Των Μαρίας Θανοπούλου και Αλέκας Μπουτζουβή. Το άρθρο που ακολουθεί δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο ειδικό τεύχος «Όψεις της προφορικής ιστορίας στην Ελλάδα» του περιοδικού Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών (τχ. 107, 2002, σ. 3-21) και επιχειρεί τη χαρτογράφηση του χώρου της προφορικής ιστορίας και τη σκιαγράφηση της πορείας που αυτή είχε διανύσει στην Ελλάδα μέχρι το 2000.

 

Θεωρούμε ότι το κείμενο με τον αναστοχασμό του πεδίου της προφορικής ιστορίας διατηρεί ακόμη τη σημασία και την επικαιρότητά του, καθώς ουσιαστικά το πρόσφατο συνέδριο του Βόλου αποτελεί τον επόμενο σταθμό για την προφορική ιστορία στη χώρα μας, μία δεκαετία μετά τη δημοσίευση του κειμένου αυτού. Θεωρώντας ότι η προσέγγιση αυτή αποτυπώνει τα πρώτα βήματα της Προφορικής Ιστορίας στη χώρα, παραθέτουμε αποσπάσματα από  το άρθρο την ολοκληρωμένη μορφή του οποίου μπορείτε να βρείτε στο δικτυακό τόπο https://www.grsr.gr/issue.php?i_id=32.

Η προφορική ιστορία στην Ελλάδα θεωρούμε ότι έχει ήδη διανύσει μια πορεία δέκα ετών – εάν θελήσουμε να συνδέσουμε τις απαρχές ανάπτυξής της με τις πρώτες συλλογικές προσπάθειες στο χώρο αυτό· μια πορεία που θέτει πολλά και εύλογα ερωτήματα, όπως: Ποια είναι η θέση που κατέχει στο σύνολο της έρευνας για την ελληνική κοινωνία; Ποιοι είναι οι επιστημονικοί κλάδοι που έχουν προσανατολίσει τα ερευνητικά τους ενδιαφέροντα προς αυτή την κατεύθυνση και ποια η χρήση των προφορικών μαρτυριών μέσα σ’ αυτούς; Ποια είναι η θέση που κατέχουν σε κάθε κλάδο οι ερευνητές που υιοθετούν αυτή την οπτική; Ποιες είναι οι σχέσεις που αναπτύσσονται ανάμεσα σε ερευνητές διαφορετικών επιστημονικών κλάδων που χρησιμοποιούν προφορικές μαρτυρίες και ποιες οι κυρίαρχες θεματικές; Ποιοι είναι οι θεσμοί και οι φορείς που υιοθετούν αυτή την προσέγγιση ή την έχουν εντάξει στο φάσμα των δραστηριοτήτων τους;
Η απάντηση των ερωτημάτων αυτών προϋποθέτει τη χαρτογράφηση του χώρου που καλύπτει η προφορική ιστορία· χαρτογράφηση η οποία προσκρούει σε πολλαπλές δυσκολίες. Δεν είναι εύκολο να καταγραφούν οι ερευνητές της προφορικής ιστορίας τη στιγμή κατά την οποία δεν έχει αναπτυχθεί επαρκής επιστημονικός διάλογος για να προσδιοριστεί το περιεχόμενο των όρων προφορική ιστορία, προφορικές μαρτυρίες, προφορικά αρχεία, αλλά και έννοιες, όπως η αξιοπιστία της μαρτυρίας και η υποκειμενικότητα. Πολύ περισσότερο όταν ο διάλογος αυτός δυσχεραίνεται από ποικίλους παράγοντες, όπως το γεγονός ότι οι ερευνητές ανήκουν σε διαφορετικούς επιστημονικούς κλάδους, κινούνται σε διαφορετικά θεωρητικά πλαίσια, προσανατολίζονται προς διαφορετικές θεματικές και είναι διασκορπισμένοι σε διάφορα σημεία της χώρας, χωρίς δίκτυα επικοινωνίας και συγκροτημένες συλλογικότητες. Πρόσθετη δυσκολία αποτελεί το γεγονός ότι η προφορική ιστορία δεν είναι θεσμοποιημένη στον ακαδημαϊκό και ερευνητικό χώρο, κατάσταση που αποτυπώνεται στη μικρή θέση που αυτή καταλαμβάνει στα προγράμματα σπουδών, τις επιστημονικές εκδηλώσεις, την επιστημονική παραγωγή και τη χαμηλή έως ανύπαρκτη χρηματοδότηση ερευνητικών προγραμμάτων.
