Διαβάστε τα προηγούμενα Μέρος Α’ | Μέρος Β’

Άθελά της η ελληνική λαϊκή μουσική όχι μόνο εμπλέκεται στο κουβάρι της μουσικής στο Ισραήλ, αλλά συμβάλει καθοριστικά στο ξέμπλεγμά του. Κι αυτό όλο δεν είναι καθόλου απλό, επειδή η όλη διαδικασία ξεφεύγει πολύ από τα στενά όρια της μουσικής και γίνεται μέρος μιας πολύ πιο πολύπλοκης διαδικασίας που είναι διαρκώς σε εξέλιξη και έχει να κάνει με τις σύμφυτες με το Ισραήλ εσωτερικές αντιφάσεις, αντιπαραθέσεις και ανισότητες που διαπερνούν όλο των σύμπλεγμα των σχέσεων μεταξύ ατόμων και ομάδων και διαμορφώνουν τις πολιτισμικές, κοινωνικές, οικονομικές και εθνικές συνιστώσες του νέου κράτους που συγκροτήθηκε βίαια στην καρδιά της Παλαιστίνης. Και, βεβαίως, σε συνδυασμό με όλα τα μουσικά ρεύματα που εισρέουν από το εξωτερικό και επηρεάζουν με τη σειρά τους το εσωτερικό γίγνεσθαι.

Στο Ισραήλ, οι βασικές ομάδες που αποτελούν την κοινωνία έχουν διαφορετικές εθνοπολιτισμικές καταβολές και ακολουθούν διαφορετικούς δρόμους καλλιτεχνικής έκφρασης. Είναι πολλές και σημαντικές οι διαφορές, αλλά ένας βασικός διαχωρισμός εντοπίζεται ανάμεσα στους πολίτες που ακολουθούν το δρόμο του εξευρωπαϊσμού-εκδυτικισμού και οι οποίοι ανήκουν ή συντάσσονται με την ομάδα που κυριαρχεί στο επίπεδο της εξουσίας και στους πολίτες που έχοντας μειονεκτική θέση στην κοινωνική ιεραρχία λόγω γεωγραφικής προέλευσης, φυλής, κουλτούρας ή οικονομικής επιφάνειας. Ενώ οι πρώτοι προσπαθούν να επιβάλλουν με την ισχύ τους τον «κοινό ευρωπαϊκό πολιτισμό» που έχουν επιλέξει ως προς τον κοσμικό χαρακτήρα του Ισραήλ, οι δεύτεροι διατηρούν εν όλω ή εν μέρει πολιτισμικά συστατικά που μεταφέρουν με την ταυτότητά τους από τους τόπους καταγωγής τους ή διαμορφώνουν παραλλαγές και εναλλακτικές μορφές έκφρασης  υιοθετώντας στοιχεία και είδη που είναι συγγενή στο πολιτισμικό τους ιδίωμα ή προσφέρονται ως πολύτιμη συμβατή πρώτη ύλη που το εμπλουτίζει και το εκσυγχρονίζει. Ταυτόχρονα οριοθετούν με την ιδιαίτερη κουλτούρα τους την παρουσία τους ως ξεχωριστών εθνοπολιτισμικών και κοινωνικοπολιτισμικών ομάδων διεκδικώντας την αναγνώριση και τα δικαιώματά τους μέσα στο νέο πολυεδρικό και ανομοιογενές περιβάλλον.

Ελληνική εισβολή

Η οικονομικά και πολιτικά ισχυρότερη ομάδα των Ασκεναζίμ, που δημιουργήθηκε από Εβραίους της Κεντρικής Ευρώπης, κυρίως Πολωνούς και Ρώσους, προωθεί εξ αρχής κάθε τι που προέρχεται από την ευρωπαϊκή κουλτούρα, όπως την κλασική μουσική. Αλλά η κλασική μουσική δεν είναι λαϊκή μουσική, ούτε οι ποπ μουσικές της Δύσης, όσο ευπρόσιτες και αξιοποιήσιμες κι αν είναι δεν μπορούν να αντικαταστήσουν την ανάγκη για μία μουσική που είναι συμβατή με τις κουλτούρες των λαϊκών στρωμάτων που λειτουργούν περισσότερο πηγαία και λιγότερο με τη σκοπιμότητα των κυρίαρχων ελίτ.

