Αρχική πολιτική Η τετραήμερη εργασία. Προσδοκίες και πραγματικότητα | Μέρος Α’

Η τετραήμερη εργασία. Προσδοκίες και πραγματικότητα | Μέρος Α’

του Δημήτρη Α. Τραυλού-Τζανετάτου

«Το βασίλειο της ελευθερίας αρχίζει πραγματικά μόνο τότε, όταν η εργασία, η οποία καθορίζεται από την ανάγκη και εξωγενείς σκοπιμότητες παύσει. Αυτό βρίσκεται κατά τη φύση του πράγματος πέραν της σφαίρας της υλικής παραγωγής.»
K. Marx, Kapital III, MEW 25, σ. 828

Χρόνος εργασίας και κοινωνική αναπαραγωγή – Η επαναεπικαιροποίηση της τετραήμερης εργασίας

1. Στο επίκεντρο της διαδικασίας αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης βρίσκεται ο χρόνος εργασίας. Καθώς δε σύμφυτη με τη λειτουργία των καπιταλιστικών εξουσιαστικών σχέσεων παραγωγής και εργασίας είναι η άνευ ορίων τάση εκμετάλλευσής της και υπεραξίωσης του κεφαλαίου, ήδη από την πρώτη βιομηχανική επανάσταση αναδείχθηκε η σημασία ενός στοιχειώδους περιορισμού του χρόνου εργασίας. Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει ο Κ. Marx, απηχώντας βασική θέση του συνδικαλιστικού κινήματος το 1847, «ο νομοθετικός περιορισμός του χρόνου εργασίας αποτελεί ένα πρωταρχικό όρο χωρίς τον οποίον όλες οι άλλες κοινωνικές βελτιώσεις είναι αδύνατες» (MEW 16, 3 τομ., σ. 192, 317). Για τον λόγο αυτό επισημαίνει ότι οι εργαζόμενοι ως τάξη οφείλουν να διεκδικήσουν την «ταπεινή “Magna Carta” μιας περιορισμένης ημερήσιας εργασίας, η οποία θα αποσαφηνίζει επιτέλους, πότε αρχίζει ο χρόνος που πωλεί ο εργάτης και πότε αρχίζει ο χρόνος που ανήκει σ’ αυτόν» (MEW 23, 320). Ως εκ τούτου δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι η καθιέρωση της 10ωρης ημερήσιας εργασίας στην Αγγλία απετέλεσε μία «επαναστατική αφετηρία» (Ένγκελς).

Έκτοτε, ως ανυποχώρητη και διαχρονική αγωνιστική διεκδίκηση, πορευθείσα «διά πυρός και σιδήρου», η μείωση του χρόνου εργασίας συνεχίστηκε, με αποτέλεσμα, παρά τις εφαρμοζόμενες ήδη από τη δεκαετία του ’80, κυρίως όμως από τη δεκαετία του ’90, πολιτικές ελαστικοποίησης και «διευθέτησης», τα ανώτατα χρονικά όρια του νόμιμου ωραρίου ημερήσιας και εβδομαδιαίας εργασίας, καθώς και των νόμιμων υπερωριών εξακολουθούν να ανήκουν στον σκληρό πυρήνα του προστατευτικού εργατικού δικαίου. Σημαντικός εξάλλου υπήρξε και εξακολουθεί, παρά την πολύπλευρη κρίση των συνδικάτων, να είναι ο ρόλος του ΣΣΕ για μία περαιτέρω μείωση του χρόνου εργασίας.

2. Η νομοθετική οριοθέτηση του χρόνου εργασίας οδηγεί αναπόδραστα στη δημιουργία και την προστασία του κρίσιμου για την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης, αλλά και την εκτός εργασίας δραστηριότητα του εργαζόμενου ελεύθερου χρόνου. Δεν είναι έτσι τυχαίο το γεγονός ότι ο διαχωρισμός εργάσιμου και ελεύθερου χρόνου εργασίας και ιδιωτικού βίου εξακολουθεί να συγκροτεί μία θεμελιακή προστατευτική σταθερά του εργατικού δικαίου, παρά την εμπλοκή του τελευταίου σε μία προϊούσα απορρυθμιστική και μεταλλακτική δυναμική. Η κυριαρχούσα σε ευρωενωσιακό και εθνικοκρατικό επίπεδο συζήτηση για την ανάγκη διασφάλισης μιας Work-Life-Balance, παρά τις εγγενείς δυσχέρειες πραγμάτωσής της επιβεβαιώνει την παραπάνω επισήμανση.