Κάποια από τα χαρακτηριστικά του χώρου της προφορικής ιστορίας αντανακλώνται πιο συγκεκριμένα στις συλλογικές προσπάθειες που εγγράφονται στο χώρο αυτό, σύμφωνα με όσα είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε. Οι προσπάθειες αυτές ακολουθούν δύο βασικές κατευθύνσεις: αφενός επικεντρώνονται στη συγκρότηση και λειτουργία ομάδων εργασίας, αφετέρου δε προσανατολίζονται προς την οργάνωση επιστημονικών εκδηλώσεων, όπως ημερίδες, συνέδρια και εκδόσεις. Πρόθεσή μας είναι να καταθέσουμε τις εμπειρίες που αποκτήσαμε μέσα από τις δραστηριότητες που αναπτύξαμε στο Ινστιτούτο Αστικής και Αγροτικής Κοινωνιολογίας του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών. Επίσης, να αναφερθούμε στην προϊστορία της πρωτοβουλίας αυτής που σκιαγραφεί τα στάδια ανάπτυξης της προφορικής ιστορίας στην Ελλάδα και τους προσανατολισμούς των ατόμων και των φορέων που ασχολούνται με αυτήν.

Ι. ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ
Μια πρώτη ομάδα εργασίας ήταν αυτή που συγκροτήθηκε με πρωτοβουλία του καθηγητή της Κλινικής Ψυχολογίας Κλήμη Ναυρίδη. Η λειτουργία της ξεκίνησε το 1988, στον Tομέα Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, και από το 1991 συνεχίστηκε στο Tμήμα Επικοινωνίας και Μέσων Ενημέρωσης του Πανεπιστημίου Αθηνών. Στο πλαίσιο της ομάδας αυτής η προβληματική της προφορικής ιστορίας τέθηκε μάλλον έμμεσα, μέσω των ζητημάτων θεωρίας και μεθόδου των υπό εξέλιξη ερευνών και κυρίως όσων χρησιμοποίησαν τη βιογραφική μέθοδο, χωρίς όμως η προφορική ιστορία να βρίσκεται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντός της. Ωστόσο η διεπιστημονική σύνθεση αυτής της ομάδας ανέδειξε και τη διεπιστημονική δυναμική της προφορικής ιστορίας ως χώρου του οποίου τα θεωρητικά και μεθοδολογικά εργαλεία αντλούν την προέλευσή τους αλλά και συγγενεύουν με ποικίλα πεδία των επιστημών του ανθρώπου.
Μια δεύτερη ομάδα εργασίας ήταν αυτή της «Επιτροπής Προφορικής Iστορίας» που συγκροτήθηκε στο πλαίσιο της Ελληνικής Αρχειακής Εταιρίας, με πρωτοβουλία της ιστορικού Αλέκας Μπουτζουβή, και της οποίας η λειτουργία κάλυψε την περίοδο από το 1990 έως το 1993. Αυτή αποτέλεσε την πρώτη ad hoc διεπιστημονική ομάδα εργασίας που διεκδίκησε την ταυτότητά της ως ομάδα προφορικής ιστορίας.
Εκτός από τη συγκρότηση και λειτουργία αυτών των ομάδων, από το 1993 μπορούν να καταγραφούν στο χώρο ημερίδες και συνέδρια των οποίων τα θέματα εμφανίζουν άμεση συνάφεια με την προφορική ιστορία. Το ζήτημα των οπτικοακουστικών αρχείων τίθεται για πρώτη φορά σε δημόσιο διάλογο το 1993 κατά τη διάρκεια του Α΄ Συνεδρίου που οργάνωσε η ΕΡΤ, με τίτλο «Η συμβολή των οπτικοακουστικών αρχείων στη διαμόρφωση ιστορικής μνήμης.» Ένα χρόνο αργότερα, τον Απρίλιο του 1994, η ομάδα του Τμήματος Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου του Αιγαίου διοργάνωσε Διημερίδα, με θέμα «Αφηγηματικότητα, Iστορία και Ανθρωπολογία» και σαφείς αναφορές στην προφορική ιστορία. Ωστόσο η πρώτη ημερίδα με επίκεντρο του ενδιαφέροντός της την προβληματική της προφορικής ιστορίας, που αποτελεί συνέχεια της προσπάθειας που κατέβαλε η ομάδα της Επιτροπής Προφορικής Ιστορίας, είναι η Διεθνής Ημερίδα που οργάνωσε το Tμήμα Iστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών το Μάιο του 1997, με τίτλο «Μαρτυρίες σε ηχητικές και κινούμενες αποτυπώσεις ως πηγή της ιστορίας». Την ίδια χρονιά εκδόθηκαν τα πρακτικά της εγκαινιάζοντας τη σειρά «Ιστορία-Προφορικές Mαρτυρίες». Η διεθνής αυτή ημερίδα έδωσε τη δυνατότητα στους Έλληνες επιστήμονες να έρθουν σε επαφή με τον προβληματισμό των Eυρωπαίων συναδέλφων τους από το χώρο της προφορικής ιστορίας και έθεσε, μεταξύ άλλων, προβλήματα ταξινόμησης και αρχειοθέτησης προφορικών αρχείων.
