Διαβάστε το Μέρος Α’

του Θανάση Ν. Παπαθανασίου*

Φέρνω ως παράδειγμα την έξαρση της ενδοοικογενειακής βίας μετά τα lockdown της πανδημίας. Λέμε ότι οι εγκλεισμοί έφεραν σε αναγκαστική εγγύτητα τα μέλη της οικογένειας και, αντί να συσφίξουν τις σχέσεις, επιδείνωσαν τον ναρκισσισμό και συνακόλουθα την επιθετικότητα. Σωστά. Αλλά χρειάζεται να δούμε και την συστημική μήτρα του ναρκισσισμού: Τον όλο συστημικό πολιτισμό, δηλαδή, του οποίου κανονικότητα είναι η εκτροφή διογκωμένων «εγώ». Σας μεταφέρω λοιπόν επισημάνσεις από ένα βιβλίο του 2021, το οποίο όχι απλώς δεν αποτελεί κάποια αριστερή ακρότητα, αλλά –αντιθέτως– αποτελεί την ναυαρχίδα του status quo, το οποίο αναδιατάσσεται προκειμένου να μη χάσει την ηγεμονία του μετά την πανδημία. Είναι το βιβλίο «Η Μεγάλη Επανεκκίνηση» του Κλάους Σβαμπ, ιδρυτή του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ, και του Τιερί Μαλερέ. Όπως θα γνωρίζετε, ο όρος «μεγάλη επανεκκίνηση» έχει πλέον υιοθετηθεί και από συστημικές πολιτικές δυνάμεις. Επισημαίνει λοιπόν ο Κλάους Σβαμπ:

– Είναι μύθος ότι η πανδημία εξίσωσε όλους ως άτομα απέναντι στον «αόρατο εχθρό». Το αντίθετο έκανε: ενέτεινε τις ανισότητες. Οι κοινωνικές τάξεις δεν εκτίθενται όλες εξίσου στον ίδιο βαθμό κινδύνου. Είναι ενδεικτικό ότι στην πολιτεία του Μίτσιγκαν οι μαύροι αποτελούν λιγότερο από το 15% του πληθυσμού. Και όμως το 40% των συνολικών νεκρών από επιπλοκές του covid προήλθε από αυτούς.

– Οι άνθρωποι χωρίς εισόδημα ή με χαμηλό εισόδημα είναι πιο ευάλωτοι σε χρόνιες ασθένειες, καθόσον η ασθένεια δεν είναι απλώς θέμα χημικο-φαρμακευτικό, αλλά συνάρτηση της όλης ποιότητας ζωής. Αυτοί οι άνθρωποι (προσθέτω) είναι οι Ιφιγένειες ενός δημόσιου συστήματος υγείας το οποίο δεν έχει ούριο άνεμο.

Ουδόλως παράδοξοι λοιπόν ότι με το προχώρημα της πανδημίας οι έρευνες μίλησαν για τον «COVID-19 and the unseen pandemic of child abuse».

ΑΝΕΦΕΡΑ προηγουμένως ότι το κυρίαρχο ειδωλολατρικό σύστημα είναι ευέλικτο. Ως εκ τούτου είναι πρωτεϊκό (αυτομεταμορφούμενο) και ανθεκτικό. Δεν έχει πρόβλημα να αποστασιοποιηθεί από την κλασική μορφή εκμετάλλευσης, των αρχών της βιομηχανικής επανάστασης, και να περάσει σε νέες, πιο αποδοτικές μορφές εργαλειοποίησης του ανθρώπου. Λίγο πριν μπει ο 21ος αιώνας ο Παναγιώτης Κονδύλης επεσήμαινε ότι η λεγόμενη «μαζική δημοκρατία» βασίστηκε σε κάτι πρωτοφανές στην ανθρώπινη ιστορία: στη περίσσεια αγαθών και στη συνεχή αύξηση των υλικών προσδοκιών. Η ίδια η πραγμάτωση του ανθρώπου κατανοήθηκε με όρους αφθονίας και κατανάλωσης. Το σύστημα αυτό, ακριβώς για να επιβιώσει, «απαιτεί από τους πολίτες να υιοθετήσουν ηδονιστικές στάσεις και ιδεολογίες, οι οποίες ευνοούν την υλική κατανάλωση». Αλλά οι ηδονιστικές στάσεις από τη φύση τους συνεπάγονται σχετικισμό και αμοραλισμό. Ο σχετικισμός σπάζει την έγνοια για πανανθρώπινες αλήθειες, και ο αμοραλισμός σπάζει την ασκητικότητα χάριν του άλλου. Αποθεώνεται κοντολογίς η ατομική ικανοποίηση. Ήτοι; Ήτοι η ιδιωτική «αλήθεια» του καθενός. Ο σχετικισμός διακηρύττει ότι anything goes. Άρα και η βία που εξυπηρετεί την ιδιωτική μου «αλήθεια», καθίσταται στη συνείδησή μου θεμιτή. Αλλά επιτρέψτε μου εδώ να υπενθυμίσω κάτι κορυφαίο: Ο απόστολος Παύλος την πλεονεξία την θεωρεί παραπάνω από ηθικό παράπτωμα. Την θεωρεί ειδωλολατρία: δηλαδή μια άλλη πίστη, μια ριζικά άλλη συγκρότηση της ζωής.

