Με έξι βραβεία -ανάμεσά τους και το Βραβείο της ΠΕΚΚ- διακρίθηκε στο 63ο ΦΚΘ, τον περασμένο Νοέμβρη, η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία της 40χρονης Ασημίνας Προέδρου, «Πίσω από τις θημωνιές», μια από τις πιο ολοκληρωμένες και δυναμικές σκηνοθετικές προτάσεις της νέας φουρνιάς ελληνικών ταινιών, με πολιτικές αιχμές, κοινωνικές προεκτάσεις και εξαιρετικές ερμηνείες.
Σε μια θερμή τηλεφωνική συζήτηση, λόγω αιφνίδιας αδιαθεσίας της, η σκηνοθέτρια μας ανέλυσε προθέσεις, συγκυρίες, επιλογές και επιρροές που διαμόρφωσαν την ταινία της.
Στην ταινία εμπλέκεις μεταναστευτικό, συνδικαλιστικές διεκδικήσεις και έναν πρωταγωνιστή με χρέος στην εφορία. Πώς προέκυψε η ιστορία;
Εξαρχής ήθελα να κάνω μια ταινία για το πώς οι άνθρωποι εγκλωβίζονται σε ένα διεφθαρμένο σύστημα. Στο Λονδίνο, όπου πήγαινα κατά διαστήματα, κάνοντας ένα ονλάιν μεταπτυχιακό για τον κινηματογράφο, ενώ δούλευα στο λογιστήριο μιας εταιρίας ως οικονομολόγος, πτυχιούχος ΑΣΟΕ, συνάντησα μια φίλη που μου μίλησε εντυπωσιασμένη για το άγριο τοπίο της λίμνης Δοϊράνης, με δυο τελείως διαφορετικούς κόσμους, στις δύο πλευρές των συνόρων. Την αγροτική περιοχή των ελληνικών παραλίμνιων χωριών και τη βορειομακεδόνικη πλευρά, όπου βρίσκεται το δεύτερο μεγαλύτερό τουριστικό τους θέρετρο. Αυτές οι αντιθέσεις μου τράβηξαν το ενδιαφέρον και αποφάσισα να γυρίσω εκεί την ταινία. Πρώτη φορά επισκέφτηκα την περιοχή το 2015. Εκεί ήρθα σε επαφή με Σύριους πρόσφυγες, μαθαίνοντας από πρώτο χέρι τις προσπάθειές τους να περάσουν στην Ελλάδα. Παρότι δεν ήταν η αφετηρία μου, αποφάσισα να εμπλέξω το προσφυγικό, γιατί μπορούσα να εμβαθύνω περισσότερο πολιτικά, δείχνοντας εκτός από την αντίδραση της τοπικής κοινότητας, ότι αυτά τα άτομα πιέζονται και από μια διεθνή συγκυρία, όπως η απόφαση της Γερμανίας να κλείσει τα σύνορα. Αναζητώντας να επεξεργαστώ το προσφυγικό στη λογική της διαφθοράς στην τοπική κοινωνία, σκέφτηκα να εντάξω το ζήτημα του συνεταιρισμού, που και αυτό προέρχεται από προσωπική μου εμπειρία, όταν οι παραγωγοί ενός συνεταιρισμού, μαθαίνοντας ότι η διοίκηση είχε καταχραστεί τα λεφτά τους, δεν τα διεκδίκησαν πίσω. Διερευνώντας τις ενδεχόμενες σχέσεις εξάρτησης ή συνενοχής σε μια κλειστή κοινωνία, προέκυψε η ιστορία του αγρότη Στέργιου (Σ. Σταμουλακάτος), ο οποίος βρισκόμενος σε οικονομική δυσχέρεια ενέδωσε σε μια μικροκομπίνα και μπλέχτηκε σε περιπέτειες. Ο χαρακτήρας του Χρήστου (Χ. Κοντογεώργης), από τα πιο καθαρά στοιχεία, είναι ο αγωνιστής που επιμένει ότι μπορείς να το αντιπαλέψεις. Προσπαθώντας να αποφύγω το άσπρο-μαύρο, τσαλάκωσα την εντιμότητά του, τονίζοντας την αλαζονεία της νιότης του. Άλλο να είσαι μόνος και άλλο να έχεις οικογένεια και υποχρεώσεις σαν τον Στέργιο. Ωστόσο, με δυσκόλεψε ο άγνωστος σε μένα χαρακτήρας της θρησκευόμενης Μαρίας (Λ. Ουζουνίδου) και χρειάστηκε να συζητήσω με όσους είχαν αντίστοιχα βιώματα, ώστε να τον προσεγγίσω καλύτερα.
