Στην πρώτη βραβευμένη ταινία της «Party Girl» (2014), μια ημιαυτοβιογραφική μυθοπλασία, που συνυπέγραφε σκηνοθετικά με τους Κλερ Μπερζέ και Σαμυέλ Τεΐς, η γεωργιανής καταγωγής Γαλλίδα Μαρί Αματσουκελί αναφερόταν στη δική της μητέρα, μέσα από την ιστορία μιας ασυμβίβαστης γερασμένης χορεύτριας καμπαρέ, που ως μητρικός πυρήνας συσπείρωνε τα ετεροθαλή αδέρφια-παιδιά της, που είχαν μεγαλώσει μακριά της, αναδεικνύοντας ταυτόχρονα, με ανθρωποκεντρική λαϊκότητα, τον στιγματισμένο ηθικά χώρο των καμπαρέ. Ανανεώνοντας αυτή την αυτοβιογραφική διάθεση στον κινηματογραφικό ρεαλισμό, καταφέρνει δέκα χρόνια μετά, στη δεύτερη ταινία της «Μαμά Γκλόρια», να διερευνήσει βιωμένες μνήμες και συναισθήματα από την παιδική της ηλικία, όταν χρειάστηκε να αποχωριστεί την αγαπημένη γυναικεία φιγούρα που την μεγάλωσε.

Ορφανεμένη σε πολύ τρυφερή ηλικία από μητέρα, που πέθανε από καρκίνο, η εξάχρονη Κλεό (Λουίζ Μορουά-Πανζανί), μια εκφραστική καστανομάτα μικρούλα με γυαλάκια και σγουρά μαλλιά, μαθημένη στα χάδια και στην αγκαλιά της αγαπημένης της νταντάς, της Γκλόρια (Ίλσα Μορένο Ζένγκο), που την μεγάλωσε σαν κόρη της, δυσκολεύεται να την αποχωριστεί, όταν αυτή αποφασίζει να επιστρέψει οριστικά πίσω στη χώρα της, στο Πράσινο Ακρωτήρι, μετά τον απροσδόκητο θάνατο της μάνας της. Πριν τον αποχωρισμό, η Γκλόρια της δίνει υπόσχεση να ξαναϊδωθούν για μια τελευταία φορά και πείθει τον πατέρα της μικρής να την στείλει στο Πράσινο Ακρωτήρι, για να περάσουν μαζί τις καλοκαιρινές διακοπές.

 

Γεμάτη δυνατά συναισθήματα, αυτή η συναρπαστική ταινία ξεκινάει με ένα δύσκολο αποχωρισμό, για να μιλήσει για έναν οδυνηρό απογαλακτισμό, καταλήγοντας σε μια ιστορία συνειδητής ωρίμανσης, ανακαλώντας αμυδρά και τη θεματική της βραζιλιάνικης ταινίας «Η Δεύτερη μάνα» (2015/Άννα Μουλαέρτ). Επικεντρωμένη αρχικά στην οπτική του μικρού κοριτσιού, η Αματσουκελί χαμηλώνει την κάμερα και το κινηματογραφεί από κοντά, για να αποτυπώσει μέσα από κοντινά πλάνα σε εκφράσεις και βλέμματα το ισχυρό συναισθηματικό βίωμα, με την οθόνη να γεμίζει χάδια και φιλιά, καταφέρνοντας να εκμαιεύσει από το μικρό κορίτσι μια εκπληκτική και ανεπιτήδευτη ερμηνεία. Ωστόσο, δεν παραλείπει να αναδείξει σεναριακά και την πλευρά της νταντάς, τόσο συναισθηματικά, γιατί και αυτή πονάει εξίσου γι’ αυτόν τον αποχωρισμό, όσο και πραγματολογικά, φωτίζοντας τις περίπλοκες υποχρεώσεις της, πίσω στην πατρίδα, όπως η δυσκολία επανένωσης με τα δικά της παιδιά, που δεν την γνωρίζουν, αλλά και η αντιμετώπιση της οικονομική της επιβίωσης, στο φτωχό ψαροχώρι όπου γεννήθηκε, δίχως να παραβλέπει πως παραμένει μια όμορφη, δυναμική γυναίκα, που ελκύει με τον αέρα της κοσμογυρισμένης τον αντρικό πληθυσμό.

Κεντρική μητρική φιγούρα η Γκλόρια, μετανάστρια για λόγους επιβίωσης στην Ευρώπη από την υπανάπτυκτη χώρα της, το Πράσινο Ακρωτήρι -γενέτειρα και της φημισμένης «ξυπόλυτης ντίβας» Σεζάρια Εβόρα- αφιερώθηκε ψυχή τε και σώματι στην μικρή Κλεό, μένοντας μακριά από τα δικά της παιδιά. Μετά το θάνατο της μάνας της, η Γκλόρια αποφασίζει να διαμείνει στην πατρίδα της και να περισώσει ό,τι μπορεί από τη δική της οικογένεια, ένα αγόρι σε σχολική ηλικία, που δεν την θυμάται και μια έφηβη έγκυο κόρη, προσπαθώντας παράλληλα να ολοκληρώσει τα δικά της επιχειρηματικά σχέδια, χτίζοντας ένα μικρό ξενοδοχείο, με τα λεφτά που μάζευε τόσα χρόνια.

