Σειρά κειμένων «Προσδοκία μέλλοντος μέσα σε χαοτικό παρόν» – Μέρος Δ’
Διαβάστε τα προηγούμενα: Μέρος Α’, Μέρος Β’, Μέρος Γ’
Επανέρχομαι στο ζήτημα που είχα θίξει στο φύλλο 704, στο σημείωμα με τίτλο «Επιτέλους, να γίνει κάτι!». Στο σημερινό σημείωμα εξετάζονται κάποιες καίριες πλευρές του ζητήματος με πιο εμφατικό τρόπο.
Υπάρχει μεγάλη ανάγκη να δημιουργηθεί ένα μεγάλο εγχείρημα που να συμβάλλει και να αναμετρηθεί όσο μπορεί και με όποιο τρόπο γίνεται στο «υπαρξιακό πρόβλημα της χώρας». Η ανάγκη αυτή δεν καλύπτεται με «εύκολες λύσεις» και ευκαιριακά μπαλώματα. Απαιτεί μια διαφορετική αντιμετώπιση, και οπωσδήποτε μια επίγνωση όσων θα τολμήσουν να ασχοληθούν με αυτό.
Στο προηγούμενο σημείωμα υπήρχε το εξής ερώτημα: «Πόσο χειραφετημένη είναι η θέληση “να γίνει κάτι” από σχήματα και στερεότυπα που κουβαλάμε, από αποκούμπια που δεν υπάρχουν, από παραλυτικές δυνάμεις και όρια; Το ερώτημα πρέπει να απαντηθεί με ειλικρίνεια και σε προσωπικό επίπεδο, γιατί η “προσδοκία μέλλοντος σε χαοτικό παρόν” δεν είναι εύκολη υπόθεση».
Το ερώτημα αυτό (περί της θέλησης και της χειραφέτησής της) μπορεί να αναλυθεί σε μια σειρά άλλων ερωτημάτων: Αναγνωρίζεται από μια ικανή και επαρκή μάζα ανθρώπων ότι υφίσταται ένα υπαρξιακό πρόβλημα της χώρας; Αν ναι, συνειδητοποιείται ότι είναι απαραίτητες ορισμένες προϋποθέσεις για την απάντησή του; Ότι μια από τις πιο βασικές προϋποθέσεις είναι η θέληση, η πεποίθηση ότι μπορεί να απαντηθεί, ότι χρειάζεται προσπάθεια και ακατάβλητη θέληση προς αυτήν την κατεύθυνση, χωρίς αυταπάτες και χωρίς κάποιον «μπάρμπα» που θα λύσει για μας το πρόβλημα; Ότι, είτε το καταλαβαίνουμε άμεσα είτε όχι, η επίλυση του προβλήματος σχετίζεται με το θέμα του υποκειμένου και ότι το υποκειμενικό ζήτημα είναι το θέμα των θεμάτων, είναι το κεντρικό ζήτημα; Ότι χωρίς την επιστράτευση της μέγιστης θέλησης να οικοδομηθεί ένα πραγματικό υποκείμενο, ένα νέο μεγάλο εγχείρημα, δεν μπορεί να απαντηθεί το υπαρξιακό πρόβλημα της χώρας; Ότι δεν μπορούμε να περιμένουμε από αλλού την απάντηση, ότι δεν μπορούμε να προσδοκούμε μέσα από το υπάρχον πολιτικό σύστημα (και τις διακλαδώσεις του) να προκύψει κάτι θετικό; Ότι η ρευστοποίηση του πολιτικού σκηνικού που βλέπουμε, η απίσχναση του κομματικού φαινομένου, η μιντιοκρατία, οι ψηφιακοί μικρόκοσμοι, ο αχαλίνωτος υποκειμενισμός, είναι εκδηλώσεις όχι απλά μιας κρίσης εκπροσώπησης, αλλά μιας βαθύτατης διάστασης; Μιας διάστασης ανάμεσα, από τη μια, σε ένα μεγάλο τμήμα της κοινωνίας (που εξοστρακίζεται, παθητικοποιείται, αφήνεται στην κατάσταση του «καταναλωτή» δημοσκοπήσεων και σίριαλ-ριάλιτι φατριαστικών ανακατατάξεων εντός του συστήματος υποτέλειας και εξάρτησης της χώρας) και, από την άλλη, σε μια πολιτική που έχει εκπέσει σε πολιτικαντισμό.