Προσωπικά η αναφορά στο συνεταιρισμό μου θύμισε έντονα το «Δι’ ασήμαντον αφορμήν» (1974) του Τάσου Ψαρρά. Πιστεύεις ότι σε έχει επηρεάσει η γενιά σκηνοθετών του ΝΕΚ (Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου);
Γνώρισα τον Τάσο Ψαρρά ως Πρόεδρο της Επιτροπής στη Δράμα το 2013, όταν το «Red Hulk» κέρδισε το Χρυσό Διόνυσο. Νιώθω εκ των υστέρων ότι με έχει επηρεάσει έμμεσα, παρότι δεν το είχα αντιληφθεί όταν έγραφα το σενάριο. Άλλοι είπαν πως τους θύμιζε τον «Φόβο» του Μανουσάκη. Ωστόσο, την ταινία αυτή την πρωτοείδα όταν βρισκόμουν στο τέλος του μοντάζ και έκπληκτη διαπίστωσα ομοιότητες. Ποιος ξέρει; Ίσως υπάρχουν έμμεσες αναφορές, λόγω της κουλτούρας μας. Πολλές ταινίες, πολλά βιβλία, ακόμα και πίνακες αποτυπώνονται μέσα μας και μετά αυτά βγαίνουνε όταν δημιουργούμε. Πράγματι, συνειδητοποιώ ότι με έχει επηρεάσει ο κινηματογράφος του τόπου μου.
Ποιο είναι και τι σηματοδοτεί το δημοτικό τραγούδι που χορεύουν στο πανηγύρι;
Με το πανηγυρικό κλίμα στο τέλος, ήθελα να δημιουργήσω αντίθεση με την συγκάλυψη που συντελείται, οπότε επέλεξα να γίνει μέρα, επειδή «ο κόσμος χορεύει και η ζωή συνεχίζεται». Παίζουν το ηπειρώτικο «Ένα βράδυ βγήκε ο χάρος», για το οποίο είχα ακούσει ότι το χορεύουν γυμνόστηθοι μέχρι το πρωί και το έβαλα, θέλοντας να δημιουργήσω παρόμοια αίσθηση. Οι χαρακτήρες σε κατάσταση μέθης, γλεντάνε σαν να μην τρέχει τίποτα, ενώ κάθε στίχος του τραγουδιού φορτίζεται με σημασία. Η σκηνή αυτή έρχεται να τονίσει τη συνενοχή όλου του χωριού, ενώ εξαρχής επιχειρούν να πείσουν τα παιδιά με μυθεύματα, πως όσα είδαν ήταν αποκύημα της φαντασίας τους.
Στους τίτλους τέλους, η Λένα Ουζουνίδου ακούγεται να τραγουδάει το «Έβγα μουρ μανί’μ», ιδιαίτερο νυφιάτικο τραγούδι της Θράκης, σαν μοιρολόι, που αφηγείται τη συγκινητική ιστορία ενός κοριτσιού που παντρεύουνε παρά τη θέλησή του και αυτό θρηνεί τον αποχωρισμό με τη μάνα του, ενώ εκείνη είναι που το αντάλλαξε για ένα ζευγάρι παπούτσια και ένα δαχτυλίδι. Ξέροντας η Ουζουνίδου ότι έψαχνα αντίστοιχα τραγούδια, μου το τραγούδησε και αμέσως το επέλεξα, επειδή ταίριαζε με το νυφικό και την προδοσία της μάνας.