Γι’ αυτό, η αναπάντεχη «εισβολή» της ελληνικής λαϊκής μουσικής αιφνιδίασε τις ελίτ. Όχι επειδή ήταν εξ ορισμού απορριπτέα, αλλά γιατί αγκαλιάστηκε και έγινε στοιχείο της έκφρασης των μη-ευρωπαϊκών τμημάτων του πληθυσμού, που ήταν τα πιο πολυάριθμα και αυτά που έπρεπε σύμφωνα με τη σιωνιστική αρχιτεκτονική να «αναμορφωθούν» πολιτισμικά. Η ισραηλινή εκδοχή της ελληνικής μουσικής δεν εμποδίστηκε άμεσα, αλλά ούτε αντιμετωπίστηκε με συμπάθεια και ευμένεια. Στιγματίστηκε ως «φτηνή» με πολύ περιορισμένη καλλιτεχνική αξία και η μετάδοσή της μέσω των αποκλειστικά κρατικών μέσων ενημέρωσης ήταν δυσανάλογα μικρή σε σχέση με τη δημοτικότητά της. Η ελληνική λαϊκή μουσική, αυτούσια ή οι εντόπιες παραλλαγές της, καλλιεργήθηκε μέσα στα λαϊκά στρώματα, τα οποία αποτελούνται από ομάδες που προήλθαν κυρίως από τη Βόρεια Αφρική και τη Μέση και Εγγύς Ανατολή, αλλά και από τα Βαλκάνια και άλλες περιοχές. Στον αντίποδα της ελίτ, βρίσκονται οι ομάδες που υπάχθηκαν όλες σε μία κατηγορία, των Μιζραχίμ, στην οποία ανήκουν και οι γνωστοί μας από την Ελλάδα Σεφαραδίτες Εβραίοι.

Στους κόλπους των Μιζραχίμ έπιασε εύκολα ο σπόρος της ελληνικής λαϊκής μουσικής. Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1980, τα ελληνικά λαϊκά τραγούδια είχαν εισχωρήσει για τα καλά μέσα στο σώμα των τραγουδιών που άκουγαν και τραγουδούσαν, ατόφια ή διασκευασμένα, οι Μιζραχίμ. Τα τραγούδια κυκλοφορούσαν σε δίσκους και κασέτες και παίζονταν στους γάμους, τις γιορτές, αλλά και στους σταθμούς των λεωφορείων που ήταν πολυσύχναστοι και εξυπηρετούσαν τους λαϊκούς ανθρώπους που δεν είχαν ιδιωτικά μέσα μεταφοράς. Οι δε τραγουδιστές που τα ερμήνευαν θεωρούνταν βήτα κατηγορίας από την ελίτ που ασκούσε ή περιέβαλε την εξουσία.

 «Καθαροί» και «άγριοι»

Έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον ότι μερικοί από τους σημαντικότερους τραγουδιστές και μουσικούς που αγκάλιασαν το ελληνικό τραγούδι και το διαχειρίστηκαν ως αισθητικά και ψυχολογικά δικό τους, ήταν οι καλλιτέχνες που κατάγονταν από την αραβική Υεμένη. Μια υπο-ομάδα της εβραϊκής Διασποράς η οποία αντιμετώπισε τα σοβαρότερα προβλήματα από όλες τις υπο-ομάδες που μεταφέρθηκαν άρον-άρον στο Ισραήλ. Οι σκουρόχρωμοι Εβραίοι της Υεμένης είχαν αυστηρή θρησκευτική εβραϊκή τάξη στη γενέτειρά τους, ενώ κατά τα άλλα η κουλτούρα τους, γλώσσα, μουσική, κουζίνα κ.λπ. ήταν αραβική. Στην Παλαιστίνη, προϋπήρχε ένας μικρός αριθμός Γιεμενιτών, αλλά το 1949-1950 με μια επιχείρηση που υλοποιήθηκε με τη συνδρομή των Αμερικάνων, μεταφέρθηκαν περίπου 50.000 Γιεμενίτες Εβραίοι στο Ισραήλ, οι οποίοι σήμερα έχουν πολλαπλασιαστεί. Το Ισραήλ είχε καταλάβει βίαια τα παλαιστινιακά εδάφη, αλλά χρειαζόταν κόσμο για να τα εποικίσει, για φτηνά εργατικά χέρια και για να αυξήσει τις στρατιωτικές του δυνάμεις. Οι εντόπιοι Εβραίοι και οι πρώτοι έποικοι δεν επαρκούσαν. Κι αυτό λειτούργησε σε βάρος των Γιεμενιτών, όπως και όλων των Εβραίων αφρικανικής, ασιατικής, ισπανικής, βαλκανικής και όποιας άλλης μη κεντροευρωπαϊκής καταγωγής, που είχαν το στίγμα του «ανατολίτη». Εκ προοιμίου θύματα  μιας αυστηρής, κατά περίπτωση και πολύ σκληρής και απάνθρωπης, πολιτικής ενδοεβραϊκών διακρίσεων. Το μαύρο ή μελαμψό χρώμα δυσχέραινε ακόμα περισσότερο την αποδοχή τους από την ισραηλινή ελίτ. Δεν είναι άστοχη η επισήμανση ότι αν οι Παλαιστίνιοι αντιμετωπίστηκαν από την ελίτ του Ισραήλ όπως οι ιθαγενείς της Αμερικής από τους λευκούς εποίκους, οι «ανατολίτες» Εβραίοι αντιμετωπίστηκαν από τους «λευκούς» Εβραίους σαν τους μαύρους της Αμερικής.

Ειδικά για τους Γιεμενίτες, η αποκάλυψη, με καθυστέρηση πολλών ετών, του μεγάλου σκανδάλου της απαγωγής 8.000 παιδιών αμέσως μετά τη γέννησή τους, με ψεύτικα πιστοποιητικά θανάτου και κρατική συγκάλυψη, τα οποία παραδόθηκαν σε πιο «ευγενείς» εβραϊκές οικογένειες  προκειμένου να μεγαλώσουν σαν «αναγεννημένοι» Εβραίοι κατά τα πρότυπα των Ασκεναζίμ, απέδειξε το μέγεθος και την ποιότητα των διακρίσεων που με διάφορες μορφές καθόρισαν την εσωτερική δομή της ισραηλινής κοινωνίας και άφησαν υφέρποντα τραύματα σε μεγάλα τμήματα του πληθυσμού. Κι αυτό επειδή οι Γιεμενίτες δεν ανταποκρίνονταν στο μοντέλο του Εβραίου που ενέκριναν οι Σιωνιστές. Ήταν Άραβες Εβραίοι και όχι Ευρωπαίοι Εβραίοι. Είναι χαρακτηριστικό ότι κατά την άφιξή τους στο Ισραήλ στοιβάχτηκαν σε άθλια στρατόπεδα με αντίσκηνα μέσα στην έρημο και οι αρχές τους ράντιζαν για απολύμανση με το καρκινογόνο γεωργικό παρασιτοκτόνο DDT! Όπως και οι Εβραίοι από το Μαρόκο, την Αιθιοπία, το Ιράκ κ.λπ., οι Γιεμενίτες προωθήθηκαν σε απομονωμένες περιοχές, στα πιο άγονα εδάφη, μακριά από τα αστικά κέντρα, σε απόσταση από τους «καθαρούς» Εβραίους. Οι άντρες χρησιμοποιήθηκαν για τις πιο βαριές χειρονακτικές εργασίες στα εργοτάξια και οι γυναίκες και τα κορίτσια σαν υπηρέτριες στα σπίτια των εύπορων Ασκεναζιτών.