Γνωρίζω καλά την αντίληψη των «αντικειμενιστών»: μερικά θέματα δεν είναι ζήτημα «θέλησης». Δεν φτάνει ο «βολονταρισμός» για να απαντηθούν ορισμένα ζητήματα. Απαντώ χωρίς περιφράσεις: όταν έχει ξεπροβάλλει μια ανάγκη, όταν αυτή η ανάγκη γίνεται κτήμα ή συνειδητοποιείται από ολοένα και περισσότερους ανθρώπους, τότε η Θέληση, ο «βολονταρισμός», δεν είναι ένα αυθαίρετο, μη στηριγμένο στην πραγματικότητα και την ανάγκη ζήτημα. Αν ήταν διαφορετικά τα πράγματα, δεν θα άλλαζαν ποτέ οι συσχετισμοί, δεν θα γίνονταν μεγάλες ανατροπές, ίσως να μην υπήρχε καν η Ελλάδα. Σκεφτείτε το. Είναι απαραίτητο προκαταρτικό βήμα η συσπείρωση ενός δυναμικού που θα εκφράσει μια γνήσια, στέρεα Θέληση και θα δώσει μια θετική απάντηση: ο Τόπος αυτός, αυτή η χώρα, αυτός ο λαός, αυτό το έθνος, αυτή η κρατικότητα, αυτή η εθνική κυριαρχία κ.λπ. έχει νόημα να υπάρχει, πρέπει να συνεχίσει να υπάρχει, πρέπει να ξεφύγει από τα δεσμά της εξάρτησης, να πάρει μια άλλη πορεία.
Αν ξεκινήσει κανείς από αυτή τη διαπίστωση, θα πρέπει να υπάρχει μια άλλη κεντρική συνεπαγωγή: χρειάζεται ένα υποκείμενο που να γίνει φορέας, καταλύτης, διαμεσολαβητής, κοινωνός αυτής της θέλησης και αυτού του προτάγματος. Χρειάζεται ένα πολιτικό κεντρικό μεγάλο εγχείρημα που να εκφράσει μια ευρύτατη κίνηση, που να εμπνεύσει σε μια δραστηριοποίηση και επένδυση ένα σημαντικό τμήμα του πληθυσμού. Μια κίνηση που να μπορεί να αποτρέπει γεγονότα τα οποία κινούνται στην κατεύθυνση της διάλυσης της χώρας και της κοινωνίας, και να δημιουργεί γεγονότα που οδηγούν στην απάντηση του υπαρξιακού προβλήματος. Ένα εγχείρημα που να δώσει ζωή σε ένα εθνικό λαϊκό κοινωνικό πατριωτικό πολιτικό ρεύμα το οποίο θα διεκδικεί την αυτονομία του και την ανεξαρτησία του από τα κέντρα του μεταπρατικού χώρου, της υποτέλειας, της ληστρικής αρπαγής και λεηλασίας της χώρας και των εργαζομένων της. Ένα εγχείρημα που να υπερασπιστεί τον πολιτισμό, το ήθος, το αντιστασιακό πνεύμα, το φιλότιμο, τη φιλοξενία, το μέτρο, που υπήρξαν πνευματικά δημιουργήματα της ιστορίας του, και να τα βαθύνει, να τα καλλιεργήσει, να τα αξιοποιήσει δημιουργικά. Ένα εγχείρημα, ένα ρεύμα που να συνθέτει, που να ενώνει κι όχι να διαιρεί, που να μην αντιμετωπίζει τον κόσμο σαν δεξαμενή ψήφων, που να οικοδομεί μια άλλη Πολιτεία και συμμετοχή.