Συνοπτικά μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι μέχρι το 1997 η προφορική ιστορία συγκεντρώνει το ενδιαφέρον μεμονωμένων ερευνητών και φορέων, όπως του Τμήματος Επικοινωνίας και Μέσων Ενημέρωσης και του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, του Τομέα Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων και του Τμήματος Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου του Αιγαίου. Οι δραστηριότητες αυτές μας οδηγούν στην υπόθεση ότι η προφορική ιστορία αρχίζει να αποτελεί διακύβευμα μεταξύ των διαφόρων κλάδων των επιστημών του ανθρώπου.

ΙΙ. ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΟΜΑΔΑΣ ΡΟΦΟΡΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΣΤΟ ΕΘΝΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ
Στις προσπάθειες που προαναφέρθηκαν εντάσσεται και η δική μας, στο χώρο του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών, που ξεκίνησε με τη συγκρότηση ομάδας προφορικής ιστορίας και συνεχίστηκε με τη διεξαγωγή της Ημερίδας και τις δραστηριότητες που την ακολούθησαν.

Α. Η ομάδα προφορικής ιστορίας
Η ιστορία της

Το ερέθισμα για τη σύσταση της ομάδας ήταν η πρόταση που έκανε, το Μάιο του 1997, ο διευθυντής του περιοδικού Journal of Οral Ηistory Review στην κοινωνική ανθρωπολόγο Μ. Πετρονώτη, σύμφωνα με την οποία της ζητούσε να γράψει ένα άρθρο με θέμα τις σύγχρονες τάσεις της προφορικής ιστορίας στην Ελλάδα. Με δική της πρωτοβουλία συγκροτήθηκε μια άτυπη ομάδα, η οποία από τις πρώτες συναντήσεις διαπίστωσε ότι η συγγραφή ενός τέτοιου άρθρου δεν ήταν εφικτή, γιατί αφενός τα μέλη της δεν είχαν πλήρη εποπτεία του χώρου και αφετέρου ένα τέτοιο εγχείρημα προϋπέθετε μακρόχρονη και συστηματική έρευνα.
Στις αρχές του 1998, οι ερευνήτριες της ομάδας, υπερβαίνοντας την αδυναμία τους να υλοποιήσουν τη συγκεκριμένη πρόταση, αποφάσισαν να συνεχίσουν τις συναντήσεις τους, επειδή αισθάνθηκαν την ανάγκη να ενταχθούν και να λειτουργήσουν συλλογικά. Για την καλύτερη επικοινωνία και ανταλλαγή των απόψεών τους συγκρότησαν μια ομάδα εργασίας με την επιστημονική ευθύνη της Μ. Θανοπούλου.
Οι στόχοι της
Η ομάδα θα επιχειρούσε την, κατά το δυνατόν, πληρέστερη χαρτογράφηση του χώρου της προφορικής ιστορίας σε πολλά επίπεδα. Για το λόγο αυτόν και αναζήτησε τρόπους εντοπισμού των ερευνητών και των ερευνητριών που εντάσσονται σε αυτόν το χώρο, προκειμένου να διερευνηθούν τα ενδιαφέροντά τους και να ανιχνευθεί η διάθεσή τους να εμπλακούν σε συλλογικότητες με συγκεκριμένο αντικείμενο. Πίστευε ότι η καταγραφή αυτή θα διευκόλυνε την ουσιαστικότερη και πιο συστηματική επικοινωνία και θα επέτρεπε την υλοποίηση αυτού του στόχου.
