δύο χρόνια. Το κενό αυτό υπολόγισε με «γενναιοδωρία» η τρόικα στο προσχέδιο έκθεσής της για την Ελλάδα. Οι εναλλακτικές που εξετάζονται για τη κάλυψή του αναζητούνται ανάμεσα σε αυτές που εδώ και εβδομάδες διαρρέουν: επαναγορά χρέους, μείωση επιτοκίων (ακόμη και στο 0,2%, σύμφωνα με γερμανικά δημοσιεύματα) και αύξηση της χρηματοδότησης, που προς το παρόν προκαλεί δέος στους δανειστές, ιδιαίτερα στη γερμανική ηγεσία.
Δεύτερον, η επιμονή του ΔΝΤ για μείωση του ελληνικού χρέους στο 120% του ΑΕΠ απαράβατα μέχρι το 2020, όπως προβλέπει ήδη το Μνημόνιο. Η δογματική επιμονή του ΔΝΤ στην τήρηση του αρχικού χρονοδιαγράμματος είναι ο μοχλός πίεσης για να καταστεί αναπόφευκτο το OSI, δηλαδή το κούρεμα του χρέους που κατέχουν η ΕΚΤ και οι χώρες της Ευρωζώνης. Στο ζήτημα αυτό η ηγεσία του ΔΝΤ λειτουργεί και ως «ντίλερ» των ΗΠΑ και των άλλων χρηματοδοτών του οργανισμού, ιδιαίτερα των BRICS. Αλλά ταυτόχρονα προβάλλει τα ρεαλιστικά δεδομένα. Το ελληνικό χρέος παραμένει… αβίωτο, ακόμη κι αν οι Ευρωπαίοι αποφασίσουν να συμπληρώσουν με «χαρτζιλίκι» την ήδη ισχύουσα δανειακή σύμβαση. Πάντως, η σκέψη για νέο κούρεμα κερδίζει έδαφος, έστω κι αν υλοποιηθεί σε δεύτερο χρόνο.
Κερδίζουν χρόνο
Το παζάρι αναμένεται σκληρό. Αλλά θα πρέπει να θεωρείται μάλλον δεδομένο ότι θα καταλήξει σε μια «κάποια λύση». Το ΔΝΤ δεν φαίνεται διατεθειμένο να φτάσει τον εκβιασμό του στα άκρα, αποχωρώντας από την Ελλάδα και εν γένει από το «συνεταιρισμό» με την Ευρωζώνη. Και, τελικά, θα δείξει κατανόηση και στις γερμανικές εκλογικές ευαισθησίες. Από την άποψη αυτή, η «τελική λύση» που υπόσχονται Λαγκάρντ και Σόιμπλε στην πραγματικότητα θα είναι μια ενδιάμεση λύση, μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2013, οπότε αναμένονται οι γερμανικές εκλογές. Το διάστημα αυτό προσφέρεται και για να διατηρηθούν η Ελλάδα και η τρικομματική κυβέρνηση εν ζωή, έστω και διασωληνωμένες, αλλά και για να λάβει η γερμανική ηγεσία τις οριστικές της αποφάσεις τόσο για τους ασθενείς τής Ευρωζώνης όσο και για την τελική «αρχιτεκτονική» της.
Άλλωστε, όπως εύστοχα -αν και με προφανή ιδιοτέλεια- θύμισε ο Economist, οσονούπω το πρόβλημα της Ευρωζώνης δεν θα είναι η Ελλάδα, η Πορτογαλία, η Ισπανία ή η Ιταλία, αλλά η Γαλλία. Στην περίπτωση που μπει στο κάδρο της κρίσης χρέους, ό,τι έχει μέχρι στιγμής οικοδομήσει ως μηχανισμό ασφαλείας και διάσωσης η ευρωπαϊκή ηγεσία καταρρέει σαν πύργος από τραπουλόχαρτα.
Η δόση-μαμούθ
Ο κρίσιμος χρόνος, κυρίως πολιτικός, που θέλει να κερδίσει η γερμανική ηγεσία, όμως, είναι άγνωστο πόσο χρήσιμος θα είναι για το «πειραματόζωο Ελλάδα». Για λόγους ασφαλείας οι εταίροι πιστωτές έχουν οριστικοποιήσει την απόφασή τους να αποδεσμεύσουν την τριπλή δόση δανεισμού ύψους 44 δισ. ευρώ μέχρι το τέλος του μήνα ή στις αρχές Δεκέμβρη. Έτσι κι αλλιώς το μεγαλύτερο μέρος αυτού του ποσού-μαμούθ αφορά την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, λήξεις ομολόγων και πληρωμή ενός μέρους των προμηθευτών του Δημοσίου (ανάμεσα στους οποίους και γερμανικές φαρμακευτικές για τις οποίες ενδιαφέρεται προσωπικά η κ. Μέρκελ).