Ο πιονιέρος του ελληνικού τραγουδιού στο Ισραήλ Άρης Σαν με τον Καζαντζίδη στην Αμερική…

Ρίζα των διακρίσεων

Η ρίζα των διακρίσεων βρισκόταν στις προδιαγραφές που είχαν θέσει οι πατέρες του Σιωνισμού. Ο Jabotinsky, το 1926, είχε δηλώσει ότι «οι Εβραίοι, χάρη στον Θεό, δεν έχουν τίποτα κοινό με την Ανατολή. Πρέπει να τελειώνουμε με κάθε ίχνος του ανατολίτικου πνεύματος στους γηγενείς Εβραίους της Παλαιστίνης.» Αλλά και πιο σύγχρονος ο David Ben-Gurion, το 1949, διακήρυττε ότι οι Εβραίοι της Ευρώπης ήταν «οι κύριοι υποψήφιοι για πολιτογράφηση στο κράτος του Ισραήλ» ενώ θεωρούσε τους Εβραίους από την Αφρική «άγριους» και «σύγκρινε τους Εβραίους από τις αραβικές χώρες με τους Αφρικάνους που μεταφέρθηκαν σαν σκλάβοι στην Αμερική»! Κι αυτές οι αντιλήψεις ήταν οι επικρατούσες μεταξύ των επικεφαλής του σιωνισμού, όπως του Yaakon Zrubavel που έλεγε ότι «αυτοί δεν είναι οι Εβραίοι που θέλουμε να έρθουν, αλλά δεν μπορούμε να τους πούμε να μην έρθουν». Και ο πατέρας του σιωνισμού Herzl δήλωνε ότι το σχεδιαζόμενο κράτος των Εβραίων στην Παλαιστίνη θα λειτουργεί σαν «τμήμα του προπύργιου της Ευρώπης εναντίον της Ασίας, μια προφυλακή του πολιτισμού απέναντι στη βαρβαρότητα.» Μάλιστα, ο Herzl πρότεινε τα γερμανικά σαν την επίσημη γλώσσα του μελλοντικού κράτους. (Joseph A. Massad «The Persistence of the Palestinian Question», εκδ. Routledge)

Είναι πολύ πλούσια τα ντοκουμέντα και η βιβλιογραφία που επιβεβαιώνουν ότι οι Εβραίοι που ανήκουν στους Μιζραχίμ δεν ήταν αρεστοί στους σιωνιστές, αλλά ήταν τόσο μεγάλη η καταστροφή που προκάλεσαν οι ναζί με την κτηνώδη εξόντωση εκατομμυρίων Εβραίων κυρίως από την Ευρώπη, που η προσφυγή στους Εβραίους της Ανατολής για να εποικίσουν την Παλαιστίνη, ήταν μονόδρομος που ανάγκασε τους σιωνιστές να συμβιβαστούν και «αναμορφώνοντας» τους «υποδεέστερους» να υλοποιήσουν το σχέδιο τους.

Η συνέχεια είναι γνωστή. Οι Εβραίοι της Ανατολής δεν μιλούσαν εβραϊκά, είχαν αραβικά ήθη και έθιμα, άκουγαν αραβική μουσική, δεν μισούσαν τους Άραβες με τους οποίους συζούσαν επί εκατοντάδες χρόνια και δεν είχαν βιώσει τους διωγμούς των Ευρωπαίων Εβραίων από τους χριστιανούς και τους ναζί. Η πρόσληψη του κόσμου ήταν πολύ διαφορετική ανάμεσα στους Μιζραχί-Σεφαραδίτες και τους Ασκεναζίτες Εβραίους, αλλά αυτό, βέβαια, δεν δικαιολογεί την αντιμετώπιση των πρώτων από τους δεύτερους σαν «μαύρα ζώα» ή «μαύρους Εβραίους», εξηγεί, όμως, τη νοοτροπία που έγινε καθεστώς και διέβρωσε, δίχασε και ακόμα ταλαιπωρεί την κοινωνία του Ισραήλ.