Βασίζεσαι στην ελληνική παράδοση και στα δημοτικά τραγούδια, διανθίζοντας την ατμόσφαιρα με το ελληνικό στοιχείο, ενώ συχνά ακούμε και ποντιακή λύρα…
Η παράδοση ήταν από τους βασικούς μου στόχους και έκανα έρευνα αναζητώντας τα τραγούδια. Σ’ αυτό με βοήθησε και ο συνθέτης της πρωτότυπης μουσικής της ταινίας, ο Μάριος Στρόφαλης. Στην ελληνική πλευρά της Δοϊράνης, κάτοικοι είναι κυρίως όσοι μετακινήθηκαν από τον Πόντο και τη Θράκη, κουβαλώντας τις δικές τους παραδόσεις. Στην πορεία εξελληνισμού του σλαβικού στοιχείου εκεί, οι πολιτιστικοί σύλλογοι που ιδρύθηκαν υποστήριξαν την ποντιακή παράδοση. Όταν ζήτησα να αναβιώσουμε το έθιμο του δωδεκαήμερου των Χριστουγέννων με τους μωμόγερους, ήρθα σε επαφή με τους ποντιακούς πολιτιστικούς συλλόγους στην περιοχή, επιμένοντας σε μια πιο καρναβαλική εκδοχή, δίχως το δρώμενο, μονάχα με χορό. Στη σκηνή αυτή, οι μουσικοί με τις ποντιακές λύρες ανήκουν στον πολιτιστικό σύλλογο του χωριού Δροσάτου, κοντά στη Δοϊράνη, αυτοί που έπαιξαν και όλα τα ποντιακά τραγούδια στην ταινία. Ήθελα όμως να αποτυπώσω και τη μουσική της απέναντι πλευράς, τα γιουγκοσλάβικα με το ακορντεόν, σε μια μικρή αναφορά και στον Κουστουρίτσα, ενώ στο πανηγύρι έχω Μακεδονίτικα. Αρχικά χρησιμοποίησα τη μουσική για να αντιληφθούμε σε ποια περιοχή βρισκόμαστε, διαπιστώνοντας όμως τα πολλά κοινά σημεία ανάμεσα στα πρώην γιουγκοσλάβικα, τα βορειομακεδονίτικα και τα ελληνικά, ήθελα να αναδείξω τη συνύπαρξη όλων αυτών των πολιτισμικών στοιχείων στις διαφορετικές πλευρές των συνόρων.
Τα πάντα είναι πολιτικά. Ακόμα και το να αγνοήσεις ότι υπάρχει πολιτική, είναι πολιτική πράξη. Με αυτή την έννοια, το σινεμά που κάνω είναι περισσότερο κοινωνική ανθρωπολογία με πολιτική διάθεση
Γιατί εμπλέκεις στη δράση το τοπικό έθιμο των μωμόγερων;
Στην ταινία κάποια πράγματα εξυπηρετούν αφηγηματικό ή υφολογικό στόχο, όμως υπάρχουν και όσα είναι προσωπικές μου παρορμήσεις. Λατρεύω το καρναβάλι και στην ταινία, το καρναβαλικό στοιχείο υπάρχει μέσα από τους μωμόγερους, ενώ στοιχεία παγανισμού εμπεριέχει και το τραγούδι που χορεύουν στο τέλος. Τα παγανιστικά στοιχεία του γλεντιού και της μέθης δημιουργούν στον θεατή αίσθηση ανάτασης, ενισχύοντας την αντίθεση με το τραγικό στοιχείο. Ταυτόχρονα, ήθελα να αποτυπώσω την αίσθηση επαφής των ανθρώπων στα γλέντια, επειδή σχετίζεται με δικές μου αναμνήσεις.
Μίλησέ μας για τη συμβολή του Μάριου Στρόφαλη
Ο Μάριος Στρόφαλης συνέθεσε τη μουσική που ακούγεται στους εσώτιτλους του κάθε κεφαλαίου και στο τέλος της ταινίας, συνένωσε στο σάουντρακ το τραγούδι στους τίτλους τέλους που τραγουδάει η Ουζουνίδου, ενώ ενορχήστρωσε και διάφορα παραδοσιακά που του είχα ζητήσει. Επίσης, αυτός έγραψε το κομμάτι που ακούγεται στο στριπτιζάδικο και κάποια περάσματα στο αυτοκίνητο, έκανε την ενορχήστρωση σε κάποια χριστουγεννιάτικα, ενώ συνέθεσε και όλα τα λαϊκά τραγούδια της ταινίας, που ακούμε στο νυχτερινό κέντρο, όπου παρουσιάζεται μια πραγματική τραγουδίστρια, η Χαρά Βέρα.
