του Στάθη Σταυρόπουλου*
Ας ξεκινήσουμε με τη μνημειώδη φράση «η Κύπρος κείται μακράν». Μάλιστα για ορισμένους έκτοτε, η Κύπρος δεν «κείται» απλώς «μακράν», αλλά κείτεται κιόλας! Ανήμπορη. Όχι μόνον λαβωμένη από την εισβολή, αλλά ανήμπορη να αντιδράσει στα αποτελέσματα της εισβολής. Όμως, ανήμπορη είναι μόνον η Κύπρος ή ανήμπορος είναι εν γένει ο ελληνισμός.
Διότι, αν όντως η Κύπρος κείται μακράν, κείται εκεί ως πρόμαχος του ελληνισμού, –μέγα το της θαλάσσης κράτος– και η Κύπρος δίνει σε αυτόν τον ορισμό περιεχόμενο και νόημα.
Αν λοιπόν η Κύπρος πέσει, ο ελληνισμός θα γονατίσει. Σε ιστορικό επίπεδο, διότι θα διακυβεύεται πλέον η ίδια του η ύπαρξη. Μάλιστα σε αυτήν τη συγκυρία των γεωπολιτικών στρατηγικών αλλαγών στο τοπίο της μεταπαγκοσμιοποίησης, το υπαρξιακό ερώτημα για τον ελληνισμό γίνεται δραματικό και αφορά στην ανέλιξη ή στην εξάλειψη. Τη συνέχεια ή τη διακοπή της ύπαρξής του. […]
Οι διαδοχικές ελληνικές κυβερνήσεις και συνεπώς το ελληνικό κράτος (με την εξάρτησή του από επικυρίαρχες δυνάμεις) φέρεται σαν να έχει παραδεχθεί την ήττα του 1974. Και ακριβώς για αυτό επιδεικνύει απέναντι στην Τουρκία πολιτική κατευνασμού. Και ταυτοχρόνως απέναντι στους Συμμάχους πολιτική υποταγής, προβλέψιμης συμπεριφοράς, ενδοτικότητας και παραχωρήσεων μάλιστα άνευ ανταλλαγμάτων.
Η πολιτική αυτή δεν χαρακτηρίζει το κράτος μας μόνο τα τελευταία χρόνια της κρίσης, όταν διά των Μνημονίων η χώρα εξέπεσε σε οιονεί προτεκτοράτο, αλλά χαρακτηρίζει αυτό που, δύσκολα θα ονομάζαμε «εθνική στρατηγική», καθ’ όλην τη διάρκεια της Μεταπολίτευσης. […]
Όλα αυτά τα χρόνια άσκησης αυτής της πολιτικής δημιουργήθηκε ένας μύθος που συνοδεύει τις εξελίξεις στο Κυπριακό, μύθος που ισχυρίζεται ότι έχουν χαθεί ευκαιρίες για λύση, ότι ισχύει δηλαδή για την Κύπρο το «κάθε πέρσι και καλύτερα». Λόγου χάριν το Σχέδιο Ανάν. Λένε τώρα κάποιοι, ότι αν είχε περάσει αυτό το Πράμα, θα είχε βρεθεί μια κάποια λύση. Βεβαίως! Δεν θα υπήρχε Κυπριακή Δημοκρατία. Θα υπήρχε ένα δυσλειτουργικό και δυστοπικό κρατικό υβρίδιο τύπου Βοσνίας ή Κοσσυφοπεδίου, υπό καθεστώς εντολής, που μάλιστα θα έφερνε από την πίσω πόρτα το μακρύ χέρι της Τουρκίας μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Και μην ξεχνάμε το κυριότερο: το Σχέδιο αυτό το απέρριψε ο κυπριακός λαός με συντριπτική πλειοψηφία. […]
Προκύπτει το εξής συμπέρασμα: η ανάγκη για μελέτη της τρέχουσας συγκυρίας, όχι όμως για τη διαμόρφωση «επιλογών», όπως κάνουν οι Αμερικάνοι με καταστροφικά αποτελέσματα συνήθως, αλλά για τη διαμόρφωση επιτέλους μιας εθνικής στρατηγικής με βραχυπρόθεσμους και μακροπρόθεσμους στόχους, όπου εις όσα αφορούν την Κύπρο, τελικός στόχος δεν μπορεί να είναι άλλος από την απελευθέρωση των Κατεχομένων από όλες τις Δυνάμεις Κατοχής. […]
Σήμερα λοιπόν [,,,] πρέπει να ξεκολλήσουμε από όσα έως τώρα φάνηκαν αναποτελεσματικά και αποδείχθηκαν κινδυνώδη.
Οι ΗΠΑ, η Ρωσία και η Ευρωπαϊκή Ένωση έδωσαν τα τελευταία χρόνια στην Τουρκία την ευκαιρία να αναπτυχθεί σε μεγάλη δύναμη. Η κάθε μία απ’ αυτές τις Δυνάμεις, για τους δικούς της λόγους έκαστη, έδωσαν στην Τουρκία τη δυνατότητα να «παίζει» επί ίσοις όροις μαζί τους, ακόμα και –ενίοτε– εναντίον τους.
Είναι όμως πια μια μεγάλη Δύναμη η Τουρκία ή τα πόδια της είναι πήλινα; Έχει μπροστά της το μέλλον που ελπίζει εις βάρος των άλλων ή είναι ένα αναλώσιμο εν τέλει ενεργούμενο των αλληλοσπαρασσόμενων Δυνατών; Κερδίζει η Τουρκία ζωτικό χρόνο για να αποκτήσει ζωτικό χώρο ή της βάζουν τα χέρια της να βγάζει τα μάτια της;
Οι απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα δίνονται ερήμην της Ελλάδας. Νομίζω ότι αυτός είναι ο Γόρδιος Δεσμός της συγκυρίας. Μπορεί η Ελλάδα να υπερασπισθεί τον εαυτό της διακηρύσσοντας urbi et orbi, εις γνώσιν του λαού, εις γνώσιν των εχθρών και φίλων μια νέα εθνική στρατηγική με υπέρτατο νόμο τη «σωτηρία του λαού» –δηλαδή της πατρίδας– ή θα παραμείνουμε αγκυλωμένοι σε μύθους και φοβίες που σιγά σιγά μας σκοτώνουν – και κάνουν τους άλλους πιο δυνατούς.
Αν παραδεχτούμε την ήττα του 1974 θα πάμε σε ένα νέο 1922. Πράγμα πολύ πιθανόν διότι άλλωστε η εθνική αστική τάξη έχασε τις εθνικές της φιλοδοξίες τότε ακριβώς, το 1922. Δεν έχασε όμως ποτέ ο λαός τις δικές του φιλοδοξίες για αυτεξούσιο και κοινωνική δικαιοσύνη. Πώς σε αυτόν τον καμβά λοιπόν πρέπει να οργανωθεί η νέα εθνική στρατηγική. Κάτι τέτοιο θα είναι αποτέλεσμα του συσχετισμού των πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων. Πάνω σε ένα νέο μοντέλο συνεννόησης.
Ή για να το πω όπως το έλεγε ο Κολοκοτρώνης (και για να αποφύγω αυτά που έλεγε πιο χοντρά ο Καραϊσκάκης) «αν δεν ήμασταν μουρλοί, δεν θα εκάμαμε Επανάστασιν».
* Ο Στάθης Σταυρόπουλος είναι σκιτσογράφος. Ολόκληρη την ομιλία του θα την βρείτε στην ιστοσελίδα του Δρόμου, www.edromos.gr.