Μεγάλη συμμετοχή στις αίθουσες του 63ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου, με πλούσια αφιερώματα στην Μαρία Πλυτά, την Μαρία Γαβαλά, τον Θόδωρο Αγγελόπουλο αλλά και ταινίες του Γιουγκοσλάβου Αλεξάνταρ Πέτροβιτς, του Πίτερ Μπρουκ και Πίτερ Στρίκλαντ, με εξίσου σημαντικές νέες ελληνικές ταινίες που διερευνούν τη σύγχρονη πραγματικότητα.

Σε μια από τις πιο δυναμικές σκηνοθετικές προτάσεις του φετινού ελληνικού τμήματος αναδείχθηκε η ταινία «Πίσω από τις θημωνιές», πρώτη μεγάλου μήκους της Ασημίνας Προέδρου, μια δραματική ιστορία με πολιτικές αιχμές και κοινωνικές προεκτάσεις.

Πίσω στο Δεκέμβρη του 2015, κάπου στη λίμνη Δοϊράνη, με χιλιάδες μετανάστες εγκλωβισμένους υπό άθλιες συνθήκες μεταξύ Ελλάδας και Β. Μακεδονίας, ο  αυταρχικός αγρότης και ψαράς Στέργιος (Στάθης Σταμουλακάτος) ταξιδεύει καθημερινά εκεί με την πραμάτεια του, προσπαθώντας να καλύψει και το διακανονισμό χρέους στην εφορία, για μια υπόθεση με πλαστά τιμολόγια. Η λιγομίλητη θρησκευόμενη σύζυγός του Μαρία (Λένα Ουζουνίδου) ασχολείται με το νοικοκυριό και την ενορία, ενώ η κόρη τους Αναστασία (Ευγενία Λάβδα), εκπαιδευόμενη νοσοκόμα, ονειρεύεται να γίνει λαϊκή τραγουδίστρια. Η συμπάθειά της ο Χρήστος (Χρήστος Κοντογεώργης) είναι ο μόνος που μιλάει ανοιχτά στις συνεδριάσεις του συνεταιρισμού και προσπαθεί να πείσει τα μέλη να διεκδικήσουν με αγωγές τα χρεωστούμενα, κατηγορώντας για ατασθαλίες το ΔΣ, ενώ ο δικηγόρος, με το φόβο του ρίσκου να κλείσει ο συνεταιρισμός, επιχειρεί να τους μεταπείσει να κάνουν διακανονισμό. Ο Στέργιος πείθεται από τον αδίστακτο κουνιάδο του να περάσει με τη βάρκα του παράνομα μετανάστες απέναντι, έναντι υψηλής αμοιβής, όμως παιδιά που έπαιζαν στις θημωνιές ανακαλύπτουν τα πτώματα μιας γυναίκας και ενός μικρού παιδιού. Το συνταρακτικό αυτό γεγονός αντιμετωπίζεται με εκκωφαντική σιωπή από τους ευυπόληπτους χριστιανούς οικογενειάρχες, αποκαλύπτοντας υποκρισία και ακραίο ρατσισμό, παράδοση στις περιοχές αυτές, όπου ακόμα και η εκκλησία αρνείται να προσφέρει στέγη και συσσίτια στους ταλαιπωρημένους πρόσφυγες.

Αντίστοιχα και με την  πολυβραβευμένη μικρού μήκους ταινία της σκηνοθέτριας «Red Hulk» (2013), το καλογραμμένο και εδώ σενάριο επικεντρώνεται δίχως περιττές λεπτομέρειες στα ουσιώδη, κρατώντας μυστήριο στη σταδιακή αποκάλυψη των γεγονότων. Η σπονδυλωτή αφήγηση εκτείνεται σε τρία ξεχωριστά κεφάλαια, καθένα από τη σκοπιά των βασικών τριών πρωταγωνιστών, και έναν επίλογο, ώστε να δημιουργηθεί σταδιακά η εικόνα, για τις συνθήκες που οδήγησαν σε μοιραίες αποφάσεις.

Οι εξαιρετικές ερμηνείες συμπληρώνουν την άψογη φωτογραφία χειμωνιάτικων φωτισμών, μέσα από μακρινά πλάνα, με ορίζοντα χαμηλά, που αναδεικνύει το φυσικό τοπίο της λίμνης και τις αγροτικές περιοχές, καθώς και τα χιονισμένα χωριά της επαρχίας. Το κοινωνικό αποτύπωμα της εποχής του 2015 μεταφέρεται κυρίως στο εκτός κάδρου πεδίο, μέσα από ειδησεογραφικές ραδιοφωνικές εκπομπές, ενώ στο φόντο διαφαίνονται και μερικές τηλεοπτικές εικόνες με επεισόδια στην Ιδωμένη. Κάθε κεφάλαιο έχει ως  προμετωπίδα μια μακάβρια εικόνα με κοράκια σε χιονισμένη λίμνη, όπως η βουτηγμένη στις λάσπες κοπέλα με το λευκό νυφικό, δίνοντας γκόθικ συμβολιστική αισθητική αγγελοπουλικής εμμονής, όπως κυρίως στο «Μετέωρο βήμα του πελαργού» (1991/Αγγελόπουλος).

Η σκηνοθετική μαεστρία και η οξεία πολιτική ματιά, καθιστούν την Προέδρου άξια συνεχίστρια του σκηνοθετικού κοινωνικοπολιτικού ύφους που στέριωσε στον μετά τον ΝΕΚ ελληνικό κινηματογράφο, με έντονες επιδράσεις από ταινίες όπως «Δι’ ασήμαντον αφορμήν» (1974/Τάσου Ψαρρά), «Όλα είναι δρόμος» (1998/Παντελή Βούλγαρη), «Μικρές Εξεγέρσεις» (2009/Κυριάκου Κατζουράκη), αλλά και τη λεηλατημένη επαρχία στην «Αναπαράσταση» (1970/Αγγελόπουλου).