Βεβαίως, δεν πρέπει να παροραθεί το γεγονός ότι η εργασία και ο ιδιωτικός βίος δεν αποτελούν δύο στεγανοποιημένες, αυστηρά διακριτές σφαίρες που συνθέτουν τον συνολικό βιοτικό χρόνο. Αντιθέτως βρίσκονται σε διαρκή σχέση αλληλεπίδρασης και αλληλοπροσδιορισμού. Αυτό, ωστόσο, δεν σημαίνει αποδοχή μιας πραγματικότητας μέσω της ψηφιακής τεχνολογίας, ρευστοποίηση των δύο αυτών βιοτικών χώρων, δηλαδή μιας διεπόμενης από το συμφέρον της επιχείρησης, αποοριοθέτηση της εργασίας και εκφυλισμό του ελεύθερου χρόνου σε μια υποβαθμισμένη εξαρτημένη μεταβλητή της. Από την άλλη πλευρά πρέπει να τονιστεί ότι ακόμη και στις περιπτώσεις στις οποίες η εργασία, παρά τη δομική της εξάρτηση από τη λογική και τις ανάγκες του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, ως ανταποκρινόμενη όχι απλώς στα προσόντα του εργαζόμενου, αλλά πολύ περισσότερο στις ιδιαίτερες επιθυμίες και επαγγελματικές του βλέψεις λειτουργεί, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, ως μέσο ανάπτυξης της προσωπικότητας και κοινωνικής καταξίωσης, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί η ανάγκη διασφάλισης του ελεύθερου χρόνου και του ιδιωτικού βίου μέσω ανάσχεσης και οριοθέτησης της όποιας δυναμικής ρευστοποίησης του επίμαχου δυϊσμού. Γιατί, πέραν της επιτακτικής ανάγκης ανάπαυσης και αναψυχής και της δυνατότητας ανταπόκρισης στις οικογενειακές υποχρεώσεις, αλλά και ικανοποίησης ιδιαίτερων προσωπικών ενδιαφερόντων και ανάπτυξης σχετικών δραστηριοτήτων (hobbies), ο εργαζόμενος ως κοινωνικό και πολιτικό ον δικαιούται να αξιοποιήσει τον ελεύθερο χρόνο, συμμετέχοντας σε σχετικές εκδηλώσεις. Πολλώ μάλλον όταν, όπως έχει αποδειχτεί ιστορικά, η συμμετοχή αυτή έχει συμβάλει σημαντικά στη βελτίωση των όρων αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης (π.χ. συμμετοχή στα συνδικάτα).

Σημειωτέον, πάντως, στη θέση αυτή ότι ακόμη και η δραστικότερη δυνατή μείωση του χρόνου εργασίας, η μέσω αυτής προκαλούμενη βελτίωση των όρων αναπαραγωγής της εργασίας και η συνακόλουθη προοδευτική της δυναμική, εφόσον παραμένει εγκλωβισμένη στις εξουσιαστικές καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής και τις ανάγκες της κεφαλαιακής συσσώρευσης ούτε άρση του καθεστώτος εκμετάλλευσης και αλλοτρίωσης σημαίνουν ούτε, άλλωστε, σ’ ένα πραγματικά ελεύθερο χρόνο οδηγούν, καθώς αυτός δεν παύει να είναι προσάρτημα του χρόνου εργασίας. Πολλώ μάλλον σε μία εποχή που δεν κυριαρχείται μόνο από κάθε λογής ιδεολογήματα, σχετιζόμενα με τις δυνατότητες που παρέχουν οι νέες τεχνολογίες για μια «αυτοδιαχείριση» εργασίας και ελεύθερου χρόνου. Αλλά πολύ περισσότερο που διαθέτει περίτεχνους μηχανισμούς επιτήρησης, χειραγώγησης, υποβολής και κοινωνικής μηχανικής, οι οποίες με τρόπο υποχθόνιο, υποβολιμαίο και ανεπαίσθητο καθορίζουν τον τρόπο αξιοποίησης του ελεύθερου χρόνου και διαμόρφωσης του ιδιωτικού βίου.