 Η μουσική διαιρεί

Έτσι, μέσα σ’ αυτή την κατακερματισμένη κοινωνικά, πολιτισμικά και οικονομικά κοινωνία, η μουσική μοιραία λειτούργησε υπέρ των αδυνάτων και αποτέλεσε ευδιάκριτο στοιχείο ταυτότητας και άμυνας για την κάθε επιμέρους αδικούμενη ομάδα. Και σ’ αυτό το ζήτημα ο ρόλος των Γιεμενιτών καλλιτεχνών ξεχωρίζει για τη συμβολή τους στην ένταξη και την επίδραση της ελληνικής λαϊκής μουσικής στο Ισραήλ.

H επισήμανση του Stanley Waterman («Η Ισραηλινή Μουσική Σκηνή: ένα δοκίμιο για την κοσμική κουλτούρα»), ότι από τα μέσα της δεκαετίας του 1960, «ο κλασικός ‘‘Ισραηλισμός’’ είχε αρχίσει να αμφισβητείται και η ισραηλινή κουλτούρα έγινε πολύ πιο αμφιλεγόμενη», τονίζοντας τις «διαφορές ανάμεσα στους Ασκεναζίμ και τους Μιζραχίμ», δείχνει το «κλίμα» της εποχής μέσα στο οποίο βρήκε εύφορο έδαφος η ελληνική μουσική. Η μουσική των Μιζραχίμ ήταν ένα από τα πιο ισχυρά ρεύματα που αναπτύσσονταν σε αντιστάθμισμα της όποιας ευρωπαϊκής έντεχνης μουσικής προωθούσαν σαν την πιο αρμόζουσα σε ένα ευρωπαϊκών προδιαγραφών κράτος που επιθυμούσαν να κατασκευάσουν οι Ασκεναζίμ.

«Η μουσική διαιρεί κατά εθνότητα, κοινωνική τάξη και ηλικία. Αυτό ισχύει στο Ισραήλ όπως κι αλλού. Η μουσική στο Ισραήλ διαχωρίζει τον Άραβα και τον Εβραίο, τον Ασκενάζι και τον Μιζραχί, τον γέρο και το νέο, αυτούς που έχουν μια πλατιά κοσμοθεώρηση και αυτούς που είναι εθνικά ενδοσκοπικοί και, βεβαίως, τους θρήσκους και τους κοσμικούς.»

Αξιοσημείωτο είναι ότι, η κλασική ευρωπαϊκή μουσική, και ιδίως η οργανική, απορριπτόταν ολοσχερώς από θρησκευτικούς κύκλους ως «χριστιανική και κατά συνέπεια μη-εβραϊκή». Κι αυτή δεν είναι η μόνη διαφοροποίηση πολλών «ορθοδόξων» στο θέμα της μουσικής. Ακόμα και η από φυσικού ερμηνεία από γυναίκες τραγουδίστριες δεν είναι αποδεκτή, γι’ αυτό απαγορεύεται η ακρόαση τραγουδιών από γυναίκες τόσο του λαϊκού τραγουδιού όσο και της όπερας, γιατί η γυναικεία φωνή ισοδυναμεί με τη «γύμνια».

Το ισραηλινό συγκρότημα Yiamas Trio, δηλαδή το «Τρίο Γεια-μας»…

Κι αυτό θα μπορούσε να το δει κανείς απλά σαν μια δογματική ακρότητα των υπερ-θρήσκων αν δεν συσχετιζόταν με πολύ σοβαρότερες απαγορεύσεις τοπικού ενδοθρησκευτικού χαρακτήρα, αλλά και καθολικού υπερτοπικού που αφορά όλους τους πολίτες της χώρας. Όπως, για παράδειγμα, η απαγόρευση στις γυναίκες να κάθονται στις ίδιες θέσεις με τους άντρες στα λεωφορεία που εφαρμόστηκε στην Ιερουσαλήμ! Ή η απουσία του πολιτικού γάμου στο Ισραήλ σε συνδυασμό με την απαγόρευση των μεικτών γάμων μεταξύ Εβραίων και μη-Εβραίων, των μη-θρήσκων και άθεων Εβραίων συμπεριλαμβανομένων, σε ένα κράτος που αυτοπροσδιορίζεται από την κοσμική πολιτική του εξουσία ως δημοκρατικό και ευρωπαϊκό!