Η συγκέντρωση των σχετικών με τα εμπλεκόμενα άτομα πληροφοριών θα καθιστούσε εφικτή την έκδοση Αρχείου Ερευνητών, στο οποίο θα ήταν καταγραμμένα τα στοιχεία τους, οι θεματικές που έχουν προσελκύσει το ενδιαφέρον της έρευνάς τους, οι φορείς και οι συνθήκες διεξαγωγής της, το θεσμικό πλαίσιο, ο όγκος του υλικού που έχει συλλεγεί, οι χώροι και οι κανόνες με τους οποίους αυτό είναι αποθηκευμένο.
Η καταγραφή αυτή δεν θα εξασφάλιζε μόνο την καλύτερη ενημέρωση όλων μας, αλλά θα διευκόλυνε και τη συνεργασία μας, προκειμένου να καταλήξουμε σε έναν ενιαίο τρόπο ταξινόμησης, αρχειοθέτησης και αποθήκευσης του προφορικά κατατεθειμένου υλικού.
Η προσπάθεια αυτή, ως προς το σκέλος του Αρχείου Eρευνητών, στηρίχτηκε στη λογική καταγραφής ερευνητών της προφορικής ιστορίας που ξεκίνησε το 1996 η φωνοθήκη της Maison Méditerranéenne des Sciences de l’ Homme του Πανεπιστημίου της Provence.

Β. Η Hμερίδα «Προσεγγίζοντας την προφορική ιστορία στην Ελλάδα σήμερα: Τάσεις και ερευνητική διαδικασία», 29 Ιανουαρίου 1999
Στο διάστημα λειτουργίας της ομάδας διαπιστώσαμε ότι προϋπόθεση για την ανίχνευση του χώρου της προφορικής ιστορίας ήταν η επικοινωνία και η ανταλλαγή απόψεων με τους άλλους ερευνητές και ερευνήτριες που εντάσσονται σε αυτήν. Θεωρήσαμε ότι μια ημερίδα που θα είχε ως άξονα τις τάσεις των ερευνών, αλλά και την ερευνητική διαδικασία, θα μπορούσε να συμβάλει στην ανάπτυξη ενός διαλόγου ενταγμένου στο πλαίσιο του διεπιστημονικού προβληματισμού. Θα αναδείκνυε, δηλαδή, όχι μόνο τις κυρίαρχες θεματικές που έχουν επιλεγεί μέχρι στιγμής, αλλά κυρίως τα θεωρητικά πλαίσια που έχουν υιοθετηθεί, τα εργαλεία που έχουν χρησιμοποιηθεί στις έρευνες πεδίου και τους τρόπους αξιοποίησης των μαρτυριών. Θα προωθούσε, επίσης, τη διεπιστημονική συνεργασία και την έρευνα, διευκολύνοντας την κατανόηση των πολλαπλών προβλημάτων της έρευνας πεδίου που αφορούν τους τρόπους συλλογής και χρήσης των προφορικών μαρτυριών.
Με αυτό το σκεπτικό αποφασίσαμε στην Ημερίδα να δοθεί προτεραιότητα στις θεματικές που εκφράζουν τις κύριες τάσεις της έρευνας. Οι θεματικές αυτές ήταν: Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, Αντίσταση – Εμφύλιος, μετανάστευση, γυναίκες, νέοι και Εβραίοι. Είναι γεγονός ότι οι θεματικές αυτές μονοπωλούν το ενδιαφέρον όσων ασχολούνται με την προφορική ιστορία και επισκιάζουν άλλες εξίσου ενδιαφέρουσες, όπως είναι τα επαγγέλματα, το εργατικό κίνημα, η εκπαίδευση και η υγεία. Όμως οι θεματικές αυτές αποτέλεσαν μόνον την αφετηρία ή/και την αφορμή για να παρουσιαστούν τα προβλήματα που ανακύπτουν στις έρευνες πεδίου και να αναδειχθούν τα θεωρητικά, μεθοδολογικά και δεοντολογικά ζητήματα που αντιμετωπίζουν οι ερευνητές και οι ερευνήτριες που χρησιμοποιούν προφορικές μαρτυρίες.