Ως τραγούδια της νεολαίας επιλέγεις ελληνόφωνο χιπ χοπ;
Αυτά τα έγραψε ο αδερφός μου, ο Φρίξος Προέδρου, πρωταγωνιστής του «Red Hulk». Είναι τραγούδια με πολιτικούς στίχους και ακούγονται στο αυτοκίνητο του Χρήστου, για να τονίσουν την πολιτική διάσταση του συγκεκριμένου χαρακτήρα, σε αντίθεση με την Αναστασία (Ευγενία Λάβδα), που στο δωμάτιό της χορεύει ένα ποπ αμερικάνικο τραγούδι, ενώ η νεολαία της επαρχίας διασκεδάζει και με τα τραγούδια στο σκυλάδικο. Τα επέλεξα και για την ατμόσφαιρα, αλλά και γιατί δημιουργούν πολιτικό σχόλιο με διάφορους τρόπους.
Γιατί επέλεξες η αφηγηματική δομή της ταινίας να χωρίζεται σε τρία κεφάλαια, καθένα από τη σκοπιά των μελών της ίδιας οικογένειας;
Και οι τρεις πρωταγωνιστές κατοικούν στην ίδια περιοχή, κοντά στα σύνορα, αλλά επειδή καθένας τους το βιώνει διαφορετικά, δημιουργούνται ενδιαφέρουσες αντιθέσεις. Ο χώρος που κινείται ο Στέργιος, ο «κουβαλητής» του σπιτιού, είναι η λίμνη και τα σύνορα. Η γυναίκα του Μαρία μετακινείται ελάχιστα, απασχολείται αποκλειστικά με τις καθημερινές δουλειές του σπιτιού, βιώνοντας μεγάλη μοναξιά, ενώ πηγαίνει στην εκκλησία, ως έμπιστη του ιερέα, αντλώντας κοινωνικό στάτους. Δεν την αφορούν τα σύνορα, ενώ η κόρη της Αναστασία κινείται μεταξύ χωριού, Κιλκίς και συνόρων. Στις σπονδυλωτές ταινίες λειτουργεί διαφορετικά η διαδικασία της ταύτισης του θεατή με τους χαρακτήρες. Βλέποντας την ιστορία τρεις φορές, χωρίς να επαναλαμβάνονται ίδιες σκηνές, ανακαλύπτεις μια αλυσίδα γεγονότων από διαφορετική οπτική, μαθαίνοντας και λεπτομέρειες για τη ζωή τού κάθε χαρακτήρα, που φωτίζονται περισσότερο στο δικό του κεφάλαιο. Η εισαγωγή στο δράμα γίνεται διαφορετικά, δίχως να σχετίζεται με τους χαρακτήρες, αλλά με το πώς είναι στημένη η πλοκή. Παράλληλα με τις απορίες και τα δραστικά ερωτήματα που δημιουργούνται, ο θεατής εισπράττει την ικανοποίηση μιας άλλης οπτικής, που φωτίζει τα κίνητρα, ενώ εμπλέκεται δραματουργικά και το σασπένς.
Πώς δούλεψες με τους ηθοποιούς;
Την Λένα Ουζουνίδου την είχα δει πολλά χρόνια πριν στο θέατρο και την σκεφτόμουνα όσο έγραφα το σενάριο. Έχει πολύ καλό έλεγχο των εκφραστικών της μέσων, προετοιμάζεται πολύ για έναν ρόλο και ερχόταν στο γύρισμα έτοιμη, γνωρίζοντας τις σκηνές πριν και μετά. Στις πρόβες κάναμε πολλές συζητήσεις, αναζητώντας τον χαρακτήρα της θρησκευόμενης, στον οποίο συνέβαλε πολύ, γιατί είχε δικές της εικόνες από αντίστοιχες γυναίκες του χωριού. Δεν αλλάξαμε το σενάριο, αλλά πολλά προστέθηκαν μέσα από την ερμηνεία, στο γύρισμα της ταινίας.
