του Richard Lewontin*
Οι συνθήκες ύπαρξης της διαστρωμάτωσης στην επιστήμη στην καπιταλιστική οικονομία ενισχύουν τις πεποιθήσεις και τις νοοτροπίες των επιστημόνων ως μέρος της γενικής φιλελεύθερης-συντηρητικής κληρονομιάς. Παρά τη μεγάλη ποικιλία στις πεποιθήσεις των επιστημόνων και παρά τις αντιφατικές πεποιθήσεις όλων μας, υπάρχει πραγματικά μια συνεκτική, υπονοούμενη ιδεολογία που δικαιούμαστε να την χαρακτηρίσουμε ως αστική. Περιλαμβάνει τα ακόλουθα χαρακτηριστικά:
Ατομικισμός. Η αστική ατομικίστικη θεώρηση της κοινωνίας, όπως εφαρμόζεται στην επιστήμη, ισχυρίζεται ότι η πρόοδος γίνεται από λίγα άτομα (που απλά τυχαίνει να είμαστε «εμείς»). Οι επιστήμονες βλέπουν τους εαυτούς τους ως παράγοντες που δρουν ελεύθερα, κυνηγώντας ο καθένας ανεξάρτητα τις δικές του κλίσεις. «Ακριβώς όπως στην Αστρονομία η δυσκολία να παραδεχτεί κανείς την κίνηση της Γης πήγαζε από την άμεση αίσθηση της ακινησίας της Γης και της κίνησης των πλανητών, έτσι και στην Ιστορία η δυσκολία της αποδοχής τού ότι η προσωπικότητα υπόκειται στους νόμους του χώρου, του χρόνου και της αιτιότητας έγκειται στη δυσκολία να ξεπεραστεί η άμεση αίσθηση της ανεξαρτησίας της προσωπικότητας» (Τολστόι, Πόλεμος και Ειρήνη). Πουθενά δεν είναι η αίσθηση της ανεξαρτησίας ισχυρότερη και η εξαπάτηση πιο θλιβερή απ’ ό,τι στους διανοούμενους.
Ο ατομικισμός στην επιστήμη συμβάλλει στη δημιουργία της κοινής πεποίθησης ότι οι ιδιότητες των πληθυσμών προέρχονται απλά από εκείνες τις ιδιότητες των μη φορτισμένων ατόμων (γονίδιων) των πληθυσμών ή των κοινωνιών. Μετατρέπει, επίσης, την υποκειμενική εμπειρία της φιλοδοξίας για καριέρα στην επινόηση του εγωισμού ως νόμου της εξέλιξης.
Ελιτισμός. Αυτός ο ισχυρισμός, περί ανωτερότητας μιας μικρής μειοψηφίας διανοουμένων, συχνά οδηγεί στην πεποίθηση ότι η επιβίωση της ανθρωπότητας εξαρτάται από την ικανότητα αυτής της μειοψηφίας, για να καλοπιάσει και να εξαπατήσει το υπόλοιπο του λαού να κάνει ό,τι είναι καλό γι’ αυτούς. Αυτή η προδιάθεση είναι ιδιαίτερα έντονη στις ιστορίες επιστημονικής φαντασίας περί αντίστασης στην πολιτική καταπίεση, στις οποίες μερικοί αφοσιωμένοι επιστήμονες συνωμοτούν για να ξεγελάσουν τους κυβερνώντες. Αυτός ο ελιτισμός είναι βαθιά αντιδημοκρατικός, ενθαρρύνοντας μια λατρεία για τους «ειδικούς», μια αισθητική εκτίμηση της χειραγώγησης και μια περιφρόνηση για εκείνους που δεν το κάνουν σύμφωνα με τους κανόνες της ακαδημαϊκής κοινότητας, η οποία συχνά ενισχύει το ρατσισμό και το σεξισμό. Η απόρριψη της εμπειρικής, μη εξειδικευμένης γνώσης του «απλού λαού» έχει συμβάλει σε καταστροφές στη γεωργική ανάπτυξη. Η ελιτίστικη άποψη υποστηρίζει μια διαχειριστικού τύπου προσέγγιση για τη διοίκηση της πνευματικής ζωής και βλέπει στην αυτοεπιλογή της ακαδημαϊκής και της εταιρικής ελίτ τον πιο λογικό τρόπο για να διεκπεραιώνονται οι διάφορες υποθέσεις των ανθρώπων.