Η Ημερίδα, παράλληλα με όσα προαναφέρθηκαν, έθιξε το πρόβλημα τόσο του ορισμού της προφορικής ιστορίας όσο και των σχέσεων που αυτή αναπτύσσει με τα συναφή επιστημονικά αντικείμενα. Έδωσε, επίσης, την ευκαιρία να εκφραστεί η διεπιστημονικότητα του χώρου σε όλα τα επίπεδα: διαμόρφωση του προγράμματος, σύνθεση του κοινού που την παρακολούθησε, εισηγήσεις και συζητήσεις που ακολούθησαν. Μάλιστα, έντονες και ενδιαφέρουσες ήταν οι συζητήσεις που έγιναν μετά τις εισηγήσεις, ενώ το θέμα που κυριάρχησε σ’ αυτές ήταν η προσωπική εμπλοκή του ερευνητή στην έρευνα.
Θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι η ιδιαιτερότητα αυτής της Ημερίδας ήταν το ότι εστίασε το ενδιαφέρον της κυρίως στην ερευνητική διαδικασία.
[…]

Δ. Κάποιες σκέψεις για το μέλλον της προφορικής ιστορίας στην Ελλάδα
Όσα εκθέσαμε σκιαγραφούν σε μεγάλο βαθμό την πορεία της προφορικής ιστορίας στην Ελλάδα, μια πορεία δύσκολη που χαρακτηρίζεται από ασυνέχειες και εμπόδια, σύμφυτα βεβαίως με το χώρο που αυτή καλύπτει. Συνοπτικά, για το χώρο αυτό, θα μπορούσε κανείς να επισημάνει τα εξής:
α) Η προφορική ιστορία ουσιαστικά απουσιάζει από τους θεσμούς της εκπαίδευσης. Σύμφωνα με τις υπάρχουσες πληροφορίες, η εισαγωγή του μαθήματος της προφορικής ιστορίας έχει ξεκινήσει από το 1997. Στη συνέχεια, αρκετά Πανεπιστήμια της χώρας την έχουν συμπεριλάβει στα προγράμματα σπουδών τους, ως σεμιναριακό, κυρίως, ή μάθημα επιλογής και κατ’ εξαίρεση κορμού, ενώ συχνά γίνεται αναφορά στη χρήση των προφορικών μαρτυριών ως πηγής στο πλαίσιο άλλων μαθημάτων.
Σήμερα διδάσκεται ως μάθημα κορμού ή επιλογής σε πολλά Πανεπιστήμια. Τα μαθήματα αυτά είναι: «Μνήμη και προφορική ιστορία» στο Πανεπιστήμιο Βόλου, «Μεθοδολογικές προσεγγίσεις στην ιστορία: Προφορικές μαρτυρίες ως πηγή» στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, «Προφορικές πηγές και πολιτισμική ταυτότητα» και «Μουσείο και προφορικές πηγές» στο Πανεπιστήμιο Iωαννίνων, «Προφορική μαρτυρία στην πηγή της Ιστορίας» στο Πανεπιστήμιο Kρήτης, «Προφορικές μαρτυρίες των κατοίκων της Δωδεκανήσου» στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου (στη Ρόδο). Αντίθετα, ο σχεδιασμός και η υλοποίηση προγραμμάτων προφορικής ιστορίας βρίσκονται σε αρχικό στάδιο και αποτελούν μεμονωμένη δραστηριότητα στα Πανεπιστήμια Ιωαννίνων και Βόλου.
β) Η προφορική ιστορία ουσιαστικά απουσιάζει και από τους θεσμούς έρευνας. Ορισμένα ερευνητικά κέντρα έχουν συμπεριλάβει την προφορική ιστορία στα ενδιαφέροντά τους, όπως το Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού και το Αρχείο Προσφυγικού Eλληνισμού του Δήμου Καλαμαριάς, που ενδιαφέρονται, κυρίως, για τη συλλογή και διάσωση μαρτυριών. Το Κέντρο Λαογραφίας χρησιμοποιεί προφορικό υλικό στις έρευνές του χωρίς ιδιαίτερη έμφαση στην προφορική ιστορία. Το ΕΚΚΕ, τέλος, έχει λειτουργήσει, μέχρι στιγμής, ως χώρος ανίχνευσης και καταγραφής ενδιαφερόντων και διαθέσεων όσων εντάσσουν την ερευνητική τους δραστηριότητα στο χώρο της προφορικής ιστορίας. Έχει προσπαθήσει να δημιουργήσει ομάδες εργασίας προς την κατεύθυνση αυτή, αλλά δεν έχει προωθήσει, ακόμα, ερευνητικά προγράμματα προφορικής ιστορίας.