3. Είναι έτσι προφανές ότι, παρά τις όποιες τακτικής υφής υποχωρήσεις, συναινέσεις και διαφοροποιήσεις της εργοδοτικής πλευράς, η θεμελιακή αντίθεση συμφερόντων κεφαλαίου-εργασίας τόσο σε μικροοικονομικό όσο και σε μακροοικονομικό επίπεδο καλά κρατεί. Έτσι, ενώ σύμφωνα με την πάγια θέσω των συνδικάτων των εργαζομένων η τεχνολογική επανάσταση επιτρέπει τη μείωση του χρόνου εργασίας και συνακόλουθα την αντιμετώπιση της ανεργίας μέσω μιας δικαιότερης κατανομής της εργασίας, η εργοδοτική πλευρά αντιμετωπίζει και αξιοποιεί βασικά τη μείωση του χρόνου εργασίας ως συγκυριακό μέσο αντιμετώπισης της οικονομικής κρίσης. Δεν είναι έτσι τυχαίο το γεγονός ότι η μερική απασχόληση συνιστά μια βασική πτυχή της ελαστικοποίησης του χρόνου εργασίας μία σημαντική μορφή ατυπικής σχέσης εργασίας.

Στο κρίσιμο για την εξέλιξη των σχέσεων εργασίας και του δυϊσμού εργασίας και ιδιωτική σφαίρας, πεδίο έντασης, κυρίως από τα μέσα της δεκαετίας του ’90, το αίτημα για μείωση του χρόνου εργασίας, μάλιστα με τη μορφή της τετραήμερης εβδομαδιαίας εργασίας, υπήρξε αντικείμενο έντονων συζητήσεων στην Ευρώπη και όχι μόνον. Εμβληματική στο πλαίσιο αυτό υπήρξε η υλοποιηθείσα στον Όμιλο της Volkswagen ΣΣΕ της 01/01/1994. Επρόκειτο για την εφαρμογή του μοντέλου αυτού ως μέτρου προσωρινού, συγκυριακού χαρακτήρα με στόχο την αντιμετώπιση της κρίσης του ομίλου και των συνεπειών στην απασχόληση. Η μείωση του χρόνου εργασίας, συνοδευόμενη από κατά 20% μείωση αποδοχών, επελέγη έτσι ως ένας αναγκαίος και πρόσφορος μηχανισμός ελαστικοποίησης, υπηρετικός πρωτίστως μεν του συμφέροντος της επιχείρησης αλλά και εκείνου των εργαζομένων. Η μείωση του χρόνου εργασίας είτε με τη μορφή της μερικής απασχόλησης και της εκ περιτροπής εργασίας είτε με άλλους τρόπους ελαστικοποίησης ή «διευθέτησης» είθισται εξάλλου να λειτουργούν ως μηχανισμοί αντιμετώπισης μικρό- ή μακροοικονομικών κρίσεων, όπως π.χ. έγινε στην περίπτωση της χρηματοπιστωτικής κρίσης 2007-2008, αλλά και προσφάτως την περίοδο της πανδημίας.

Η μείωση του χρόνου εργασίας είτε με τη μορφή της μερικής απασχόλησης και της εκ περιτροπής εργασίας είτε με άλλους τρόπους ελαστικοποίησης ή «διευθέτησης» είθισται εξάλλου να λειτουργούν ως μηχανισμοί αντιμετώπισης μικρό- ή μακροοικονομικών κρίσεων, όπως π.χ. έγινε στην περίπτωση της χρηματοπιστωτικής κρίσης 2007-2008, αλλά και προσφάτως την περίοδο της πανδημίας.

4. Στη σχετική συζήτηση ως ένας μηχανισμός που θα συνέβαλε στην υλοποίηση του σχήματος της Work-Life-Balance προστέθηκε κατά την περίοδο της πανδημίας η επανακάμψασα με ιδιαίτερη σφοδρότητα, τετραήμερη εβδομαδιαία εργασία. Σημειωτέον στη θέση αυτή, ότι η μικροηλεκτρονική και η ψηφιακή επανάσταση προσέδωσαν στον μηχανισμό της ελαστικοποίησης του χρόνου εργασίας μία καινοφανή αυξητική δυναμική, ενώ ταυτόχρονα επέτειναν την κρίση της κανονικής σχέσης εργασίας και την απορρύθμιση του εργατικού δικαίου. Στο πλαίσιο των πραγματοποιούμενων αυτών τεκτονικών αλλαγών στον κόσμο της μισθωτής εργασίας, πρωταγωνιστικό ρόλο διαδραματίζουν οι διάφορες μορφές on line παρεχόμενης από απόσταση εργασίας (τηλεργασία, κινητή εργασία, ψηφιακός νομαδισμός, Crowdwork, Workation). Βασικό κοινό χαρακτηριστικό των μορφών αυτών εργασίας συνιστά η, εγγενής στις μορφές αυτές εργασίας, τάση της χωροχρονικής ρευστοποίησης του δυϊσμού εργασίμου-ελεύθερου χρόνου. Το δε κρίσιμο ζήτημα που γεννά η δυναμική αυτή είναι το γεγονός ότι, επειδή η αποοριοθέτηση της εργασίας οδηγεί οιονεί νομοτελειακά στην, ποσοτική και ποιοτική, υποβάθμιση του ελεύθερου χρόνου, στον εκφυλισμό του σε εξαρτημένη μεταβλητή του χρόνου εργασίας, η υλοποίηση της Work-Life-Balance ως βασικής συνιστώσας της επιδιωκόμενης σε ευρωενωσιακό και εθνικο-κρατικό δικαιοπολιτικό επίπεδο μοντέλου της «καλής εργασίας» καθίσταται άκρως προβληματική, αν όχι ουσιαστικά ανέφικτη, εφόσον αφεθεί στην ιδιωτική βούληση. Για τον λόγο αυτό επιτακτική είναι η ανάγκη νομοθετικής παρέμβασης. Ωστόσο, πριν επιχειρηθεί μια ειδικότερη προσέγγιση του ενδιαφέροντος όσο και στο στασιαζόμενου αυτού ζητήματος, πρέπει να αποσαφηνιστεί η εννοιολογική συγκρότηση του επίμαχου μοντέλου οργάνωσης του χρόνου εργασίας. Τούτο δε καθώς στην πράξη εμφανίζεται με διάφορες παραλλαγές.

