Για την επανέκδοση της αριστουργηματικής ταινίας Η Αυτοκρατορία των Αισθήσεων

 

Της Ιφιγένειας Καλαντζή*

 

Μαρξιστής από τα νιάτα του, ο Ναγκίσα Οσίμα (1932-2013) βίωσε τη μετάβαση μεταπολεμικά της ηττημένης Ιαπωνικής Αυτοκρατορίας, στον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό. Τα κατάλοιπα της κυρίαρχης φεουδαρχικής αντίληψης παραχώρησαν τη θέση τους στα κελεύσματα μιας εξεγερμένης γενιάς ενάντια στον πόλεμο και στην πατροπαράδοτη κουλτούρα υποταγής. Μπολιασμένος από τον εξεγερσιακό αέρα των ευρωπαϊκών πρωτοποριακών κινημάτων και με την ιδεολογία του ελεύθερου ατόμου, ως υποκειμένου που για πρώτη φορά εκφράζεται και προσδιορίζεται μέσα από τον κινηματογράφο, συνέβαλε στη γέννηση ενός πρωτοποριακού ρεύματος στη χώρα του, με τον κινηματογραφιστή-δημιουργό να διεκδικεί μια ανεξάρτητη καλλιτεχνική έκφραση, σε ρήξη με τη μαζική ιδεολογία.

Κάνοντας επίκληση στην ανθρώπινη επιθυμία, οι μέχρι πρότινος υπερβολές σε θέματα ταμπού, όπως η βία και η σεξουαλικότητα, διερευνώνται μέσα από την κινηματογραφική εικόνα, διαμορφώνοντας μια ειλικρινή, πρωτοποριακή έκφραση πολιτικού στοχασμού. Ο Παζολίνι στο Σαλό/1975 μεταχειρίζεται ακραίες σαδομαζοχιστικές απεικονίσεις για να στιγματίσει την έκφυλη φύση του φασισμού, ενώ θεματικές που αφορούν την παράνοια, σε μια εξεζητημένη φόρμα τέχνης, καλούνται να εκφράσουν τη νέα ιδεολογικοπολιτική κατάσταση της εποχής. Στα μέσα του ’70, επιχειρείται και μια ερμηνευτική προσέγγιση, που βασίζεται στην καταγραφή βιωμένου πόνου ή και αληθινού σεξ, μπροστά στην κάμερα, αποσκοπώντας σε μια ολοκληρωτική ανάδραση του θεάματος.

Ο χαμός του Ναγκίσα Οσίμα στα 80 του, το 2013, σηματοδότησε και το τέλος μιας γενιάς, που επιχείρησε να εκφράσει μέσα από την τέχνη τα πολιτικά οράματα μιας διαφορετικής κοινωνίας. Ο Οσίμα, μετά τις επιρροές του γαλλικού σινεμά-βεριτέ και της μπρεχτικής αποστασιοποίησης, ωθεί την πολιτική διάσταση της σεξουαλικότητας σε μια οριακή έκφρασή της, στο αριστουργηματικό Η Αυτοκρατορία των Αισθήσεων/1976, που βγαίνει αυτή την εβδομάδα σε επανέκδοση.

Βασισμένη σ’ ένα έγκλημα πάθους που συγκλόνισε την Ιαπωνία το 1936, η υπόθεση αφορά στη σεξουαλική σχέση ανάμεσα σε μια υπηρέτρια, πρώην πόρνη και το αφεντικό της, που αποκόβονται σταδιακά από τον κοινωνικοπολιτικό περίγυρο, αναζητώντας την υπέρτατη ηδονή, στo πλαίσιo του αρχέγονου δίπολου έρως-θάνατος.