Επιπλέον, ήδη πριν μπει ο 21ος αιώνας είχε επισημανθεί ότι στις λεγόμενες φιλελεύθερες κοινωνίες άρχισε να εντείνεται ειδικά η βία κατά των κοντινότερων στους δράστες προσώπων. Οι αδάπανες διακηρύξεις περί αποδοχής μιας αφηρημένης ανθρωπότητας και μιας άσαρκης ετερότητας είναι εύκολες. Ο έμπρακτος σεβασμός του χειροπιαστού ανθρώπου όμως, γίνεται δυσβάστακτος. Και η αμεσότερη βία προς τους κοντινότερούς μας είναι η έμφυλη βία, η ενδοοικογενειακή βία και η ενδοσχολική βία. Τον δε Απρίλιο του 2020 ο Hannes Warnecke-Berger (σε μια φιλο-καπιταλιστική προσέγγιση μάλιστα) επεσήμανε ότι πλέον απλώνεται η λεγόμενη «οριζόντια βία», δηλαδή η βία μεταξύ κοινωνικά ίσων. Την «οριζόντια βία» ο εν λόγω μελετητής την θεωρεί σημάδι παρακμής του «κλασικού» καπιταλισμού και ανάδυσης του λεγόμενου saturated capitalism – του «κορεσμένου καπιταλισμού». Η «οριζόντια βία» στο εσωτερικό των κατώτερων τάξεων (καταλήγει) είναι πλέον ο έμμεσος τρόπος διατήρησης της εξουσίας των κυβερνωσών ελίτ.

Δείτε την αντίφαση: Η έξαρση της βίας σημειώνεται σε εποχή στην οποία όλες οι μεγαλοστομίες για την συνύπαρξη, για την αποδοχή της ετερότητας, για τις ευκαιρίες σε όλους, έχουν λεχθεί πληθωριστικά – και ψευδώς

ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ λοιπόν συγκυρία (με τα απόνερα της οικονομικής κρίσης, της πανδημίας και του αναδασμού της παγκόσμιας ηγεμονίας) νομίζω ότι τα συστημικά χαρακτηριστικά είναι δύο ταυτοχρόνως: Από τη μια έχουμε μορφές κλασικού τύπου εκμετάλλευσης, και από την άλλη έχουμε την αυτοπαράδοση στην εκμετάλλευση, αυτοπαράδοση όχι εξ ανάγκης, για επιβίωση, αλλά –όλως αντιθέτως– ως ιδεώδες για την αυτοπραγμάτωση του υποκειμένου ως κοινωνικώς πρωτεύοντος. Εδώ χρειάζεται προσοχή: Δεν πρόκειται μόνο για εκδήλωση του διαχρονικού ζητήματος που λέγεται φιλοδοξία ή ματαιοδοξία ή γονεϊκός πειθαναγκασμός (παρένθεση: το πιο οικείο παράδειγμα ιδιότυπης ενδοοικογενειακής βίας, όπου ουδείς σηκώνει χέρι, ουδεμία σφαλιάρα πέφτει και ουδεμία παλιοκουβέντα λέγεται, είναι το γλυκό κεφαλοκλείδωμα που κάνουν μορφωμένοι γονείς στα τέκνα τους για κυνήγι της αριστείας και για την είσοδό τους στην κυβερνώσες ελίτ). Στη παρούσα φάση στην οποία βρίσκεται το ευέλικτο σύστημα, δεν πρόκειται απλώς γι’ αυτές τις διαχρονικές υπερβολές. Πρόκειται για προγραμματικό, καθολικό, ιδεολογικό και πολιτικό προσανατολισμό (θα θυμόσαστε ότι στην αρχή μίλησα για νομιμοποίηση και για εξιδανίκευση της εγωπάθειας). Εδώ θα επικαλεστώ τις πρόσφατες επισημάνσεις του καθηγητή φιλοσοφίας στη Γερμανία, Νοτιοκορεάτη Μπυουνγκ-Τσουλ Χαν:

«Βία δεν είναι μόνο η πλησμονή αρνητικότητας, αλλά και η πλησμονή θετικότητας, και μάλιστα η ποσοτικοποίηση της θετικότητας, η οποία εκφράζεται ως υπερεπίδοση, υπερπαραγωγή και υπερεπικοινωνία, ως ένταση της προσοχής και υπερδραστηριότητα […]. Η επίκληση κινήτρων, πρωτοβουλιών και σχεδίων είναι πιο αποτελεσματική για την εκμετάλλευση του άλλου από το μαστίγιο και τις διαταγές […]. Η σύγχρονη κοινωνία […] είναι μια κοινωνία της επίδοσης που αποβάλλει σε όλο και μεγαλύτερο βαθμό την αρνητικότητα των εντολών και των απαγορεύσεων, και συμπεριφέρεται ως κοινωνία της ελευθερίας. Το ρήμα που καθορίζει την κοινωνία της επίδοσης δεν είναι το φροϊδικό “πρέπει”, αλλά το “μπορώ”. Αυτή η κοινωνική μεταβολή συνεπιφέρει μια ενδοψυχική αναδιοργάνωση. Το επιδοσιακό υποκείμενο της ύστερης νεωτερικότητας έχει μια εντελώς διαφορετική ψυχή από αυτήν του υποκειμένου της υπακοής, το οποίο αντιστοιχούσε στη φροϊδική ψυχανάλυση» .

«Σήμερα η βία μετατοπίζεται από το φανερό στο αόρατο, από το μετωπικό στο ιογενές, από την ωμή βία στην επικοινωνιακή βία […]. Η βία γίνεται απολύτως αόρατη, ακριβώς τη στιγμή που συμπίπτει με το αντίθετό της, δηλαδή με την ελευθερία. Η εμπόλεμη βία παραχωρεί τότε τη θέση της σε μιαν ανώνυμη, απρόσωπη, συστημική βία, η οποία συγκαλύπτεται ως τέτοια, καθώς γίνεται ένα με την κοινωνία […]. Τη θέση του ετεροκαταναγκασμού καταλαμβάνει ένας ιδιοκαταναγκασμός, ο οποίος συμπεριφέρετα ως ελευθερία. Αυτή η εξέλιξη βρίσκεται σε στενή συνάφεια με τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής. Όταν η παραγωγή φτάσει σε ένα ορισμένο επίπεδο, η αυτοεκμετάλλευση είναι ουσιωδώς αποτελεσματικότερη και οδηγεί σε δυναμικότερη απόδοση σε σχέση με την ετεροεκμετάλλευση, γιατί συνοδεύεται από μια αίσθηση ελευθερίας. Η κοινωνία της επίδοσης είναι μια κοινωνία της αυτοεκμετάλλευσης. Το υποκείμενο της επίδοσης καταναλίσκεται μέχρις εξαντλήσεως (burnout). Συγχρόνως, αναπτύσσει μια επιθετικότητα που στρέφεται εναντίον του εαυτού του, η οποία, όχι σπάνια, οξύνεται σε βαθμό αυτοκτόνου βίας».

Η κριτική του Χαν στον δόλο του νεοφιλελεύθερου συστήματος είναι διεισδυτική. Ο δόλος έγκειται στον καταναγκασμό τον οποίον προκαλεί η διαβεβαίωση ότι ο άνθρωπος μπορεί τα πάντα, άρα ο αποτυχημένος είναι ένοχος. Αντίθετα προς τον Βάλτερ Μπένγιαμιν, που υποστηρίζει (με εξαιρετική δύναμη) ότι ο καπιταλισμός είναι θρησκεία, ο Χαν επιχειρηματολογεί ότι ο καπιταλισμός δεν είναι θρησκεία, διότι δεν διαθέτει αυτό που διαθέτουν όλες οι θρησκείες: το δίπολο ενοχής (χρέους) και αποενοχοποίησης (άφεσης). Ο καπιταλισμός, λέει ο Χαν, δημιουργεί μόνο ενόχους (χρέη).