Η κύρια, γνήσια θα έλεγε κάποιος, μορφή του μοντέλου αυτού συνίσταται στη μείωση του χρόνου εβδομαδιαίας εργασίας κατά 20%. Πρόκειται για το σχήμα 100-80-100, όπου δηλ. παρέχεται στον εργαζόμενο μία επιπλέον ελεύθερη ημέρα, όμως χωρίς αντίστοιχη μείωση των αποδοχών. Έτσι πιο συγκεκριμένα οι 40 π.χ. ώρες της εβδομαδιαίας πενθήμερης εργασίας γίνονται 32, ενώ η παρεχόμενη το πενθήμερο αμοιβή παραμένει αμετάβλητη. Στη δεύτερη παρεμφερή εκδοχή η μείωση του χρόνου εργασίας συνοδεύεται από ανάλογη ή και περιορισμένη μείωση μισθού (κατά 20%, την οποία ενδεχομένως καλείται να αναπληρώσει το κράτος. Τέλος η τρίτη δυσμενέστερη για τον εργαζόμενο μορφή της τετραήμερης εβδομαδιαίας εργασίας είναι εκείνη η οποία δεν οδηγεί στη μείωση του χρόνου εργασίας, αλλά στην απλή ανακατανομή του. Αυτό σημαίνει ότι αυξάνεται αναλόγως το ημερήσιο ωράριο, μετατρεπόμενου π.χ. του 8ωρου σε 10ωρο. Εξάλλου η ανακατανομή αυτή υποκρύπτει μία μείωση του μισθού του εργαζόμενου. Τούτο δε καθώς οι επιπρόσθετες π.χ. 2 ώρες ημερήσιας εργασίας ως απλήρωτες υπερωρίες μειώνουν τον νόμιμο μισθό κατά το ποσό των προβλεπόμενων και μη καταβαλλόμενων προσαυξήσεων.