Αυτή η ξαφνική «γενναιοδωρία», έπειτα από το εξάμηνο βασανιστήριο της αναμονής, σχετίζεται βεβαίως με τη στήριξη της τρικομματικής κυβέρνησης, αλλά πολύ περισσότερο με την εδραίωση καθεστώτος πλήρους Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου. Η εξευτελιστική επιτήρηση που προωθείται σε όλο το εύρος της διακυβέρνησης περιγράφεται ήδη σε αδρές γραμμές στο κείμενο της ομόφωνης απόφασης του Eurogroup της περασμένης Δευτέρας που φέρνει φαρδιά-πλατιά και την υπογραφή του υπουργού Οικονομικών Γιάννη Στουρνάρα. Ως εκ τούτου, οι κυβερνητικές διαρροές περί «αντίστασης» στις γερμανικές πιέσεις για επιβολή επιτήρησης είναι προφάσεις εν αμαρτίαις.
Οι όροι της επιτήρησης έχουν γίνει ήδη αποδεκτοί και περιγράφονται στις αρμοδιότητες λειτουργίας του ESM, του ευρωπαϊκού μηχανισμού διάσωσης. Αυτός θα εποπτεύει τον ειδικό λογαριασμό που τηρείται στην Τράπεζα της Ελλάδος για το δάνειο των εταίρων αλλά και τα έσοδα από τις αποκρατικοποιήσεις (ρήτρα αναγκαστικής εκχώρησης των πάσης φύσεως εσόδων), αυτός θα αποφασίζει τους ρυθμούς εκταμίευσης ανάλογα με τις ανάγκες των ίδιων των δανειστών (λήξεις ομολόγων), ο ίδιος θα σημαίνει τον «συναγερμό» για την αυτόματη αναπλήρωση των αποκλίσεων από τους στόχους με πρόσθετες περικοπές δαπανών.
Η επιτροπεία
Το καθεστώς της γενικευμένης επιτήρησης, άλλωστε, επιτείνεται από την τοποθέτηση επιτρόπων της τρόικας σε κάθε τράπεζα, στο πλαίσιο των όρων ανακεφαλαιοποίησής τους. Καθώς οι εγχώριες τράπεζες εξαρτώνται πλήρως από τα κρατικά-κοινοτικά κεφάλαια, ανοίγει διάπλατα ο δρόμος για την άλωσή τους από ευρωπαϊκά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Μικρό το κακό, θα πει κανείς, εφόσον το κεφάλαιο δεν έχει πατρίδα. Ωστόσο, είναι προφανές ότι μαζί με τα ξερά (την εγχώρια επιχειρηματική ελίτ που θα χάσει σε ένα βαθμό τις προνομιακές και διαπλεκόμενες χρηματοδοτήσεις από τις τράπεζες) θα καούν και τα χλωρά: τα εκατομμύρια καταναλωτών, φτωχών νοικοκυριών και μικρομεσαίων επιχειρήσεων που θα δουν τη στρόφιγγα της χρηματοδότησης να κλείνει εντελώς. Πρόσβαση στο χρήμα, πολύ απλά, θα έχουν μόνο όσοι ήδη το διαθέτουν σε επάρκεια. Είναι ένα ερώτημα αν η τρικομματική κυβέρνηση μπορεί να αντέξει το πολιτικό βάρος της αποδοχής της επιτήρησης, όσα bonus ανάπτυξης ή ανοχής κι αν της προσφέρει η τρόικα. Η ταυτόχρονη εφαρμογή της επιτήρησης σε κάθε πηγή πλούτου της χώρας και των μέτρων του νέου Μνημονίου, ουσιαστικά, συνιστά μια τεράστια εκστρατεία απαλλοτρίωσης της δημόσιας, αλλά και μέρους της ιδιωτικής περιουσίας των Ελλήνων.
Αν το μνημονιακό «πείραμα» στην Ελλάδα εφαρμοστεί χωρίς πολιτικό ή κοινωνικό «ατύχημα» και χωρίς παταγώδη αποτυχία -πράγμα εξαιρετικά απίθανο- θα καταγραφεί ως ένα από τα μεγαλύτερα εγχειρήματα λεηλασίας μιας ολόκληρης χώρας από την εποχή της αποικιοκρατίας.