Στην πλατεία Καλλιγά, στη δεκαετία του ’60, είχαμε φτιάξει τη δική μας ΑΕΚ! Αθλητική Ένωση Καλλιγά, τη λέγαμε, με ομοιόμορφες φανέλες, σορτσάκια και κάλτσες και στρογγυλή σφραγίδα με το σκίτσο ενός παίκτη στο μέσον. Δεν βγήκαμε στην Ευρώπη, αλλά το φχαριστηθήκαμε, παρ’ όλες τις αιματοχυσίες στα χαλίκια, την άμμο και την άσφαλτο που είχαν τα γήπεδά μας.

Έχει μια ξεχωριστή γοητεία αυτή η συμμάζωξη ανθρώπων που ακόμα προσδοκούν την επιστροφή του αντικειμένου του πόθου τους. Ξεχωριστή όχι για την προσδοκία, ούτε για το αντικείμενο, αλλά για την ουτοπία που εμπεριέχει αυτή η προσδοκία. Γιατί περί ουτοπίας πρόκειται. Αφού το ποδόσφαιρο που βλέπουμε όλοι είναι τόσο διαφορετικό από το ποδόσφαιρο με το οποίο μεγαλώσαμε, ποιοτικά και ποσοτικά, που μάλλον τίποτα δεν μπορεί να το επαναφέρει στην προτέρα κατάσταση, αυτή που το γνωρίσαμε και αυτή που το αγαπήσαμε. Το ποδόσφαιρο έγινε τόσο επαγγελματικό, τόσο επιχειρηματικό που ξέφυγε από την κοινωνία, αυτονομήθηκε και η σχέση ποδοσφαίρου κοινωνίας άλλαξε ριζικά και ανεπανόρθωτα. Και δεν άλλαξε μόνο το ποδόσφαιρο σε σχέση με την κοινωνία, άλλαξε και η κοινωνία. Αυτό που ήταν δευτερεύον στο ποδόσφαιρο έγινε κυριαρχικά και αποκλειστικά κύριο και πρωτεύον. Οι ομάδες αποτελούνται από παίκτες που όσο ακριβοπληρωμένοι κι αν είναι, δεν είναι τίποτα άλλο από υπάλληλοι με αυστηρά συμβόλαια ορισμένου χρόνου στην υπηρεσία όχι κάποιας ιδέας ή κάποιου χρώματος, αλλά πελώριων οικονομικών τραστ. Τραστ με ιδιοκτήτες Άραβες σεΐχηδες που το πρωί στέλνουν τα F-16 να βομβαρδίζουν ανηλεώς τα ξυπόλυτα παιδιά της Υεμένης και το βράδυ, σε κάποιο υπερπολυτελές κότερο 50 ή 100 μέτρων, με τους μπάτλερ στη σειρά και τις ερωμένες τους αραχτές σε ανάκλιντρα, βλέπουν παράλληλα με τις τιμές που έχει το βαρέλι μπρεντ στο Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης, την ιδιόκτητη ομάδας τους να παίζει μπάλα στην άλλη άκρη μιας άλλης ηπείρου.

Κι αν μιλάμε για την Ελλάδα, μιλάμε αναλογικά. Σε μια χώρα-αποικία, οι ιδιοκτήτες των ποδοσφαιρικών ομάδων είναι μεσάζοντες, κρατικοδίαιτοι, κομπιναδόροι έως και ποινικά διωκόμενοι. Το ποδόσφαιρο γι’ αυτούς δεν είναι ο σκοπός, αλλά το μέσον. Και οι φίλαθλοι προσαρμόστηκαν. Στην Ευρώπη, που είναι χρονικά πιο μπροστά, οι φίλαθλοι έχουν αποδεχτεί το νέο καθεστώς, εξάλλου δεν τους ρώτησε και κανείς, και το παρακολουθούν ήρεμα κι ωραία στα σύγχρονα γήπεδα με κάθε τάξη και ελεγχόμενο ενθουσιασμό ή στα σαλόνια τους με πίτσες κι όλο και λιγότερο στις παμπ –που λόγω λιτότητας βάζουν σωρηδόν λουκέτο στη Βρετανία- με μπίρες. Στην Ελλάδα, ενδιαφέρονται για τα αποτελέσματα των αγώνων συστηματικά όσοι παίζουν προ-πο, στοίχημα κι ό,τι άλλο προσφέρει ο τζόγος του ποδοσφαίρου. Ελάχιστοι, όχι πάνω από 2 με 3 χιλιάδες κατά μέσο όρο, πηγαίνουν στα γήπεδα τις Κυριακές∙ τελευταία είναι στην Ευρώπη η Ελλάδα σε θεατές στα γήπεδα. Και  στην τηλεόραση -ελλείψει άλλων καλύτερων θεαμάτων- μόνο τα ντέρμπι έχουν τηλεθέαση. Όλα τα υπόλοιπα δεν τα βλέπουν ούτε οι οικογένειες των παικτών.