Λόγια, λόγια, λόγια; Όχι· ανάγκες, ανάγκες, ανάγκες!
Ποια είναι η πνευματική κατάσταση, η θέληση, η αφοσίωση, η επικέντρωση, ο μόχθος γύρω από το ζήτημα, όσων κατανοούν ότι υπάρχει ένα κεντρικό υπαρξιακό πρόβλημα της χώρας; Κατά πόσο το συνδέουν με μια προσπάθεια συγκρότησης ενός υποκειμένου;
Ξανά στο ερώτημα της χειραφέτησης της θέλησης
Οφείλουμε να παραδεχτούμε πως υπάρχουν πάρα πολλοί άνθρωποι και καταστάσεις που κινούνται ή διακηρύσσουν πως κινούνται με μια κριτική ή και αντιθετική προς τον συστημισμό κατεύθυνση. Αναφέρομαι σε μικρές ή μεγαλύτερες κινήσεις και διεργασίες· σε τοπικά ή κλαδικά κινήματα και αντιστάσεις· σε συλλογικότητες διαφόρων επιπέδων και περιεχομένων· σε πολιτιστικούς συλλόγους και πνευματικές και πολιτιστικές δραστηριότητες έξω από κυκλώματα· σε ζυμώσεις διαφόρων επιπέδων όπως εκδόσεις, ημερίδες, συνέδρια· φυσικά και σε κινητοποιήσεις και ευαισθησίες για πάρα πολλά ζητήματα. Στο σημείο αυτό πρέπει να θέσουμε ένα ερώτημα: Τι κινεί όλο αυτό το δυναμικό; Κυρίως όμως χρειάζεται μια εκτίμηση: πόσο ευρύ, τι τάξη μεγέθους είναι αυτό το δυναμικό; Επίσης: τι μέρος αυτού του δυναμικού ενδιαφέρεται, και πόσο, για μια συνολική απάντηση του υπαρξιακού ζητήματος της χώρας; Αλλιώς ειπωμένο: πόσο αυτό το πρόβλημα έχει γίνει συνείδηση, και σε τι μέρος όλου αυτού του δυναμικού;
Ας υποθέσουμε ότι ένα υποσύνολο αυτού του δυναμικού ενδιαφέρεται συνειδητά, ή αναφέρεται στο υπαρξιακό πρόβλημα. Το ότι ασχολείται με ένα ζήτημα που έχει πολλές πλευρές και είναι συνολικό, είναι μεν ένα δύσκολο εγχείρημα που θέτει προδιαγραφές. Αλλά, από την άλλη, έχει το πλεονέκτημα πως η συνολική και συνθετική ματιά που προϋποθέτει, δημιουργεί όρους να μην περικλείνεται σε μονοθεματικά πλαίσια (και είχαμε μέχρι και κόμματα ή συνδυασμούς που κινήθηκαν μονοθεματικά, θεωρώντας ένα ζήτημα ως «ευκαιρία», για να διαψευστούν κατηγορηματικά), είτε σε αυθαίρετα προσωποκεντρικά αρχηγικά σχήματα.