Αυτές τις λεπτομέρειες αρχίζει να αντιλαμβάνεται η μικρή Κλεό, όταν καταφτάνει γεμάτη χαρά στο χωριό της Γκλόρια, θεωρώντας ακόμα δεδομένη την αποκλειστικότητα στην αγκαλιά και στα χάδια της, όταν ανακαλύπτει πως η Γκλόρια έχει τα δικά της παιδιά, που την διεκδικούν, με τον γιο της να ζηλεύει το μικρό κορίτσι, που είναι ακόμα προσκολλημένο στη δική του μητέρα και μοιράζονται μαζί χάδια και αγάπη, που αυτός δεν είχε το προνόμιο να τα απολαμβάνει. Επί πλέον, όταν η Γκλόρια αποκτά και νέες υποχρεώσεις, ως γιαγιά, η Κλεό έχει πλέον να αντιμετωπίσει όχι μόνο τον επικείμενο αποχωρισμό, αλλά και τη δική της πρωτόγνωρη ζήλεια, με την παρουσία του απαιτητικού μωρού, που διαρκώς κλαίει, διεκδικώντας την αποκλειστική προσοχή και φροντίδα των ενηλίκων. Η ανατροπή της συναισθηματικής ισορροπίας της κλιμακώνεται επικίνδυνα δραματικά, κρατώντας ψηλά την αγωνία του θεατή.

Εστιάζοντας αρχικά στην παρουσία της Γκλόρια στην καθημερινότητα της Κλεό, η ταινία περιορίζει την πατρική φιγούρα, αναδεικνύοντας την τρυφερή σχέση πατέρα-κόρης, μετά την αναχώρηση της Γκλόρια, με το μελαγχολικό ποπ τραγούδι «Mes yeux dans ton regard» (1991), του Γαλλοϊσπανού τραγουδιστή, με φωνή κόντρα τενόρου, Νιλντά Φερναντέζ. Ιδιαίτερη σημασία δίνεται και στο εθνογραφικό πλαίσιο των παραδοσιακών τραγουδιών που ακούγονται στο χωριό της Γκλόρια, σε μια καταγραφή των τοπικών τελετουργικών του κύκλου της ζωής -κηδεία, γέννα και βάφτιση- αναδεικνύοντας τις πολιτισμικές κουλτούρες, μιας διαφορετικής ταξικά κοινωνίας, σε σχέση με την κοσμοπολίτικη Γαλλία, πράγμα που διευρύνει την αντίληψη της Κλεό στη συνειδητοποίηση των καταστάσεων, καθώς παρακολουθεί τον κοινωνικό και θρησκευτικό περίγυρο της Γκλόρια. Χαρακτηριστικό το τραγούδι στη βάφτιση του νεογέννητου, με στίχους όπου κόβουν τα φτερά των κακών πνευμάτων, για να μην βλάψουν το μωρό, λεπτομέρεια που επεξεργάζεται με το δικό της τρόπο η Κλεό, σε μια πολύ ευάλωτη συναισθηματικά φάση. Αντίστοιχα, εξαιρετική σημασία δίνεται στο παραδοσιακό νανούρισμα της Γκλόρια στον εγγονό της, που η Κλεό αναγνωρίζει θυμωμένη ως δικό της τραγούδι, στη δική της ανάμνηση από την Γκλόρια, για να πάρει την απάντηση πως «τα τραγούδια ανήκουν σε όλο τον κόσμο».

Στα χνάρια της παράδοσης του νεορεαλιστικού γαλλικού σινεμά, που απέδιδε με λυρισμό τον αποχωρισμό και την απώλεια στην τρυφερή παιδική ηλικία, με συναρπαστικές μικρές ηρωίδες, όπως η μικρή Πολέτ στα «Απαγορευμένα Παιχνίδια» (1952/Ρενέ Κλεμάν) ή η 4χρονη μικρούλα που αρνείται να αποδεχτεί την απώλεια της μητέρας της, στην ταινία «Η μικρή Πονέτ» (1996/Ζακ Ντουαγιόν), στη δική της ταινία, η Αματσουκαλί εμπλουτίζει εύστοχα το ρεαλισμό με σκηνές κινουμένων σχεδίων, που παρεμβάλλονται στην αφηγηματική ροή σε μετρημένες στιγμές, για να αποδώσουν εντονότερα τη συναισθηματική φόρτιση της μικρής ηρωίδας της. Έτσι, μέσα από την πολύχρωμη ρευστότητα των σκίτσων, με σκηνές ενός μωρού που διαρκώς παίζει με την αγαπημένη γυναίκα που το μεγαλώνει, το νανουρίζει και το ταχταρίζει, αποκαλύπτεται σαν σε φλασμπάκ πόσο η στερημένη από τη φυσική της μητέρα Κλοέ είχε συνηθίσει από πολύ νωρίς την τρυφερή παρουσία και τα χάδια της Γκλόρια, τόσο που τελικά είναι σαν να χάνει για δεύτερη φορά τη μητρική αγκαλιά. Αρχικά τοποθετημένα στο παρελθόν, τα ρευστά αυτά σκίτσα, δίχως περιγράμματα, σε διαρκή ροή στροβιλισμού χρωματικής και συναισθηματικής διάχυσης, απεικονίζουν απροσδιόριστα τις ευτυχισμένες αναμνήσεις της μικρής. Αντιθέτως, στο τέλος, η παρέμβαση των κινουμένων σχεδίων αναφέρεται στο παρόν, δραματοποιώντας την ασάφεια, ενώ παράλληλα κορυφώνει την αγωνία, για την έκβαση της τολμηρής και επικίνδυνης κίνησης, ως αντίδρασης της Κλοέ, ένα ηρωικό βάπτισμα πυρός, που ολοκληρώνει την ταυτότητα του «εγώ», σηματοδοτώντας την αυτογνωσία και τη συνειδητή πλέον συναισθηματική της ανεξαρτησία.

* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου, [email protected]

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!