Στα θεωρητικά ζητήματα στο εσωτερικό της επιστήμης, ο ελιτισμός συμβάλλει ίσως στην πεποίθηση ότι η ιδέα περί ιεραρχικής οργάνωσης και η αναζήτηση του παράγοντα εκείνου που έχει τον έλεγχο της διαδικασίας, ταιριάζει στην απλουστευτική θεώρηση του κόσμου, η οποία καθυστερεί τη μελέτη της αμοιβαίας αλληλοδιείσδυσης των μερών της επιστήμης προς όφελος ενός ιεραρχικού μοντέλου στη γενετική, στην κοινωνία, ακόμα και στα οικοσυστήματα. Ενώ η ατομικίστικη άποψη ευνοεί ένα μοντέλο του κόσμου στον οποίο τα μέρη (για παράδειγμα, τα είδη σε ένα οικοσύστημα) είναι ουσιωδώς ανεξάρτητα, το ελιτίστικο πρότυπο επιβάλλει μια οργάνωση που αποκλείει την αυτονομία.
Πραγματισμός. Στη δυτική ιδεολογία ο χαρακτηρισμός «πραγματιστικός» θεωρείται επαινετικός, σε αντίθεση με το χαρακτηρισμό «ιδεολογικός», που θεωρείται υποτιμητικός. Για τους επιστήμονες, πραγματισμός σημαίνει αποδοχή των οριακών συνθηκών που επιβάλλονται από την εμπορευματοποίηση και την εξειδίκευση. Σημαίνει να κάνεις τη δουλειά χωρίς να ρωτάς γιατί, τη στάση αυτή που αποθανάτισε ο Tom Lehrer στο τραγούδι για τον ειδικό στους πυραύλους: «Αν οι ρουκέτες ανεβαίνουν, ποιος νοιάζεται για το πού πέφτουν; Αυτός δεν είναι ο τομέας μου, είπε ο Βέρνερ φον Μπράουν». Από τη στιγμή που η κύρια οδός μέσω της οποίας οι επιστήμονες επηρεάζουν την πολιτική είναι μέσα από τις συμβουλές τους ως σύμβουλοι αυτών που λαμβάνουν τις αποφάσεις, το να είναι κανείς αποτελεσματικός απαιτεί τη διατήρηση της αξιοπιστίας. Συνεπώς, οι συμβουλές θα πρέπει να περιορίζονται μέχρι εκεί που γίνονται αποδεκτές. Ο τρόμος για το σηκωμένο φρύδι που αποσύρει την αξιοπιστία, επιδρά στην επιβολή όχι μόνο της σύνεσης στην παροχή συμβουλών, αλλά και, τελικά, στον περιορισμό του πνευματικού ορίζοντα των συμβούλων. Στα μάτια του πραγματιστή, τα έντονα συναισθήματα για την αδικία στα τεκταινόμενα στην κοινωνία αναγκαστικά μοιάζει ύποπτη ως «ιδεολογική», αντανακλώντας την ανωριμότητα έναντι της επιστημονικής ψυχρότητας.