Το ερώτημα όμως που έχει σημασία είναι: Ποια είναι η πνευματική κατάσταση, η θέληση, η αφοσίωση, η επικέντρωση, ο μόχθος γύρω από το ζήτημα, όσων κατανοούν ότι υπάρχει ένα κεντρικό υπαρξιακό πρόβλημα της χώρας; Τι κάνουν γι’ αυτό; Κατά πόσο το συνδέουν με μια κίνηση, προσπάθεια συγκρότησης ενός υποκειμένου; Επειδή έχουν δίκιο όσοι αναρωτούνται «πόσο ακόμα θα περιγράφουμε το πρόβλημα, πρέπει να γίνει κάτι». Ακόμα κι όσοι το θέτουν με βιαστικό ή με έναν πρωτόλειο τρόπο και χωρίς να σκέπτονται σε βάθος τις αναγκαίες προϋποθέσεις, δίκιο έχουν. Εκφράζουν ένα δίκαιο αίτημα, μιαν ανάγκη. Το ζήτημα είναι, τι κάνουν όσοι το καταλαβαίνουν, ξέρουν γράμματα, έχουν μια δράση, μετέχουν στις ζυμώσεις που γίνονται σε διάφορα επίπεδα; Διότι στο επίπεδο αυτό υπάρχει ένα πρόβλημα: Κατά πόσο επενδύουν, τοποθετούνται, δημιουργούν όρους, έχουν κάποια άποψη, μετέχουν σε έναν διάλογο για το θέμα του υποκειμένου που πρέπει να δημιουργηθεί; Ένα μέρος μπορεί να είναι ικανοποιημένο με όσα κάνει ή προσπαθεί, μπορεί να θεωρεί ότι ο κύκλος επαφών και εργασιών, το ιδιαίτερο πρόγραμμα που έχει ή ακολουθεί, είναι ό,τι καλύτερο – ή τουλάχιστον το γεμίζει και το ικανοποιεί. Ωστόσο, αυτή η πιθανόν χρήσιμη μερικότητα, αν δεν θέσει στον ίδιο της τον εαυτό, τη σχέση της με το συνολικότερο πρόβλημα της χώρας και τις προϋποθέσεις αντιμετώπισής του, τότε μπορεί να αποκτήσει και έναν εκτονωτικό χαρακτήρα περισπασμού. Ή να αφήνει ανοικτή την πόρτα στις «αναθέσεις» μιας αμφιβόλου ποιότητας αντιδεξιάς πολιτικής και κάποιας κριτικής υποστήριξης των κεντροαριστερών μορφωμάτων.
Γι’ αυτό τονίζω ότι η χειραφέτηση της θέλησης σημαίνει ταυτόχρονη συσπείρωση, περίπου εδώ και τώρα, του δυναμικού που αλλιώς μένει σκόρπιο, δεν μπορεί να δώσει ζωή σε μια άλλη αναγκαία κίνηση, και θα βρίσκεται σε διάσταση με το αρχικό ζήτημα που εκφράζει η διατύπωση «επιτέλους, κάτι να γίνει!». Αυτό το «κάτι να γίνει» παραπέμπει –αν το ερμηνεύω σωστά– σε κάτι αντιθετικό προς τα συστημικά κόμματα και το υπάρχον πολιτικό σύστημα, σε κάτι συλλογικό και συμμετοχικό, σε κάτι που θα έχει μια αυτονομία από την παγκοσμιοποιητική παράταξη, και από τις κεντροαριστερές απολήξεις της. Θα φανεί πολύ σύντομα πως μια αντιδεξιά πλατφόρμα, κεντροαριστερής κοπής, με επίκεντρο το ΠΑΣΟΚ μαζί με τη συμπαράταξη των θραυσμάτων του ΣΥΡΙΖΑ, θα παρουσιαστεί ως η μόνη δυνατή απάντηση στον «Μητσοτάκη» (λες κι αυτός είναι ο μόνος ή κύριος εχθρός). Το φάντασμα (κυριολεκτικό κι όχι μεταφορικό) της Δημοκρατικής Παράταξης θα παρουσιαστεί σαν όχημα για μια «νέα έφοδο στον Ουρανό», όπως χαρακτήρισε ο ολοένα και «μικρότερος» Α. Τσίπρας (κι ας διαθέτει Ινστιτούτο με το όνομά του) τόσο το ΠΑΣΟΚ όσο και τον ΣΥΡΙΖΑ. Χωρίς βέβαια να ομολογεί, και άλλοι χωρίς να καταλαβαίνουν ή να μην θέλουν να καταλάβουν, πως και οι δύο «έφοδοι» κατέληξαν σε μια ενσωμάτωση στο σύστημα.
