Παραθέτω την εξέλιξη (ορισμένων) βασικών οικονομικών στοιχείων της περιόδου 2002-2023 προς επίρρωση όσων αναφέρω στο κείμενό μου: Η ελληνική οικονομία και η απατηλή γοητεία της ευρωζώνης (δημοσιεύτηκε στον Δρόμο της 18ης Μαΐου 2024).

ΓΡΑΦΗΜΑ 1 Ετήσιος ρυθμός μεγέθυνσης ΑΕΠ: Ελλάδα-Ευρωζώνη

Την περίοδο 2002-2023 ο μέσος ρυθμός μεγέθυνσης στην ελληνική οικονομία ήταν 0,26%. Αντίστοιχα των χωρών της Ευρωζώνης ήταν 1,15%. Αυτό σημαίνει ότι η απόσταση που υπήρχε το 2002 αυξήθηκε περαιτέρω σε αντίθεση με την υπόθεση της σύγκλισης.

ΓΡΑΦΗΜΑ 2 Κατά κεφαλή ΑΕΠ: Ελλάδας, ΕΕ, Ευρωζώνης, (σε Δολάρια ΗΠΑ)

Το κατά κεφαλή ΑΕΠ της Ελλάδος στα 20 χρόνια συμμετοχής στην Ευρωζώνη παραμένει σταθερό. Στην Ευρωζώνη αυξήθηκε την αντίστοιχη περίοδο με αποτέλεσμα η απόσταση που υπήρχε (11.700 δολάρια ΗΠΑ) να αυξηθεί το 2022 στα 17.400 δολάρια ΗΠΑ, ή κατά 18,9%. Στις χώρες της ΕΕ η απόσταση από 7.000 δολάρια ΗΠΑ αυξήθηκε στα 13.900 ή κατά 26,7%.

Στο Γράφημα 3 παρουσιάζεται το ποσοστό του κατά κεφαλή ΑΕΠ της Ελλάδος σε όρους αγοραστικής δύναμης ,σε σχέση με τον μέσο όρο της ΕΕ-27. Από το 2008 το συγκεκριμένο μέγεθος ακολουθεί μια φθίνουσα πορεία μέχρι και το 2019. Από 94,4% του μέσου όρου των χωρών ΕΕ καταλήγει μετά από συνεχείς μειώσεις στο 61,0 % το 2019. Τα επόμενα έτη παρουσιάζει άνοδο και το 2023 φθάνει στο 67,3%. Η περίοδος 2010-2018 είναι περίοδος των μνημονιακών πολιτικών που προκάλεσαν δραστική μείωση του ΑΕΠ της χώρας και κατά συνέπεια και του κατά κεφαλή ΑΕΠ αλλά και του κατά κεφαλή ΑΕΠ σε όρους αγοραστικής δύναμης που εξετάζουμε εδώ. Από τη στιγμή που το ΑΕΠ άρχισε να μεγεθύνεται πάλι σε ένα νέο περιβάλλον με περισσότερους βαθμούς ελευθερίας (λόγω αποφάσεων της ΕΕ, π.χ. μη τήρηση των όρων για τα πρωτογενή και γενικά δημοσιονομικά ελλείμματα) αλλά και εισροή σημαντικού όγκου πόρων από την ΕΕ (π.χ. πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανεκτικότητας) μεγεθύνεται και το κατά κεφαλή ΑΕΠ σε όρους αγοραστικής δύναμης στη χώρα μας. Τώρα το ερώτημα είναι το ακόλουθο: ωραία βελτιώθηκε το συγκεκριμένο μέγεθος την περίοδο 2020-2023 (κυβέρνηση Μητσοτάκη ) όμως αυτή η βελτίωση ήταν ικανή να βελτιώσει και τη θέση της Ελλάδος στον χώρο που αποτελεί το άμεσο οικονομικό της περιβάλλον, δηλαδή την ΕΕ;