Ποιο είναι το μεγάλο άνθος του αναρριχητικού κακού, το οποίο σφίγγει και απομυζεί σήμερα τις οικογενειακές σχέσεις; Είναι η κατάσταση στην οποία περιέρχονται πολλοί νέοι: Ένα σύστημα που κάνει παντιέρα του το ψεύδος της παντοδυναμίας («αν θελήσεις αληθινά κάτι, θα το καταφέρεις» – φαραωνικό ψεύδος), εκτρέφει την εργαλειοποίηση των πάντων (το «πάντων» και σε αρσενικό και σε ουδέτερο: πάντων των ανθρώπων και πάντων των πραγμάτων). Και βασικό χαρακτηριστικό της εργαλειοποίησης είναι ότι το εργαλείο υπόκειται στην απόλυτη εξουσία σου – στην απόλυτη ιδιοκτησία σου. Στο ρωμαϊκό δίκαιο, το οποίο είναι θεμέλιο του σύγχρονου πολιτισμού, η ιδιοκτησία σημαίνει jus uti et abuti: εξουσία να χρησιμοποιώ το κτήμα μου (uti) και να καταστρέφω το κτήμα μου (abuti) όποτε θελήσω (θυμηθείτε ότι παραπάνω μίλησα για την child abuse των ημερών μας: η ρίζα του abuse είναι το λατινικό abuti). Ιδού η συνειδησιακή δικαίωση της βίας κατά των διπλανών μας: ο δαιμονισμένος από τον σχετικισμό και από την αποθέωση του ιδιωτικού, ο δαιμονισμένος με την ιδιωτική και ακοινώνητη «αλήθεια» του, βλέπει ως βήμα προς την αυτοπραγματωσή του το uti et abuti επί ανθρώπων. Ζούμε έναν ναρκισσιστικό μηδενισμό. Δείτε την αντίφαση: Η έξαρση της βίας σημειώνεται σε εποχή στην οποία όλες οι μεγαλοστομίες για την συνύπαρξη, για την αποδοχή της ετερότητας, για τις ευκαιρίες σε όλους, έχουν λεχθεί πληθωριστικά – και ψευδώς. Διότι το πρόβλημα δεν είναι, πώς θα στηθεί ένα project μέσα σε ένα σχολείο. Το πρόβλημα είναι πώς θα στηθεί ένα σχολείο μέσα στην κοινωνία: σαν ναός χωρίς αργυραμοιβούς, ή σαν μαγαζί της αγοράς; Αν επιλέξουμε το πρώτο, τότε θα χρειαστεί να σκεφτούμε και το φραγγέλιο!

ΚΛΕΙΝΩ με μια κουβέντα αυτοκριτική: Θυμάμαι τους μεγάλους, όταν ήμουνα παιδί, να επαναλαμβάνουν ως ευχή μια στερεότυπη φράση: «να γίνετε χρήσιμοι άνθρωποι στην κοινωνία». Η έννοια της χρησιμότητας γενικά είναι πολύ θολή και επικίνδυνη, ωστόσο οι μεγάλοι έλεγαν τη φράση αυτή με τόνο στην δοτικότητα: νοούσαν την προκοπή του καθενός σε συνάρτηση με την προσφορά στο κοινό καλό. Αν λοιπόν ένας θεολόγος (και η Εκκλησία, θα έλεγα) θέλει να είναι όντως χρήσιμος στην κοινωνία, το σημαντικότερο που έχει να κάνει είναι να κομίζει στο σήμερα, με έμπρακτο λόγο και με έλλογη πράξη, το όραμα της Βασιλείας του Θεού. Να ζει δηλαδή την εσχατολογική προσδοκία ως το όραμα που διεμβολίζει την ιστορία και κρίνει όλα τα συστήματα. Αλλιώς, δεν είμαστε «χρήσιμοι», αλλά –επιτρέψτε μου– «χρήσιμοι ηλίθιοι», θεραπαινίδες του αιώνος τούτου.

* Ο Θανάσης Ν. Παπαθανασίου είναι Αναπληρωτής Καθηγητής στην Ανώτατη Εκκλησιαστική Ακαδημία Αθήνας και αρχισυντάκτης του περιοδικού «Σύναξη». Το κείμενο είναι εισήγηση στην ημερίδα «Η πρόληψη της ενδοοικογενειακής βίας ως πρόταση αλλαγής της κοινωνίας: Η συμβολή της σκέψης των Τριών Ιεραρχών» (Ίδρυμα Νεότητας και Οικογένειας της Αρχιεπισκοπής Αθηνών), Σάββατο 11-2-2023.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!