Πολιτικά πρέπει να αντιμετωπιστούν οι σειρήνες της κεντροαριστερής ενσωμάτωσης και της ατομικιστικής ιδιώτευσης. Ιδεολογικά πρέπει να γίνουν υπερβάσεις του υποκειμενισμού και της παθητικοποίησης. Πρακτικά, να συγκεντρωθούν το συντομότερο σκόρπιες αγωνιστικές δυνάμεις
Η κεντροαριστερή πρόταση
Αυτό που αποκαλούν σήμερα σοσιαλδημοκρατία, είναι μια άλλη εκδοχή της υποτέλειας και εξάρτησης στην Ελλάδα. Είναι σημαδεμένο χαρτί. Το υποκείμενο δεν μπορεί να έχει κάποια εξάρτηση από αυτό το μόρφωμα, που θα προωθηθεί ως βασικός χειριστικός μηχανισμός της διευρυνόμενης λαϊκής δυσαρέσκειας. Ο απεγνωσμένος αγώνας συγκόλλησης τμημάτων αυτής της αμαρτωλής (και σε μεγάλο βαθμό συνυπεύθυνης για τη σημερινή κατάντια της χώρας) κεντροαριστεράς δεν αποτελεί ελπίδα, ούτε διέξοδο. Με λαθεμένο τρόπο αναγορεύεται ο σε παραδρομή πλέον Μητσοτάκης ως ο κύριος εχθρός, και αποσιωπούνται όλα μα όλα τα κρίσιμα ζητήματα της χώρας και της κοινωνίας· οικοδομώντας μέτωπα της πλάκας πλήρως ενσωματωμένα σε μια διαχειριστική λογική (π.χ. μείωση του ΦΠΑ κατά δύο μονάδες…). Προσέξτε, το ΠΑΣΟΚ παρουσιάζεται ως σωτήρας της Ελλάδας, ως το κόμμα που με την υπεύθυνη στάση του κράτησε όρθια τη χώρα την περίοδο των μνημονίων, πληρώνοντας ακριβό αντίτιμο για τις εθνικές υπηρεσίες του. Αισθάνεται «περήφανο» για την προσφορά του…
Και όλες μα όλες οι πτέρυγες του σπαρασσόμενου ΣΥΡΙΖΑ αισθάνονται επίσης «περήφανες» για τη διακυβέρνηση της χώρας το 2015-2019 και για την εφαρμογή του 3ου μνημονίου, αναπαράγοντας όλες μαζί το μεγαλύτερο ψέμα της μεταπολίτευσης: ότι δηλαδή η χώρα βγήκε από τα μνημόνια. Αισθάνονται δε «τεράστια περηφάνια» και για τη συμφωνία των Πρεσπών, ζητώντας μια γενίκευση του πνεύματός της σε όλες τις περιοχές εθνικής κυριαρχίας… «Περηφάνια» για τη μετατροπή της χώρας σε χώρο και σε μετανεωτερική αποικία… Για ΝΑΤΟ, Ευρώπη, πόλεμο στην Ουκρανία, σχέσεις με Τουρκία, σχέσεις με Ισραήλ, εχθρότητα προς τη Ρωσία, πράσινη «ανάπτυξη» και ψηφιακό μετασχηματισμό κ.ο.κ. δεν λένε κουβέντα. Είναι εντός συστημικών πλαισίων, τα υπηρετούν συνειδητά. Και η γραμμή όλων των πτερύγων του ΣΥΡΙΖΑ (εντός, εκτός, επί τα αυτά) ποια είναι; Συνεργασία, εκλογική συμπαράταξη με το ΠΑΣΟΚ, συμπαράταξη των προοδευτικών δυνάμεων, συμπόρευση της Δημοκρατικής παράταξης. Μπορεί να περιμένει κανείς μέσα από αυτό το «εγχείρημα» ή πρόταση κάποια έστω αντιμετώπιση του υπαρξιακού ζητήματος της χώρας; Προτείνεται οποιαδήποτε διαφορετική πορεία για την πορεία της χώρας σε όλους τους τομείς;