Η θέση της Ελλάδος σχετικά με το συγκεκριμένο μέγεθος ήταν δεύτερη από το τέλος (πάνω μόνο από τη Βουλγαρία) μεταξύ των 27 χωρών της Ε.Ε. Το 2023, παρά την αύξηση, εξακολουθεί να παραμένει στην προτελευταία θέση και μάλιστα ενώ η Βουλγαρία μείωσε σημαντικά τη διαφορά απειλώντας μας του χρόνου να βρεθούμε εμείς στην τελευταία θέση οι χώρες που ήταν αμέσως πάνω από εμάς στην κατάταξη αύξησαν τη διαφορά με αποτέλεσμα να απομακρυνθούν περισσότερο. Οι εξελίξεις αυτές δείχνονται με βάση τα στοιχεία του Πίνακα 2, όπου παρουσιάζουμε την κατάταξη των χωρών της ΕΕ-27 το έτος 2019 (στήλη 1) και το έτος 2023 (στήλη 2) και παράλληλα τις μεταβολές κάθε χώρας τη συγκεκριμένη περίοδο (στήλη 3).

Αναφέρω παραδειγματικά: στην Ελλάδα ο Δείκτης κατά κεφαλή ΑΕΠ σε όρους αγοραστικής δύναμης ως προς το μέσο όρο των χωρών της ΕΕ-27, το 2019 ήταν 65,8 και το 2023 αντίστοιχα 67,2 , αυξημένος κατά 1,4. Σε τουλάχιστον 15 χώρες της ΕΕ ο Δείκτης αυτός αυξήθηκε πολύ περισσότερο από την Ελλάδα και κυρίως είναι χώρες της λεγόμενης «Νέας Ευρώπης». Συνεπώς η Ελλάδα όχι μόνο πρωταθλήτρια δεν είναι, όπως δήλωσε το Υπουργείο Οικονομικών προσπαθώντας να διασκεδάσει τα στοιχεία, αλλά χρειάζεται να προσπαθήσει πολύ –προφανώς αλλάζοντας τον τρόπο άσκησης της οικονομικής πολιτικής– για να κερδίσει κάποια θέση μεταξύ των χωρών της ΕΕ.

Σημείωση

Το 2023 το παραγόμενο ΑΕΠ των 220 δισ. ευρώ αντιστοιχούσε σε 4,2 εκατ. εργαζόμενους, δηλαδή αντιστοιχούσε σε 52.380 ευρώ παραγόμενο ΑΕΠ ανά εργαζόμενο και ο κάθε εργαζόμενος αμείβονταν με 17.250 ευρώ. Δηλαδή, το 2023, ο κάθε εργαζόμενος αμείβεται με το 33% του παραγόμενου ΑΕΠ ανά εργαζόμενο.

Το 2009 το παραγόμενο ΑΕΠ των 239 δισ. ευρώ αντιστοιχούσε σε 4,535 εκατ. εργαζόμενους, δηλαδή 52.700 ευρώ παραγόμενο ΑΕΠ ανά εργαζόμενο το οποίο είναι σχεδόν στο ίδιο επίπεδο με το 2023. Όμως, το 2009, ο κάθε εργαζόμενος αμείβονταν με 21.595 ευρώ, δηλαδή ελάμβανε το 40% του παραγόμενου ΑΕΠ ανά εργαζόμενο.

Τώρα, το 2003 το παραγόμενο ΑΕΠ των 172,4 δισ. ευρώ αντιστοιχούσε σε 4,275 εκατομμύρια εργαζόμενους, δηλαδή αντιστοιχούσε σε 40.327 ευρώ παραγόμενο ΑΕΠ ανά εργαζόμενο και ο κάθε εργαζόμενος αμείβονταν με 15.000 ευρώ, δηλαδή ελάμβανε το 37,2% του παραγόμενου ΑΕΠ ανά εργαζόμενο!

Δηλαδή ακόμη και το μακρινό 2003 οι εργαζόμενοι αμείβονταν με μεγαλύτερο ποσοστό από το παραγόμενο ΑΕΠ ανά εργαζόμενο!

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!