Διαχωρισμός της σκέψης από το συναίσθημα. Οι επιστήμονες μπορεί κάποτε να χρειάστηκε να παλέψουν για να καθιερωθεί η αρχή ότι όλοι οι ισχυρισμοί για τον κόσμο πρέπει να επικυρώνονται από αποδεικτικά στοιχεία. Ούτε η επίκληση της αυθεντίας, ούτε οι επιθυμίες κάποιου επιτρέπεται να βαραίνουν σε μια επιστημονική διαμάχη. Ένας κάποιος διαχωρισμός της σκέψης από το συναίσθημα ήταν, ίσως, αναγκαίος για να καθιερωθεί η νομιμότητα της επιστήμης. Αλλά από τη στιγμή που έγινε απόλυτος, ο διαχωρισμός έγινε εμπόδιο για την αυτοσυνείδητη επιστημονική πρακτική. Συσκοτίζει τις πηγές των προτιμήσεών μας σχετικά με τις κατευθύνσεις που αυτή πρέπει να πάρει ή τις μεθόδους που χρησιμοποιούνται. Επιβάλλει μια τυποποιημένη εισαγωγή στις επιστημονικές δημοσιεύσεις, που προσποιείται ότι μετακινεί τον επιστήμονα ως άτομο από τη διαδικασία της δημιουργικής εργασίας μέσα από τη θλιβερή τεχνική της απαλοιφής των αντωνυμιών σε πρώτο πρόσωπο, υιοθετώντας τη γραμματική μορφή που η Susan Griffith περιέγραψε ως παθητική απρόσωπη. Πιο σημαντικό όμως είναι ότι, αφού τα ερωτήματα για τα γεγονότα τυπικά απελευθερώθηκαν από αξιακού χαρακτήρα έννοιες, δεν είναι εύκολο να επανασυνδεθούν. Ενώ πολλοί φιλόσοφοι έχουν αφιερώσει τις ζωές τους αναζητώντας το πώς σχετίζεται το «είναι» με το «πρέπει», οι επιστήμονες είναι ελεύθεροι να κατασκευάσουν όλων των ειδών τα όπλα, με το απρόσωπο λεξιλόγιο περί «κόστους-αποτελεσματικότητας», «ποσοστού θανατηφόρων πληγμάτων» κ.ά. να τους εξουδετερώνει από το να αναγνωρίζουν τα αποτελέσματα των προϊόντων της εργασίας τους.
Τέλος, η υποτιθέμενη ανωτερότητα της σκέψης από το συναίσθημα σημαίνει ότι όσοι συγκροτούν τα συναισθήματά τους είναι ανώτεροι από εκείνους που τα εκφράζουν. Ένα αποτέλεσμα είναι ότι οι γυναίκες, που στην κοινωνία μας θεωρούνται θεματοφύλακες του συναισθηματισμού, πρέπει είτε οι ίδιες να τα καταστέλλουν, προκειμένου να τους επιτραπεί να κάνουν επιστήμη, ή πρέπει να υποτιμώνται συστηματικά, λες και «πιο συναισθηματικός» σημαίνει λιγότερο ορθολογικός.
Απλούστευση. Η εξειδίκευση της επιστημονικής εργασίας και των καθηκόντων διοίκησής της από την έρευνα, δημιουργεί ένα μοντέλο επιστημονικής οργάνωσης που μπορεί εύκολα να προτυποποιηθεί ως μοντέλο για την οργάνωση του κόσμου. Η φύση γίνεται αντιληπτή σα να ακολουθεί το οργανόγραμμα της εταιρίας ή του πανεπιστημίου μας, με παρόμοια φαινόμενα ενωμένη υπό έναν κοινό πρόεδρο, διακριτά αλλά συναφή φαινόμενα υπό έναν κοινό κοσμήτορα και ασύνδετα γεγονότα που ανήκουν σε διαφορετικές σχολές ή τμήματα. Έτσι, η εξειδίκευση στην πράξη ενώνεται με τον ατομικισμό των μονάδων για να ενισχύσει τον αναγωγισμό, που ακόμα επικρατεί στη υπονοούμενη φιλοσοφία των επιστημόνων.
(*) Απόσπασμα από το κεφάλαιο «Η εμπορευματοποίηση της επιστήμης» από το βιβλίο των R. Lewontin και R. Levins «The Dialectical Biologist» (1985) το οποίο δημοσιεύτηκε σε συλλογή κειμένων των εκδόσεων Σύγχρονη Εποχή.