του Γιώργου Πατέλη
«Έχουμε να υπερασπίσουμε τα δικά μας εθνικά συμφέροντα. Η Αμερική δεν απειλείται από τους Τούρκους, αλλά από την Κίνα, που γεννά κάθε μήνα ένα-δύο πολεμικά πλοία και μας μοστράρει νέους αποτελεσματικούς πυραύλους χρησιμοποιώντας τεχνολογία την οποία έκλεψε από εμάς, κάτω από τη μύτη πολιτικά προκατειλημμένων [εναντίον του Τραμπ] υπηρεσιών όπως το FBI και η CIA». Η κυνική αυτή αποστροφή του γερακιού Κουρτ Σλίχτερ δείχνει τη γραμμή που χρωματίζει την αντικινεζική πολιτική της κυβέρνησης Τραμπ – στον όποιο βαθμό την αφήνει να ξετυλιχτεί η ενδόρρηξη του βορειοαμερικανικού κατεστημένου*. Η στόχευση του Πεκίνου από την Ουάσιγκτον είναι εύλογη, υπό την έννοια ότι η Κίνα αναδύεται πράγματι ως το νέο αντίπαλο δέος των ΗΠΑ, με ένα συνεκτικό σχέδιο που υπηρετεί τη φιλοδοξία της να τις ξεπεράσει σε ισχύ και παγκόσμια επιρροή**.
Ο Λευκός Οίκος, μαζί του θέλοντας και μη και οι περισσότερες άλλες δυτικές κυβερνήσεις, χρησιμοποιεί κάθε μέσο ώστε να παρεμποδίσει μια τέτοια απευκταία εξέλιξη: από την «υπεράσπιση της ελεύθερης ναυσιπλοΐας» στη Σινική Θάλασσα ως την εξαπόλυση ενός εμπορικού πολέμου, με αμφισβητήσιμα αποτελέσματα αλλά ενδεικτικό του βαθμού της απειλής που νιώθουν οι ΗΠΑ. Υπ’ αυτήν την έννοια, θα ήταν λάθος να νομίσει κανείς ότι η πολιτική απεγκλωβισμού από «αντιπαραγωγικούς πολέμους» σημαίνει εγκατάλειψη των παγκόσμιων αυτοκρατορικών φιλοδοξιών των ΗΠΑ. Κάθε άλλο – υποδηλώνει την απόπειρα αναδιάταξης των όπλων του βορειοαμερικάνικου ιμπεριαλισμού ώστε να επικεντρωθούν στην αντιμετώπιση της κύριας απειλής. Τα λεγόμενα ζωτικά συμφέροντα της Ουάσιγκτον εξακολουθούν να αγκαλιάζουν την υδρόγειο, και η όποια εσωτερική αντιπαράθεση αφορά το με ποιο τρόπο θα επιβληθεί η προώθησή τους.
Huawei και Χονγκ Κονγκ
Οι σύμμαχοι βέβαια δεν είναι ενθουσιασμένοι, αφού η αμερικανική ομπρέλα περισσότερο τους πνίγει παρά τους προστατεύει. Ειδικά οι Ευρωπαίοι κατανοούν ότι τα υπερατλαντικά κελεύσματα δεν υπηρετούν πλέον τα συμφέροντά τους. Ακόμη και οι πλέον φιλοαμερικανοί επιχειρούν να βαθύνουν τους δεσμούς τους με τη «γενναιόδωρη» Κίνα***. Αλλά, όντας πολυδιασπασμένοι, σε πολύπλευρη κρίση και ανίκανοι να χαράξουν μια κοινή πορεία αυτόνομη από τις ΗΠΑ, οι Ευρωπαίοι κάνουν την ανάγκη φιλότιμο και υπακούουν. Παρ’ όλα αυτά από καιρού εις καιρόν η Ουάσιγκτον τους τραβά «προληπτικά» το αυτί: τελευταίο δείγμα η επιβολή δασμών ύψους 7,5 δισεκατομμυρίων δολαρίων σε ευρωπαϊκά προϊόντα που εξάγονται στις ΗΠΑ.
Τα αποτελέσματα των νουθεσιών έγιναν αισθητά αυτήν την εβδομάδα, όταν η Ευρωπαϊκή Ένωση έδωσε στη δημοσιότητα μια έκθεση υπό τον τίτλο «Αξιολόγηση του κινδύνου των δικτύων G5 για την κυβερνοασφάλεια». Σε αυτήν, για πρώτη φορά σε μια Ε.Ε. που ως τώρα αρνούνταν να ευθυγραμμιστεί με τις ΗΠΑ στην ενοχοποίηση του κινεζικού κολοσσού Huawei, η εταιρία φωτογραφίζεται ως εν δυνάμει ιμάντας ενός «εχθρικού κράτους» (που επίσης δεν κατονομάζεται) το οποίο θα αποφάσιζε να πραγματοποιήσει κυβερνοεπιθέσεις με καταστρεπτικές συνέπειες για την Ευρώπη…
Η «υποχρεωτική» ευρωατλαντική συνεργασία με στόχο την αποδόμηση της γοητείας που ασκούν τα μετρητά της Κίνας ξετυλίγεται και στο ζήτημα του Χονγκ Κονγκ. Εκεί οι Δυτικοί δεν βλέπουν ταραχοποιούς που πετούν μολότοφ και πέτρες. Βλέπουν μόνο τις αμερικανικές και βρετανικές σημαίες που ανεμίζουν προκλητικά τα σκληροπυρηνικά υπολείμματα μιας διαμαρτυρίας που καιρό τώρα έπαψε να έχει τα μαζικά χαρακτηριστικά των πρώτων εβδομάδων της. Τις βλέπουν βέβαια μόνο ως χρήσιμη παρενόχληση του κίτρινου γίγαντα σε προπαγανδιστικό επίπεδο: δεν υπάρχει ούτε ένας σοβαρός Δυτικός που να ονειρεύεται ότι το Χονγκ Κονγκ θα ξαναγίνει… «ελεύθερη» βρετανική αποικία.
«Εχθροί και “φίλοι” του προέδρου» (σελ. 16 αυτού του φύλλου).
«Συνέχειες και ασυνέχειες» (φύλλο 469, σελ. 16-17).
«Το άστρο της Ανατολής λάμπει ψηλά» (φύλλο 416, σελ. 31).