Οι οργανωτές Γιώργος Μαρκόπουλος, Νίκος Μάλλιαρης και Βάσω Κοσμίδου μαζί με πολλούς συμμετέχοντες στη ζεστή και περιεκτική εκδήλωση για το ποδόσφαιρο και τις τέχνες, στην Καισαριανή, έδωσαν μια άλλη διάσταση στο σπορ. Μεταξύ άλλων, ο ποιητής Γιώργος Κακουλίδης, ο ζωγράφος Πέτρος Ζουμπουλάκης, ο δήμαρχος Ηλίας Σταμέλος, ο καθηγητής Κυριάκος Χήνας, ο συνθέτης Διονύσης Τσακνής, η κόρη του Μανώλη Ναταλία Ρασούλη, η ηθοποιός του Μικρού Νότου Χρύσα Διαμαντοπούλου, οι δημοσιογράφοι Γιάννης Γεωργάκης και Στέλιος Ελληνιάδης, οι ποδοσφαιριστές Αριστείδης Καμάρας, Χρήστος Αρδίζογλου, Μπάμπης Μαστρογιάννης, Γιώργος Ιωαννίδης κ.ά. (Φωτό εφημερίδα Βύρωνα-Καισαριανής «Επικοινωνία»)

Αποξένωση

Παλιά, το ποδόσφαιρο το αγαπούσαμε πρώτα-πρώτα γιατί το παίζαμε οι ίδιοι. Ήταν μέρος της καθημερινής μας ζωής, από τα πιο ευχάριστα, τα πιο ωραία, τα πιο ζωντανά και τα πιο κοινωνικά. Μας απογείωνε σωματικά και μας εκτόνωνε ψυχικά. Και οι παίκτες ήταν γήινοι, γείτονες, ταξιδεύαμε μαζί τους στο λεωφορείο. Κι έτσι φτιάχναμε τις παρέες μας και χτίζαμε τις φιλίες μας, έτσι μαθαίναμε να παλεύουμε μεταξύ μας, κι έτσι γινόμασταν αντράκια. Και οι γειτονιές ήταν ανάλογες. Αλάνες, πλατείες, χωματόδρομοι, σχολικά προαύλια, αυλές σπιτιών και εκκλησιών, ακόμα και οι ταράτσες, όλα ήταν γήπεδα.

Τίποτα δεν έμεινε απ’ αυτά. Και η επαρχία μιμήθηκε την πρωτεύουσα, όχι τόσο σε χώρους όσο σε αντιλήψεις και τρόπο ζωής. Ελάχιστες οι εξαιρέσεις και πολύ κατώτερα τα υποκατάστατα.