Με τον Στάθη Σταμουλακάτο, που ειδικεύεται σε συγκεκριμένους χαρακτήρες, το «στοίχημα» ήταν να βγάλει νέες ποιότητες. Επίσης, δουλεύει με τη μέθοδο του αυτοσχεδιασμού και δοκιμάσαμε πολλές από τις ευρηματικές του προσεγγίσεις στον χαρακτήρα, σε πολύ διαφορετικές λήψεις. Στην ουσία, προσαρμοστήκαμε να χτίσουμε όλο το χαρακτήρα από την αρχή στο μοντάζ, με τη συμβολή της εξαιρετικής Ηλέκτρας Βενάκη, και όχι στο γύρισμα, ενώ αργότερα ντουμπλάραμε κάποιες σκηνές για τη συνοχή του χαρακτήρα.
Η Ευγενία Λάβδα μόλις είχε βγει από τη σχολή και πήρα το ρίσκο να της προσφέρω πρωταγωνιστικό ρόλο, γνωρίζοντας ότι δεν είχε εμπειρία. Νιώθω περήφανη γιατί τελικά δουλέψαμε πάρα πολύ, ακόμα και μέσω τηλεσυνδιασκέψεων, στο πρώτο λοκντάουν. Έτσι δημιουργήθηκε αμοιβαία εμπιστοσύνη και αυτό έπαιξε μεγάλο ρόλο, γιατί ο ηθοποιός εκτίθεται και πρέπει να νιώσει ασφάλεια στα χέρια του σκηνοθέτη.
Συναντήσατε δυσκολίες στα γυρίσματα;
Το γύρισμα έγινε μέσα στο δεύτερο λοκντάουν, ξεκινήσαμε στα μέσα Γενάρη του 2021, ως αρχές Μαρτίου. Ήταν άγριος χειμώνας, αλλά όταν κάθε μέρα γυρίσματος μπορεί να κοστίζει και είκοσι χιλιάρικα, δεν μπορείς να διακόψεις επειδή χιονίζει. Έτσι, το σενάριο προσαρμόστηκε στις συνθήκες. Προβλήματα είχαμε και με τον κορονοϊό, γιατί δυσκολευόμασταν να γυρίσουμε λήψεις σε χώρους, όπως τα νοσοκομεία, ενώ δεν υπήρχε οικονομική δυνατότητα να στηθούν σκηνικά. Επίσης, λόγω λοκντάουν, με μαγαζιά κλειστά, το σκηνογραφικό και το ενδυματολογικό τμήμα δυσκολεύονταν να βρουν υλικά, οπότε αναγκαστήκαμε να χρησιμοποιήσουμε προσωπικά ρούχα.
Ήδη από την πρώτη σου μικρού μήκους «Red Hulk» περιλαμβάνεις μια πολιτική διάσταση, κάτι που συνεχίζεις και εδώ. Τι είναι πολιτικός κινηματογράφος για σένα;
Τα πάντα είναι πολιτικά. Ακόμα και το να αγνοήσεις ότι υπάρχει πολιτική, είναι πολιτική πράξη. Με αυτή την έννοια, το σινεμά που κάνω είναι περισσότερο κοινωνική ανθρωπολογία με πολιτική διάθεση. Μπορεί να θεωρείται πιο πολιτικό το «Red Hulk», επειδή είναι σχόλιο για την άνοδο του νεοναζισμού, αλλά στην ταινία διερευνάται και ένα πιο υπαρξιακό ζήτημα, η ανάγκη ένταξης ενός ανθρώπου, που γίνεται τελικά μέλος νεοναζιστικής οργάνωσης. Αντίστοιχα, στο «Πίσω από τις θημωνιές» στο επίκεντρο βρίσκεται ο άνθρωπος, ο οποίος πιέζεται από τις κοινωνικές και πολιτικές συγκυρίες. Έχω σε εκτίμηση διάφορα είδη σινεμά και το πολιτικό και το πιο στρατευμένο, ωστόσο το σινεμά που κάνω είναι με μια έννοια πολιτικό, αλλά προσπαθώ να έχω στο επίκεντρο τον άνθρωπο. Είναι ένα σινεμά χαρακτήρων, που έχει να κάνει με τις δικές μου υπαρξιακές, πολιτικές και προσωπικές ανησυχίες.