Μακριά από τις προηγούμενες πειραματικές διαθέσεις του σκηνοθέτη, η ταινία χαρακτηρίζεται από μια απλή κινηματογραφική φόρμα, με κοντινά πλάνα στις σεξουαλικές λεπτομέρειες. Η ερωτική δράση περιορίζεται σε κλειστά δωμάτια πανδοχείων, όπου καταφεύγουν οι παράνομοι εραστές. Η έντονη σεξουαλική έλξη, με το αρσενικό αρχικά να επιβάλλεται, ανάγεται σταδιακά στη σφαίρα του έρωτα, ως ρομαντικής εξιδανίκευσης της ανθρώπινης ύπαρξης. Η μαζοχιστική λειτουργία του πόνου εισέρχεται ως σαρκική ανάμνηση της ερωτικής διάστασης του άλλου, με τους εραστές να μην αντέχουν ούτε στιγμή να αποκολληθούν. Βαθμιαία, ο άντρας-αφέντης αποσύρει την υπεροχή του, στην προσπάθεια να ικανοποιήσει τη γυναίκα που έχει ερωτευτεί και τον διεκδικεί ολοκληρωτικά, σπαρταρώντας από συγκίνηση σε κάθε άγγιγμά του. Η μοιραία κατάληξη του απόλυτου πόθου επαναφέρει τα όρια μιας κοινωνίας που καταδικάζει τον έρωτα, γιατί δεν αντέχει τη μεθυστική ελευθερία της απόλυτης ηδονής.

Μερικά μονάχα εξωτερικά πλάνα διακόπτουν την ερωτική ατμόσφαιρα λειτουργώντας σαν στιγμιότυπα παραδοσιακής γιαπωνέζικης αισθητικής, με το ζευγάρι να καδράρεται από μακριά πάνω σε μια γέφυρα ή να προχωράει με καταρρακτώδη βροχή, αγκαλιασμένο κάτω από την ίδια ομπρέλα. Η σημαδιακή σκηνή που ο άντρας διασχίζει σε αντίθετη φορά μια διμοιρία που παρελαύνει στα σοκάκια της πόλης, προσδιορίζει τη χρονική συγκυρία ενός καταδικασμένου έρωτα, στο κατώφλι ενός πολέμου.

Εντυπωσιάζει η επιμελημένη εικαστικότητα, με καθαρή αποτύπωση μορφών μέσα στο κάδρο αλλά και ιδιαίτερη κινησιολογία ηθοποιών που έρπουν στο πάτωμα, σύμφωνα με τις συμβάσεις της γιαπωνέζικης αισθητικής εσωτερικού χώρου.

Εξαιρετική είναι η χρήση έντονων χρωμάτων -μωβ, φούξια και άλικο κόκκινο- στα εμπριμέ κιμονό. Στη γιαπωνέζικη ατμόσφαιρα συμβάλλει και η παραδοσιακή μουσική που παίζεται ζωντανά, ενώ η πρωτότυπη μουσική, με παραδοσιακά όργανα όπως το τρίχορδο σαμισέν ή το φλάουτο σακουχάτσι, περιβάλλει τον γενικό αισθησιασμό με μελαγχολική χροιά.

Η καταγραφή του αδηφάγου βλέμματος αδιάκριτων που κρυφοκοιτούν αλλά και των σερβιτόρων που εισβάλλουν επιδεικτικά στο χώρο των ακατάπαυστα συνουσιαζόμενων εραστών ανακαλεί την ηδονοβλεπτική διάσταση και του ίδιου του κινηματογράφου.

Ο αχαλίνωτος ερωτισμός, με επιρροές από Μπατάιγ, συνδυάζεται με μια ανεπιτήδευτη σεξουαλικότητα που μπορεί να συμβεί μόνο σε ένα βαθιά ερωτευμένο ζευγάρι, όπως δηλώνεται και με τη ρήση «η ηδονή έρχεται με την εμπειρία», μεταγγίζοντας στον θεατή μια απενοχοποιημένη ειλικρίνεια για το σεξ στο σινεμά, μακριά από κάθε εμπορευματοποιημένη πορνογραφική αντίληψη. Ωστόσο, η ταινία δεν έχει καταφέρει μέχρι και σήμερα να παρακάμψει τη γιαπωνέζικη λογοκρισία.

Η σεξουαλικότητα αποκτά πολιτική διάσταση όταν καταγράφεται στο σινεμά ως αυθεντική διαδικασία στην αναζήτηση του απόλυτου έρωτα, όπου η σαρκική μετουσίωση καταργεί κάθε ταξικότητα και εξουσιαστική διάκριση, επαναφέροντας πλάι στα λαμπερά αγωνιστικά κινήματα της εποχής που γέννησε αυτή την αριστουργηματική και πέρα για πέρα συγκινητική ερωτική ταινία, το ανυπέρβλητο σύνθημα της εποχής «Kάντε έρωτα, όχι πόλεμο».

 

* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου ([email protected])

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!