Το ποδόσφαιρο που βλέπουμε στις τηλεοράσεις είναι ποδόσφαιρο και με τις καλές ευρωπαϊκές ομάδες θαυμάσιο ως θέαμα, αλλά δεν είναι πια δικό μας, δεν είμαστε κι εμείς μέσα. Έγινε σαν τα ριάλιτι, πριν τα ριάλιτι. Φάτε μάτια ψάρια. Άλλοι παίζουν, άλλοι τρέχουν, άλλοι ιδρώνουν. Οι επαγγελματίες. Για όλους τους υπόλοιπους, που παχαίνουμε αγύμναστοι και γερνάμε κουνώντας το κεφάλι μοιρολατρικά, το ποδόσφαιρο δεν είναι παλαίστρα, με την καλή έννοια, δεν είναι εκγύμναση, δεν είναι δοκιμαστήριο δυνάμεων και δεξιοτήτων, δεν είναι χώρος συνάθροισης και σύμπραξης, όπως ήταν τότε που το αγαπήσαμε. Δεν είναι καν σαν τα παλιά ποδοσφαιράκια που θέλανε διαρκή κίνηση και γρήγορα ανακλαστικά, ούτε καν σαν επιτραπέζιο με πούλια που παίζεται με άλλους. Είναι, όμως, smart. Παίζεις με το τηλεκοντρόλ και προσπαθείς με οικονομίες και δόσεις να μεγαλώνεις την οθόνη σου για να κάνεις πιο αισθητή την ψευδαίσθηση ότι είσαι εντός του γηπέδου. Αλλά μέσα στο τερέν δεν θα μπεις ποτέ, ούτε θα κλωτσήσεις, ούτε θα σπρωχτείς, ούτε θα πέσεις, ούτε θα βάλεις ούτε θα φας γκολ.

Γι’ αυτό τα ποιήματα και οι ζωγραφιές που αντλούν θέματα από το ποδόσφαιρο είναι νοσταλγικές ανακλήσεις, για άλλες εποχές, άλλες συνθήκες, άλλους παίκτες, άλλες ανθρώπινες σχέσεις. Κι αυτό είναι ωραίο, γιατί οι χειροποίητες φράσεις και εικόνες διατηρούν ζωντανές τις μνήμες, γιατί εκθειάζουν την αθωότητα, γιατί αρνούνται να συμβιβαστούν με τη στρέβλωση και την αλλοτρίωση, γιατί αναδεικνύουν την ομορφιά που υπήρχε στην απλότητα, τη συμμετοχή, την άμιλλα και το ταλέντο. Μας χρειάζονται. Μας χρειάζονται για να αντέξουμε το στρες από την απώλεια των μικρών μας παραδείσων και για να ονειρευόμαστε ως αδιόρθωτοι ουτοπιστές. Γι’ αυτό πρέπει να είμαστε ευγνώμονες για το έργο των ποιητών, των ζωγράφων και όλων εκείνων που κρατούν τη φλογίτσα αναμμένη στις καρδιές τους και στις καρδιές μας αντλώντας τα θέματά τους από το ποδόσφαιρο.

Υπάρχει ελπίδα; Υπάρχει. Γιατί δεν χάθηκε μόνο η αμεσότητα του ποδοσφαίρου. Έχει όλο το σύστημα εκτροχιαστεί και μέσα από τις κοινωνίες ξεπηδούν φωνές και κραυγές. Να ξαναβρεθούμε και να ξαναπάρουμε ό,τι μας αφαίρεσαν οι κερδοσκόποι και οι καιροσκόποι. Όλο και πιο πολλοί νιώθουν ότι πολλά απ’ αυτά που χάνουμε είναι πολυτιμότερα απ’ αυτά που μας δίνουν σαν υποκατάστατα. Μας πνίγουν οι πολυκατοικίες, μας πνίγουν οι φόροι, μας πνίγει η μοναξιά, μας πνίγει το δήθεν, μας πνίγουν οι αδικίες, τα ψέματα και οι ανισότητες, μας πνίγει η πεζότητα και η έλλειψη οραμάτων και ουτοπιών. Αν όλα αυτά μπορέσουν οι κοινωνίες –στην ανάγκη τους να επιβιώσουν- να τα συνειδητοποιήσουν και να τα συσχετίσουν, προκειμένου να τα διεκδικήσουν, υπάρχει ελπίδα. Η μπάλα δεν θα επιστρέψει στα πόδια μας από μόνη της, αν δεν σηκωθούμε από τους καναπέδες κι αν δεν πάρουμε τη ζωή μας στα χέρια μας.

(Ομιλία στην εκδήλωση «Το Ποδόσφαιρο και οι Τέχνες συναντώνται στην Καισαριανή», που πραγματοποιήθηκε στο café 5 Points, στις 15 Μαΐου 2019)

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!