γ) Παρατηρείται αδυναμία των ερευνητών του χώρου να συναντηθούν και να χαράξουν μια κοινή πορεία. Οι διεπιστημονικοί πυρήνες που αναπτύχθηκαν σε διαφορετικούς πανεπιστημιακούς χώρους, όπως Αθηνών, Θεσσαλονίκης, Ιωαννίνων, Αιγαίου, λειτούργησαν μάλλον χωριστά ο ένας από τον άλλο. Στην καλύτερη περίπτωση, υπήρξαν απλές ανταλλαγές ομιλητών, πράγμα που συνδέεται προφανώς και με το γεγονός ότι οι ερευνητές αυτοί είναι διασκορπισμένοι σε διάφορα σημεία της χώρας, προέρχονται από διαφορετικούς επιστημονικούς κλάδους, τα ερευνητικά τους εγχειρήματα υπάγονται σε διαφορετικά θεωρητικά πλαίσια και ακόμα ότι θέτουν διαφορετικά ερωτήματα στο προφορικό υλικό.
δ) Παρατηρείται ρευστότητα των ορίων του χώρου της προφορικής ιστορίας που απορρέει από την έλλειψη ορισμού του περιεχομένου της, αλλά και από τη συγκρότηση του χώρου από ερευνητές που υιοθετούν διαφορετικές προσεγγίσεις στο πλαίσιο ποικίλων κλάδων των επιστημών του ανθρώπου –κυρίως ιστορίας, κοινωνιολογίας, κοινωνικής ψυχολογίας, κοινωνικής ανθρωπολογίας– και κάνουν διαφορετική χρήση των εργαλείων έρευνας. Μάλιστα σε κάποιες περιπτώσεις παρατηρείται κατάχρηση όχι μόνο της ελαστικής διεπιστημονικότητας που χαρακτηρίζει την προφορική ιστορία, αλλά και της δημοκρατικότητας που αποτελεί συστατικό στοιχείο της συγκρότησής της ως πεδίου. Το γεγονός αυτό απεικονίζεται αλλά και εξηγείται από το μη θεσμοθετημένο χαρακτήρα της, από την έλλειψη, δηλαδή, πανεπιστημιακών τμημάτων που να οδηγούν σε σχετικό πτυχίο, την έλλειψη επιστημονικών συλλόγων κ.λ.π.
ε) Κυρίαρχες θεματικές στο χώρο των ερευνών με προφορικές μαρτυρίες μέχρι σήμερα είναι αυτές που αναφέρονται στη δεκαετία του ’40, κυρίως στον Εμφύλιο, και αυτές που αφορούν το μεταναστευτικό κύκλο. Αυτό μπορεί να αποδοθεί σε δύο παράγοντες: Σε ό,τι αφορά τις έρευνες για τη δεκαετία του ’40, η ανάπτυξή τους πρέπει να συνδεθεί με την πολιτική συγκυρία που οδήγησε στη νομιμοποίηση του Κομμουνιστικού Κόμματος και την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης, δίνοντας τη δυνατότητα στους νέους ερευνητές να ασχοληθούν με την ανεπίσημη ιστορία της άλλης πλευράς. Σε ό,τι αφορά τις έρευνες για τη μετανάστευση, η ανάπτυξή τους πρέπει να αποδοθεί στην κοινωνική συγκυρία που συνδέθηκε μεταπολεμικά με το μεταναστευτικό κύμα από και προς την Ελλάδα, Ελλήνων και ξένων μεταναστών, και οδήγησε ως εκ τούτου σε χρηματοδοτήσεις που αφορούσαν έρευνες για την ανίχνευση αυτών των φαινομένων. Βεβαίως, πρέπει να σημειωθεί ότι στο πλαίσιο των ερευνών για τη μετανάστευση είναι μικρή η θέση των ερευνών που στηρίζονται σε προφορικές μαρτυρίες.
Το πείραμα που επιχειρήσαμε στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών αποτελεί έναν ακόμα κρίκο στην αλυσίδα των προσπαθειών που έχουν γίνει στον τομέα της προφορικής ιστορίας.
Πιο συγκεκριμένα, το εγχείρημα της έκδοσης Ειδικού τεύχους για την προφορική ιστορία, με τίτλο «Όψεις της προφορικής ιστορίας στην Ελλάδα», που είναι προϊόν της Ημερίδας που οργανώσαμε, ανέδειξε το θελκτικό πρόσωπο αυτού του γνωστικού χώρου και την έντονη διάθεση επιστημόνων από άλλους κλάδους να συμμετάσχουν εμπλουτίζοντας τις γνώσεις τους αλλά και τον ίδιο το χώρο της προφορικής ιστορίας.