5. Στο επίκεντρο της τρέχουσας συζήτησης για την επανέλθουσα με ιδιαίτερη ένταση συζήτηση για την τετραήμερη εβδομαδιαία εργασία βρίσκεται το ενδιαφέρον και επιτυχές, όπως προκύπτει από σχετικές δημοσιοποιήσεις, και για τους θιασώτες του πολλά υποσχόμενο πιλοτικό πρόγραμμα, που έλαβε χώρα στο Ηνωμένο Βασίλειο, δηλ. κατά «περίεργη» ενδιαφέρουσα και ίσως όχι ανεξήγητη σύμπτωση, στη χώρα γενέτειρα της πρώτης καπιταλιστικής βιομηχανικής επανάστασης και της καθιέρωσης της 10ωρης ημερήσιας εργασίας. Πρόκειται για ένα πρόγραμμα που διήρκεσε ένα εξάμηνο (Ιούνιο μέχρι Δεκέμβριο 2022), στο οποίο συμμετέσχαν 70 επιχειρήσεις διαφόρων κλάδων και 3.000 εργαζόμενοι. Σημειωτέον ότι το επίμαχο πρόγραμμα υιοθέτησε τη γνήσια όσο και θεωρούμενη ως δυσεφάρμοστη μορφή του τετραήμερου (μείωση κατά 20% της 40ωρης εβδομαδιαίας εργασίας χωρίς την παραμικρή μείωση αποδοχών). Το πρόγραμμα αυτό οργάνωσε η 4 Day Week global σε συνεργασία με τη δεξαμενή σκέψης Autonomy και ερευνητές από τα Πανεπιστήμια Cambridge και Boston College. Αποτελεί δε το πιο φιλόδοξο και προωθημένο σχετικό πρόγραμμα, η μεγάλη επιτυχία του οποίου ώθησε τις περισσότερες από τις συμμετάσχουσες επιχειρήσεις να το υιοθετήσουν οριστικά. Σημειωτέον ότι μεταξύ των προκυψάντων από τη σχετική ανάλυση των αποτελεσμάτων τους πειράματος, που παρουσιάστηκε τον περασμένο Φεβρουάριο, σε πείσμα των όποιων επιφυλάξεων ή ενδοιασμών κατεγράφησαν, συγκαταλέγονται σημαντικά αμφίπλευρα οφέλη, όπως η υψηλή παραγωγικότητα στην εργασία, η μείωση του εργασιακού στρες, ιδίως των γυναικών εργαζομένων, η βελτίωση της κατάστασης ψυχοσωματικής υγείας και μείωση απουσιών λόγω υγείας, βελτίωση της σχέσης εργασίας-ελεύθερου χρόνου. Βεβαίως, ανάλογο επιτυχές πείραμα (μείωση των 40 ωρών στις 35 με διατήρηση αποδοχών) έχει ήδη λάβει χώρα σε δύο δόσεις στην Ισλανδία των 200.000 συνολικά εργαζομένων, στο οποίο έλαβαν μέρος μέχρι 2.500 εργαζόμενοι το 2015 και 400 το 2017. Παρόμοια, επικεντρωμένα σε ορισμένες ευάριθμες επιχειρήσεις προγράμματα έχουν προηγηθεί άλλωστε και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπως π.χ. είναι η Γερμανία και η Αυστρία.

Το αγγλικό πιλοτικό πρόγραμμα λόγω της μεγάλης επιτυχίας του, έτυχε ιδιαιτέρως ευνοϊκής υποδοχής, κυρίως από την πλευρά των εργαζομένων αλλά και ορισμένων άλλων πέραν των συμμετασχουσών σ’ αυτό επιχειρήσεων, σε βαθμό μάλιστα που να θεωρείται προπομπός ενός γενικευμένου σχεδιασμού οργάνωσης του χρόνου εργασίας με κεντρικό άξονα την τετραήμερη εβδομαδιαία εργασία, μάλιστα στην προοδευτικότερη του εκδοχή. Εντός αυτού του κλίματος ευφορίας αναμενόμενη υπήρξε η ευρεία απήχησή του σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπου βρίσκονται ήδη υπό διαμόρφωση ή και σε εξέλιξη σχετικά πιλοτικά προγράμματα. Στις χώρες αυτές ανήκουν η Ισπανία, η Πορτογαλία, η Γαλλία, οι Σκανδιναβικές χώρες, η Αυστρία και η Γερμανία, βεβαίως σε ορισμένες από τις οποίες είχαν προηγηθεί σχετικά προγράμματα, μερικά από τα οποία εξακολουθούν να εφαρμόζονται. Ανάλογα προγράμματα αναπτύσσονται και εκτός Ευρώπης όπως π.χ. στις ΗΠΑ, στη Νέα Ζηλανδία και την Ιαπωνία. Στο πλαίσιο αυτό κομβικός φαίνεται να είναι ο οργανωτικός ρόλος της 4 Day Week Global. Σημειωτέον ότι τα σχετικά, πιλοτικού ή μονιμότερου χαρακτήρα, προγράμματα, αφορούν βασικά αριθμό επιχειρήσεων συγκεκριμένων κλάδων, ιδίως παροχής υπηρεσιών και γραφειακής υφής εργασιών κατά κύριο λόγο ψηφιοποιημένων, ενώ για άλλες επιχειρήσεις, όπως π.χ. είναι οι οικονομικά ασθενέστερες ή οι νεοφυείς επιχειρήσεις, αν και σε ορισμένες από αυτές βρίσκει πεδίο εφαρμογής, η εφαρμογή του δεν εμφανίζει ενδιαφέρον ή και αντενδείκνυται. Ιδιαιτέρως, πάντως, πρόσφορο έδαφος για την εφαρμογή του μοντέλου αυτού παρουσιάζει ο ξενοδοχειακός κλάδος (βλ. ενδεικτικά περίπτωση Hotel Oswald στην Αυστρία).

Συνεχίζεται

Σχόλια

Exit mobile version