Στο τραγούδι, η κατάσταση περιπλέκεται ακόμα περισσότερο με δεδομένο ότι σε όλες τις τάξεις και τις εθνοφυλετικές κατηγορίες άλλοι πολίτες συμμορφώνονται με τις  διακρίσεις και τους περιορισμούς και άλλοι αυτοεξαιρούνται. Ακόμα και στους Μιζραχίμ που η θρησκευτική ορθοδοξία ασκεί μεγαλύτερη επιρροή, η Αλεξίου, η Γλυκερία και η Βιτάλη λατρεύονται σαν ιέρειες του ελληνικού τραγουδιού.

Σ’ αυτό το σημείο, για να φανεί η πολυπλοκότητα των φαινομένων, έχει ενδιαφέρον η πληροφορία που μου έδωσε Amnon Shiloa σχετικά με την ελληνική μουσική και τη θρησκεία. Ο μουσικολόγος του Εβραϊκού Πανεπιστημίου της Ιερουσαλήμ έλεγε ότι όσους συλλογισμούς κι αν κάνουμε που δίνουν κάποιες λογικές ερμηνείες στο ζήτημα της δημοτικότητας του ελληνικού τραγουδιού στο σημερινό Ισραήλ, πάντα κάτι θα μένει ανεξήγητο:

«Είναι ένα μεγάλο αίνιγμα, γιατί απ’ όλα τα είδη της μουσικής στον κόσμο, η ελληνική μουσική διακρίθηκε τόσο πολύ στο Ισραήλ. Και όχι μόνο άρχισε με δημοφιλείς τραγουδιστές, ανατολίτες τραγουδιστές, οι οποίοι πιθανόν αισθάνονται πιο οικεία μ’ αυτό το στυλ μουσικής που το αποκαλούν μεσογειακό στυλ μουσικής, αλλά, κι αυτό είναι ακόμα πιο περίεργο, στη δεύτερη φάση, το πολύ θρησκευτικό κίνημα του Shas, υιοθέτησε την ελληνική μουσική σαν ένα είδος θρησκευτικής μουσικής, βέβαια με κάποια κείμενα που έχουν παρθεί από τις Ιερές Γραφές ή έχουν συντεθεί από κάποιον που δίνει έμφαση στην ηθική σημασία του κειμένου, αλλά η μουσική που χρησιμοποιήθηκε σε εκλογική καμπάνια από το Shas είχε πολλούς ελληνικούς σκοπούς!»

Το Shas είναι ένα θρησκευτικό πολιτικό κόμμα, το οποίο ξαναβγήκε τρίτο στις πρόσφατες εκλογές του Μαρτίου εκπροσωπώντας κυρίως Σεφαραδίτες και Μιζραχίμ, δηλαδή Εβραίους από τα πιο λαϊκά στρώματα στους κόλπους των οποίων αναπτύχθηκε δυναμικά το μεγάλο ρεύμα της ελληνικής μουσικής. Μ’ αυτή την επιλογή του Shas φάνηκε ότι η ελληνική λαϊκή μουσική είχε απήχηση και στα πιο συντηρητικά τμήματα της κοινωνίας και όχι μόνο στα πιο φιλελεύθερα λαϊκά που ούτε τις γυναίκες αποκλείουν από τις πολιτικές δραστηριότητες ούτε πιστεύουν ότι ο κορονοϊός αντιμετωπίζεται με τις κάρτες προσευχής που το Shas μοίραζε γι’ αυτό το σκοπό στους ψηφοφόρους του στις περσινές εκλογές!

 Μπόλιασμα

Και μ’ αυτή την έννοια, το ελληνικό λαϊκό τραγούδι δεν είναι μόνο διασκεδαστικό. Εκ των πραγμάτων παίζει κι ένα καταλυτικό ρόλο αφενός στην άμβλυνση των διαφορών, αφετέρου στη «νομιμοποίηση» του τραγουδιού «μιζραχίτ» που ακούει και παράγει η πλειονότητα των Ισραηλινών που ανήκουν στους Μιζραχίμ.

