Αρχική πολιτισμός πολιτισμός & βαρβαρότητα Η αβάσταχτη ελαφρότητα του… ΝOBEL

Η αβάσταχτη ελαφρότητα του… ΝOBEL

«Είμαι ψύχραιμη. Έχω μάλλον εθιστεί γιατί βλέπω το όνομά μου στη λίστα των πιθανών νικητών του Νόμπελ Λογοτεχνίας σχεδόν κάθε χρόνο, τα τελευταία 5-6 χρόνια. Αν και εδώ είχε περάσει απαρατήρητο. Όμως φέτος εκτοξεύτηκα, κάποιος ή κάποιοι μ’ έσπρωξαν και ανέβηκα αρκετά ψηλά στη λίστα, έτσι το θέμα πήρε δημοσιότητα. Ποιοι είναι αυτοί οι άγνωστοι θαυμαστές του έργου μου που συνεχίζουν να με ωθούν προς τα πάνω και δεν πρόκειται να γνωρίσω ποτέ;»
Έρση Σωτηροπούλου, δήλωση στη LIFO, 2/10/2024

Δεν ξέρω ποιοι και πόσοι έχουν διαβάσει βιβλίο ή βιβλία της κυρίας Σωτηροπούλου, όμως ξαφνικά όλοι έχουν άποψη:

«Μπράβο. Να πάρει μια Ελληνίδα το Νόμπελ». «Δεν την έχω διαβάσει αλλά χαίρομαι που είναι υποψήφια». «Μετά από δυο άντρες, τον Σεφέρη και τον Ελύτη, καιρός να πάρει το Νόμπελ και μια γυναίκα».

Κάτι σαν υποστηρίζουμε ελληνικές ομάδες στο ποδόσφαιρο.

Δεν ξέρω πόσο στέκει και αυτό με το ποδόσφαιρο, αλλά μου φαίνεται τραγικό, θλιβερό και γελοίο, βασικό μας κριτήριο προκειμένου να βραβευτεί ένα λογοτεχνικό έργο να είναι η καταγωγή του (της) συγγραφέως.

Το άλλο γελοίο του πράγματος είναι πως όλα πυροδοτήθηκαν, σύμφωνα με τη Book Press από την ίδια τη συγγραφέα: «Μια ανάρτηση στη σελίδα της συγγραφέα και τα στοιχεία των στοιχηματικών που δίνουν προβλέψεις και αποδόσεις για το ποιος είναι πιθανότερο να βραβευτεί φέτος με το Νόμπελ Λογοτεχνίας, μας φέρνουν στην Έρση Σωτηροπούλου. Πόσο πιθανό είναι να γίνει η πρώτη Ελληνίδα που θα τιμηθεί με Νόμπελ, σύμφωνα με τις αποδόσεις των εταιρειών στοιχημάτων;»

Και πόσο θλιβερό είναι να γράφονται σελίδες επί σελίδων επειδή μια στοιχηματική εταιρεία, άγνωστο με ποια κριτήρια, επέλεξε κάποιους συγγραφείς για να φτιάξει μια λίστα και να τους κατατάξει βάσει αποδόσεων…

Το ελληνικό βιβλίο πάσχει σε ό,τι αφορά στη διεθνή αγορά. Πλην σπανιοτάτων εξαιρέσεων (Μάρκαρης) από τους ζώντες Έλληνες συγγραφείς ελάχιστοι διαβάζονται στο εξωτερικό.

Όσο για το ποιοι γενικότερα μεταφράζονται και ποιοι τυχαίνει να βραβευτούν μάλλον είναι θέμα δημοσίων σχέσεων, παρά λογοτεχνικής αξίας.

Γι’ αυτό και υπάρχει μηδενική αξιοπιστία και η πλειονότητα των Ελλήνων συγγραφέων βρίσκει τον δρόμο κλειστό -εκτός αν έχει τις κατάλληλες διασυνδέσεις.

Τη γενικότερη πνευματική φτώχεια δείχνει και το γεγονός πως κάθομαι και γράφω αυτό το κείμενο, προσπαθώντας να αναδείξω τα αυτονόητα.

Όχι αγαπητοί μου φίλοι, δεν είναι αρμόδιες οι εταιρείες στοιχημάτων για να καταλάβουμε αν ένα λογοτεχνικό έργο έχει αξία.

Δεν υποστηρίζουμε να πάρει το βραβείο Νόμπελ μια συγγραφέας επειδή είναι Ελληνίδα. Δείτε ποιοι πραγματικά μεγάλοι συγγραφείς δεν έχουν βραβευτεί ποτέ. Μήπως θα έπρεπε αυτούς να υποστηρίζουμε;

Κι αν έχει καμιά σημασία τέτοια υποστήριξη.

Και να πω πως το να τοποθετείς μια συγγραφέα στο επίπεδο του Ελύτη και του Σεφέρη μόνο και μόνο γιατί είναι γυναίκα και Ελληνίδα, είναι απολύτως ατυχές.

Όπως σωστά επισημαίνεται σε κάποιο σχόλιο στο facebook:

«Δεν έχω διαβάσει τίποτα δικό της. Υποψήφιοι είναι και η Μάργκαρετ Άτγουντ, ο Τζον Μπάνβιλ, ο Τόμας Πίντσον και άλλοι εξαιρετικοί συγγραφείς! Είναι τόσο καλή και διέφυγε της προσοχής μας;»

Από εκεί και πέρα θα μπορούσε να σχολιάσει κανείς πως μια ανύπαρκτη –στην ουσία– είδηση αξιοποιήθηκε από την ίδια τη συγγραφέα και κατάφερε να κάνει γνωστό, το άγνωστο στους περισσότερους έργο της.

Και πως έσπευσαν όλοι να τοποθετηθούν.

Γίνεται κάτι σαν αυτό που έγινε το καλοκαίρι με το ανύπαρκτο νησί, την Ψίμυθο…

Μάλιστα πολλοί γνώστες των στοιχημάτων παρέθεσαν πλήθος από άλλες λίστες, άλλων στοιχηματικών εταιρειών, όπου δεν εμφανίζεται το όνομα της κυρίας Σωτηροπούλου.

Από εκεί και πέρα:

Αντί η συζήτησή μας να είναι για την καταστροφική πολιτική βιβλίου, για το Μενδωνικό νέο-ιδρυθέν Κέντρο Βιβλίου, αντί να συζητάμε για το πως μπορεί να στηριχτεί η Λογοτεχνία, φαντασιωνόμαστε Νόμπελ.

Άλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε…

 

Σχόλια

Exit mobile version