Μπορεί η αριστερά να προσανατολίσει το διάχυτο θυμό;
Η έκρηξη οργής των εργαζόμενων, των νέων, των συνταξιούχων, όπως εκδηλώθηκε στη μεγάλη διαδήλωση της 5ης Μαΐου στην Αθήνα και στις αντίστοιχες των άλλων πόλεων σηματοδοτεί την έναρξη ενός νέου κύκλου στην πολιτική ζωή της χώρας, τόσο για τις κυβερνητικές και γενικότερα τις διαχειριστικές δυνάμεις όσο και για τα κινήματα αντίστασης και τις υπαρκτές ή τις δυνητικές πολιτικές εκφράσεις τους.
Η επίσημη πλευρά προχώρησε άμεσα σε κινήσεις που μαρτυρούν την έντονη ανησυχία της για την ενεργοποίηση της μεταβλητής «λαϊκό κίνημα». Προσπάθησε, με τη σύγκληση του συμβουλίου των πολιτικών αρχηγών και τη ρητή ή υπόρρητη επίθεση στην Αριστερά, να δημιουργήσει το κλίμα της συναίνεσης και της ομοψυχίας, που απαιτούν οι συνθήκες, επιδιώκοντας να συγκαλύψει τις αυταρχικές εκτροπές των τελευταίων ημερών (ψήφιση της συμφωνίας ως κατεπείγουσας, απόρριψη της απαίτησης για αυξημένη πλειοψηφία, πραξικοπηματική ανάθεση υπερεξουσιών στον υπουργό Οικονομικών).
Οι συνθήκες, όμως, έχουν αναδείξει ένα επιτακτικό ερώτημα: Ποια πολιτική έκφραση θα βρει η λαϊκή οργή, η οποία θα αυξάνεται διαρκώς μέσα στους επόμενες μήνες, καθώς τα μέτρα θα δείχνουν τα αποτελέσματά τους και άλλα νεότερα θα προστίθενται; Μπορεί η Αριστερά να παίξει κάποιον καθοριστικό ρόλο στον προσανατολισμό του λαϊκού παράγοντα ή έχει απολέσει τη δυνατότητα αυτή;
Η απάντηση δεν είναι εύκολη, γιατί η κατάσταση είναι εξόχως αντιφατική. Αφενός, η οργή του κόσμου συμπαρασύρει -και δικαίως- όλο το πολιτικό σύστημα και, επομένως, και την Αριστερά, η οποία, σε πολλές στιγμές, σε όλη τη διάρκεια της μεταπολίτευσης, αποτέλεσε το απαραίτητο στήριγμα του καθεστώτος. Είτε με την παραδοσιακή εκδοχή του πυροσβέστη των λαϊκών αγώνων, που χαρακτήρισε κυρίως το ΚΚΕ, είτε με την παραδοσιακή συναινετική εκδοχή της ανανεωτικής Αριστεράς που καταθέτει «βιώσιμες προτάσεις» και άγχεται να συμμετάσχει στη διοίκηση, η Αριστερά της μεταπολίτευσης δεν έχει αποδείξει ότι «υπηρετεί το λαό», δεν έχει αποδείξει ότι είναι ικανή να ξεφύγει από την περιχαράκωση, τις μικροεξουσίες της και την επικέντρωση στις δικές της μικροϋποθέσεις.
Αφετέρου, όμως, στη συνείδηση πολλών ανθρώπων, ιδιαίτερα μεγαλύτερων ηλικιών, η Αριστερά αποτελεί μια τελευταία νησίδα αγωνιστικότητας, αλληλεγγύης, ελπίδας για ένα καλύτερο αύριο. Πολλοί από τους συνδικαλιστικούς -αλλά και ευρύτερα τους κοινωνικούς- αγώνες της μεταπολίτευσης δόθηκαν με όχημα τα μορφώματα της Αριστεράς σε όλες τις εκδοχές της. Επιπλέον, η αγωνιστική ρητορική της παραδοσιακής Αριστεράς δείχνει να πείθει ακόμη μεγάλα κομμάτια του λαού.
Ωστόσο, εάν η Αριστερά της μεταπολίτευσης πέτυχε να επιβιώσει με τη συστατική αυτή αντιφατικότητα, που περιγράψαμε, για περίπου 35 χρόνια, δεν σημαίνει ότι θα μπορέσει να το πετύχει και στις σημερινές έκτακτες συνθήκες. Σε στιγμές μεγάλης κρίσης, δεν ευδοκιμούν οι ενδιάμεσες στάσεις, καθώς δεν υπάρχει ο απαραίτητος πολιτικός χρόνος για «βολικές» διευθετήσεις. Επομένως, τα κενά που δημιουργούνται με τις αναταράξεις, σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο, απαιτούν παρεμβάσεις με διάρκεια και επιμονή.
Έχουμε, όμως, κάποιο τέτοιο δείγμα παρέμβασης, όταν π.χ. μία βδομάδα μετά την 5η Μαΐου και με την επίθεση στα ασφαλιστικά δικαιώματα σε πλήρη ανάπτυξη, οι ομοσπονδίες των εργαζομένων το… σκέφτονται πολύ για να κηρύξουν γενική απεργία, ενώ τα κόμματα της Αριστεράς πραγματοποιούν εκδηλώσεις «κεφαλαιοποίησης»;
Η κατεύθυνση που θα πάρει ο θυμός και η οργή των ανθρώπων είναι, περισσότερο από ποτέ άλλοτε, ελάχιστα δεδομένη. Η στροφή προς ακροδεξιού τύπου αντικοινοβουλευτικές στάσεις αποτελεί, επίσης, ένα ενδεχόμενο, και μάλιστα ένα ενδεχόμενο που ενισχύεται, έμμεσα ή άμεσα, από την καθεστωτική πλευρά.
Η Αριστερά της χώρας μας καλείται να παίξει τον ιστορικό της ρόλο, δίνοντας μια θετική, απελευθερωτική προοπτική στην αγωνία των ανθρώπων. Για να καταφέρει, όμως, κάτι τέτοιο, χρειάζεται πρώτα να αποδείξει ότι μπορεί να υπηρετήσει μια τέτοια προοπτική.