Στην πράξη, όμως, αποδείχθηκε ότι τα όρια της επιστήμης από την οποία προέρχονται οι διαφορετικών ειδικεύσεων επιστήμονες είναι τόσο αυστηρά και ανελαστικά ώστε να αναστέλλουν τη δυναμική τους εμπλοκή στο χώρο της προφορικής ιστορίας. Αυτό έδειξαν τα παραδείγματα που καταγράφηκαν στο Αρχείο των Eρευνητών αλλά και στο Ειδικό Tεύχος που περιλαμβάνει ερευνητές και ερευνήτριες που επιθυμούν την ένταξή τους στο χώρο της προφορικής ιστορίας, όχι με βάση τις θεωρητικές προεκτάσεις της, αλλά κυρίως με βάση το εργαλείο της συνέντευξης ή/και τη συμπληρωματική χρήση της προφορικά κατατεθειμένης μαρτυρίας. Δεν είναι τυχαίο που η προσπάθεια χαρτογράφησης και οριοθέτησης του χώρου δεν ευοδώθηκε πλήρως, παρά το συστηματικό τρόπο με τον οποίο τον προσεγγίσαμε, εφόσον δεν υπήρξε η αναμενόμενη ανταπόκριση από τα άτομα που συλλέγουν και χρησιμοποιούν τις προφορικές μαρτυρίες.
[…]
Ένας από τους στόχους μας ήταν να παρακάμψουμε τα αδιέξοδα στα οποία είχαν φτάσει οι προηγούμενες απόπειρες, θεωρώντας ότι αποτελούσαν πρόβλημα συγκυρίας. Στην πορεία διαπιστώσαμε ότι στο χώρο αυτό, για λόγους των οποίων η έκθεση ξεπερνά τα όρια αυτού του άρθρου, συνεχίζει να αναπαράγεται το μοντέλο της ατομικής και κατ’ ιδίαν δουλειάς και ότι είναι εξαιρετικά δύσκολο να διαμορφωθούν συλλογικότητες με τη μορφή των ομάδων εργασίας, οι οποίες θα συμβάλουν ενεργά στην ανάπτυξη και συγκρότηση αυτού του χώρου.
Έτσι, τα ερωτήματα που θέσαμε κατά τη διάρκεια της Ημερίδας και στην αρχή αυτού του άρθρου σχετικά με το περιεχόμενο, τους προβληματισμούς και τη δυναμική της προφορικής ιστορίας στην Ελλάδα σήμερα δεν μπορούν ακόμη να απαντηθούν τεκμηριωμένα. Όπως επίσης παραμένει αναπάντητο το ερώτημα γιατί, ενώ η Ελλάδα προσφέρεται για την ανασύσταση της ιστορίας της με βάση τις προφορικές πηγές ομάδων, η ιστορία των οποίων μόνο από τους ίδιους και προφορικά μπορεί να συγκεντρωθεί και να συμπληρωθεί, ούτε το κράτος ούτε οι φορείς έχουν επιδείξει μέχρι σήμερα το ανάλογο ενδιαφέρον για τη συγκέντρωση και διάσωση των μαρτυριών τους. Με ελάχιστες εξαιρέσεις που αφορούν μεμονωμένους φορείς, το όλο ζήτημα έχει αφεθεί στην ατομική πρωτοβουλία. Ίσως η εμφανιζόμενη ως αδιαφορία για τη νέα οπτική προσέγγισης της σύγχρονης ιστορίας, που θα στηρίζεται στις προφορικά κατατεθειμένες μαρτυρίες των ατόμων που βίωσαν τα γεγονότα ως ιστορικά υποκείμενα, να υποκρύπτει μια πολιτική λήθης, η οποία σαφώς θα διαιωνίζεται όσο δεν θα υπάρχουν προγράμματα, πόροι και χώροι διάσωσης και αποθήκευσης του προφορικά καταγραμμένου αρχειακού υλικού.

* Η Μαρία Θανοπούλου είναι κοινωνιολόγος-διευθύντρια ερευνών στο Εθνικό Κέντρυ
Κοινωνικών Ερευνών.
Η Αλέκα Μπουτζουβή είναι ιστορικός.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!