Ακόμα και οι κοσμικοί σιωνιστές οι οποίοι παλαιότερα «ζητούσαν από τους υποστηρικτές τους να ξεκόψουν τους δεσμούς τους με την παραδοσιακή κουλτούρα και την εβραϊκή θρησκευτική κληρονομιά» προκειμένου να δημιουργήσουν τον «νέο Εβραίο», είχαν σοβαρό πρόβλημα με τον αυθορμητισμό των επιμέρους κοινωνικών ομάδων που αυθαίρετα δημιούργησαν τις δικές τους μουσικές και τις καθιέρωσαν χωρίς να πειθαρχούν ή να συμβιβάζονται με τις προδιαγραφές και τις συστάσεις των «σχεδιαστών» του νέου Ισραήλ.

Και αυτό που έκανε τη συνεννόηση και το συντονισμό πιο δύσκολο ήταν ότι η πρωτοβουλία των κινήσεων για το προτιμητέο είδος της μουσικής περνούσε σταδιακά στα μυαλά και τις αισθήσεις των πιο λαϊκών στρωμάτων, δηλαδή αυτών που αποτελούσαν το μεικτό σώμα των ανατολιτών Εβραίων που είχαν μια φυσική ροπή προς τις μουσικές της Ανατολής και ιδίως της αραβικής. Μια μουσική που οι σιωνιστές απέρριπταν για το Ισραήλ. Και σ’ αυτό το κρίσιμο σημείο, στη δεκαετία του 1960, είναι που η ελληνική μουσική εισέρχεται δραστικά στις διεργασίες διάπλασης της σύγχρονης λαϊκής μουσικής στο Ισραήλ, διαθέτοντας προφανή πλεονεκτήματα. Αυτοτελώς είναι οικεία στ’ αυτιά των ανατολιτών Εβραίων, αλλά και ως εξωτερικό σώμα μπορεί με απολύτως φυσικό τρόπο να μπολιάσει την αμιγώς αραβική, αραβοτουρκική ή αραβοϊσραηλινή μουσική που κερδίζει έδαφος, δημιουργώντας ένα νέο είδος «υβριδικό». Είδος που όσο δοκιμάζεται στην πράξη και διαπιστώνεται η αποτελεσματικότητά του, ενσωματώνεται και ενισχύεται σε σημείο θριαμβευτικής καθιέρωσης. Έτσι, το ελληνικό τραγούδι προσφέρει λύσεις. Όχι μόνο διαφοροποιεί τις μουσικές της Ανατολής, αλλά τις ενδυναμώνει κιόλας. Επίσης, προσφέρει στους επικριτές των μουσικών επιλογών των Μιζραχίμ, στους Ασκεναζίμ, ένα είδος τραγουδιού που είναι και σ’ αυτούς προσιτό καθαρά σαν εισαγόμενο, το οποίο πανευρωπαϊκά, είτε μέσα από τον Θεοδωράκη είτε μέσα από το ρεμπέτικο, είναι αποδεκτό, αστικό και κοσμοπολίτικο.

Μπορεί οι Ευρωπαίοι Εβραίοι να μην προτιμούν τους Γιεμενίτες που τραγουδούν με ανατολίτικη προφορά τα ελληνικά τραγούδια, με ελληνικούς ή εβραϊκούς στίχους, και με ενορχηστρώσεις που κουβαλούν πιο έντονους χρωματισμούς από τη σύγχρονη μεσανατολίτικη μουσική, αλλά διασκεδάζουν με τον Νταλάρα, την Αλεξίου και τη Γλυκερία, που εκπροσωπούν το πρωτότυπο και με κάποιους ερμηνευτές σαν τον Πόλικερ που έχει ένα πιο μοντέρνο ελληνίζων μουσικό προφίλ.

Έτσι, η ελληνική λαϊκή μουσική καταφέρνει να εμπλουτίζει το λαϊκό τραγούδι στο Ισραήλ, να ενισχύει τις εθνολαϊκές ταυτότητες αλλά και να διαπερνάει ειρηνικά τα σύνορα που χωρίζουν τις διαφορετικές εσωτερικές κουλτούρες.

Συνεχίζεται

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!