Οι κεντροαριστερές σειρήνες μπορεί να τροφοδοτήσουν αυταπάτες ή να παράσχουν κάποιο έδαφος αναγνωρίσεων και συμπορεύσεων που θα απομακρύνουν ή θα αδυνατίσουν μια προσπάθεια όπως την έχουμε περιγράψει. Πολιτικά αυτό είναι έως ένα βαθμό αναμενόμενο και εξηγήσιμο. Υπάρχει όμως και μια άλλη πλευρά που σχετίζεται με την χειραφέτηση της θέλησης. Ένα μεγάλο δυναμικό βλέπει ή εκτιμά πως το συνολικό ζήτημα δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί δια της κεντρικής πολιτικής οδού, δεν μπορεί να δημιουργηθεί ένα πολιτικό εγχείρημα με κάποιες αξιώσεις, ή αισθάνεται να μην μπορεί ή να μην θέλει μια επαναφορά στην πολιτική. Ακολουθεί την «παράκαμψη της πολιτικής» και επικεντρώνεται στο επί μέρους, δηλαδή σε μικρά και μεγάλα προβλήματα στα οποία μπορεί να δράσει, μπορεί να έχει μια φωνή και μια κινητοποίηση κλπ. Κι όταν συμβαίνουν κάποια μεγάλα γεγονότα που έχουν την σφραγίδα του ακηδεμόνευτου, δηλαδή δεν «καπελώνονται» από κομματικούς μηχανισμούς, μετέχουν με όρεξη και διάθεση. Υποστηρίζω, ότι και σε αυτό το σημαντικό σύνολο ανθρώπων, είναι αναγκαίο να τεθεί το ζήτημα της κεντρικότητας που πρέπει να έχει ένα εγχείρημα ή ζήτημα ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟΥ αναφορικά με το υπαρξιακό ζήτημα της χώρας.
Σύνοψη
Το ζήτημα του υποκειμένου είναι κεντρικό, έχει κεντρική σημασία. Δεν μπορεί να παρακάμπτεται. Πρέπει να τεθεί στο επίκεντρο κάθε προσπάθειας. Πρέπει να υπάρξει ιδιαίτερη ζύμωση και να γίνουν κινήσεις προς αυτήν την κατεύθυνση. Η απάντηση στο «επιτέλους, να γίνει κάτι» περνά μέσα από τους προσδιορισμούς και τα βήματα που πρέπει να γίνουν στο πεδίο του υποκειμένου, ενός σύγχρονου Εμείς που οικοδομείται και κτίζεται. Αυτό είναι κεντρικό ζήτημα. Πολιτικά πρέπει να αντιμετωπιστούν οι σειρήνες της κεντροαριστερής ενσωμάτωσης και της ατομικιστικής ιδιώτευσης. Ιδεολογικά πρέπει να γίνουν υπερβάσεις του υποκειμενισμού και της παθητικοποίησης. Πρακτικά, να γίνουν ζυμώσεις αλλά και κινήσεις ώστε να συγκεντρωθούν όσο πιο σύντομα είναι δυνατόν σκόρπιες αγωνιστικές δυνάμεις που θέτουν το ζήτημα «επιτέλους, να γίνει κάτι». Η απάντηση στο υπαρξιακό πρόβλημα της χώρας μάς καλεί να θέσουμε με αναβαθμισμένο τρόπο το ζήτημα του υποκειμένου και της δημιουργίας ενός μεγάλου εγχειρήματος! Καλείται δηλαδή ο καθένας, σαν άτομο ή συλλογικότητα, να πάρει σαφή θέση απέναντι στα θέματα που προσπαθήσαμε να θέσουμε, έστω ως ερωτήματα και ζητούμενα στο παρόν σημείωμα. Άρα να ανοίξει μια ουσιαστική διαδικασία!