Πώς σχολιάζεις το γεγονός ότι μετά το τρανταχτό παράδειγμα των Μαρκετάκη-Λιάπα αναδεικνύεται ξανά, τα τελευταία χρόνια, μια νέα γενιά δυναμικών Ελληνίδων σκηνοθετριών;
Στη δική μου γενιά υπάρχουν σκηνοθέτριες ήδη στη φάση της πρώτης ή και της δεύτερης μεγάλου μήκους ταινίας. Ωστόσο υπάρχει το ταξικό ζήτημα, γιατί σήμερα ένας σκηνοθέτης δεν μπορεί να ζήσει από το σινεμά, με μια ταινία ανά εφτά χρόνια, γιατί δεν κάνει μόνο μια προεργασία, ένα γύρισμα δύο μηνών και ένα ποστ προντάξιον έξι-εφτά μηνών, πρέπει να πηγαίνει και σε διάφορα εργαστήρια, όσο γράφει το σενάριο, αλλά και στα διεθνή φεστιβάλ, για να προωθήσει την ταινία του. Αντικειμενικά δεν μπορείς να ζήσεις κάνοντας ταινίες, γι’ αυτό αρκετοί στρέφονται και στη διαφήμιση.
Έχεις δυο μικρά παιδιά, πόσο δύσκολο είναι σήμερα για μια γυναίκα με οικογένεια να είναι και σκηνοθέτρια;
Πρακτικά υπάρχουν δυσκολίες, όμως έχει περισσότερο να κάνει με την ύπαρξη οικονομικής υποστήριξης. Αν κάνεις γύρισμα μια φορά τα εφτά χρόνια και λείπεις τρεις φορές το χρόνο, κάπως θα διαχειριστείς τις ενοχές ότι λείπεις στα παιδιά σου. Πιο δύσκολο είναι να δουλεύεις σε κινηματογραφικά συνεργεία, για παράδειγμα ως διευθύντρια φωτογραφίας, ένα κατεξοχήν ανδροκρατούμενο επάγγελμα, σχεδόν ασύμβατο με οικογένεια. Σήμερα δίνονται ευκαιρίες στις γυναίκες σκηνοθέτριες, αλλά παραμένουν οι παλιές νοοτροπίες και αντιλήψεις. Δεν σέβονται όλοι εύκολα μια γυναίκα σκηνοθέτρια, μιλάνε αλλιώς σε άντρα σκηνοθέτη. Παρόλα αυτά, νιώθω τυχερή γιατί είχα πολλούς εξαιρετικούς συνεργάτες, αλλά ακόμα υπάρχουν προβλήματα που πρέπει να αντιμετωπιστούν. Έχουμε ακόμα πολύ δρόμο σε αυτό.
* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου, [email protected]
INFO:
- Για την κριτική ανάλυση της ταινίας «Πίσω από τις θημωνιές»: edromos.gr/ellines-skinothetes-me-stivari-kinimatografiki-apopsi
- Ξεκινάει το φετινό πρόγραμμα προβολών στην Κινηματογραφική Λέσχη Ηλιούπολης, στο Μουσείο Εθνικής Αντίστασης (Μαρ. Αντύπα 134 και Σοφ. Βενιζέλου 100) κάθε Κυριακή στις 20:00, με ταινίες και συζητήσεις με ελεύθερη είσοδο. 22/01/2023 προβάλλεται το «Μπλουζ με σφιγμένα δόντια» (1973 / Ροβήρου Μανθούλη). Θα ακολουθήσει συζήτηση με εισηγητές τους Νίκο Θεοδοσίου (σκηνοθέτη, συγγραφέα) και Ιφιγένεια Καλαντζή (θεωρητικό και κριτικό κινηματογράφου). Περισσότερα στο klh.gr.
- Μέχρι 24/1/2023, συνεχίζεται στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος το αφιέρωμα «Μάρτα Μέσαρος: Η γυναίκα στο επίκεντρο της Ιστορίας», ταυτόχρονα και σε Θεσσαλονίκη. Κυριακή 22/1 στην Αθήνα, τις ταινίες προλογίζουν οι σκηνοθέτριες Στέλλα Θεοδωράκη και Ασημίνα Προέδρου.
- Στον Κινηματογράφο Τριανόν θα πραγματοποιηθεί το «Untold Φιλμ Φεστιβάλ Ελληνικών Ταινιών» (26/1-01/2/2023), με προβολές ελληνικών ταινιών της τελευταίας πενταετίας, που δε βρήκαν διανομή ή αναζήτησαν εναλλακτικούς τρόπους προβολής. Περισσότερα στο trianon.gr.