Εκτός από την εξαιρετική πρωτότυπη μουσική του Μάριου Στρόφαλη, με ποντιακή λύρα στην ενορχήστρωση, στην ταινία ακούγονται και διάφορα παραδοσιακά τραγούδια, όπως «Ένα πουλί θαλασσινό», το θρακιώτικο «Έβγα μουρ μανί’μ» και το ηπειρώτικο «Ένα βράδυ βγήκε ο χάρος», με στίχους που οι πρωταγωνιστές τραγουδούν. Σημαντική είναι και η λαογραφική ανάδειξη της περιοχής, μέσα από αναφορές στα καρναβαλικά δρώμενα των Χριστουγέννων, στα χωριά της Κοζάνης, με το κλέψιμο της νύφης από τους Μωμόγερους, που συμβολίζει την αρπαγή της Περσεφόνης από τον Πλούτωνα, παράδοση που κράτησαν ζωντανή οι πρόσφυγες του Πόντου.

Μια από τις δυο ελληνικές ταινίες στο Διεθνές Διαγωνιστικό, η «Ησυχία 6-9», πρώτη μεγάλου μήκους μυθοπλασία του Θεσσαλονικιού ηθοποιού Χρήστου Πασσαλή, με πρωταγωνιστές τον ίδιο και την Αγγελική Παπούλια.

Σε μια περίεργη παραθαλάσσια πόλη, με αυστηρά ωράρια κοινής ησυχίας, μετά από κάποια περίεργη ανείπωτη καταστροφή καταφθάνει ο Άρης, για να πιάσει δουλειά στην υπηρεσία κεραιών, όπου γνωρίζει και την Άννα. Πασχίζει μάταια να βρει κάποιον υπεύθυνο, ενώ διευρύνεται η φήμη των «εξαφανισμένων», με τους συντετριμμένους συγγενείς να περιμένουν το γυρισμό τους. Σε μια προσομοίωση του εφιάλτη που ενδέχεται να έζησαν, όσοι επιβίωσαν από την εντατική, στις αρχές της πανδημίας, υπογραμμίζεται η περίεργη, λιτή, παλιομοδίτικη αισθητική αναλογικής τεχνολογίας των δεκαετιών του ’70 και’80, με μεταλλικούς φοριαμούς, ράφια ντέξιον και καλώδια παντού, με ανάλογη αυστηρή φόρμα κινηματογράφησης, πότε με τράβελινγκ, πότε σταθερά μακρινά πλάνα, μετωπικά συχνά και συμμετρικά, ακόμα και με τους πρωταγωνιστές ιδωμένους με την πλάτη στο φακό. Αυτή η καρτεσιανή σκηνοθετική προσέγγιση συνοδεύεται από αυστηρή ενδυματολογική πρόταση περιορισμένης χρωματικής κλίμακας και κλασικής κοπής, με μπεζ καπαρντίνες και κουστούμια, θυμίζοντας χορευτικό της Πίνα Μπάους.

Η χρήση αργής κίνησης, σε μια επιβραδυμένη προσομοίωση πραγματικότητας, μέσα από το πρίσμα του υπερρεαλισμού, σε ένα άχρονο τόπο, στο μεταίχμιο ονείρων και φαντασίας, θυμίζει τις λανθιμικές τεχνικές στον «Αστακό» (2015), στην ανάδειξη ερωτικού ρομαντισμού. Οι περίεργες αναφορές, όπως «παλιότερα ηχογραφούσαν κασέτες όταν όλοι ήταν στα σπίτια και έκαναν ησυχία» ή «την Άννα κρυμμένη πίσω από κουρτίνες, ενώ έξω η πόλη είναι άδεια και το τηλέφωνο χτυπάει όλη την ώρα, σε δωμάτια γεμάτα χώματα, με κλειδωμένες πόρτες» παραπέμπουν στην περίεργη αίσθηση παγώματος του χρόνου στην εντατική. Από την άλλη, συνθήματα όπως «όχι άλλες κασέτες» αλλά και τα λόγια μέσα από ντουντούκα του πικραμένου δημάρχου «η πόλη βυθισμένη στη λύπη όλα ήταν μάταια, όλα ήταν ψέματα και η ζωή χάλασε» μοιάζουν να έχουν ξεπηδήσει από σουρεαλιστικό μανιφέστο ή στίχους τραγουδιών των «Χωρίς Περιδέραιο», ενώ η ένταση οργής και θλίψης, αποτελεί κρίσιμη ένδειξη πένθους, με μόνη παρηγοριά τη λήθη. Η ελαχιστοποίηση της ανθρώπινης παρουσίας, με αδειανούς δρόμους, αλάνες και ανολοκλήρωτες οικοδομές, αφήνει εκτεθειμένο τον έρωτα των αμήχανων πρωταγωνιστών. Ακόμα και η μοντερνιστικής αισθητικής ηχητική μπάντα, γεμάτη περίεργους ήχους, θα μπορούσε να αποτελεί απόσπασμα σύγχρονης μουσικής, με ηχογραφημένα αποσπάσματα.

Στη μακάβρια αυτή ταινία, με επιρροές από παλιότερες ταινίες επιστημονικής φαντασίας ή ταινίες καταστροφής, όπως το μακρινό πλάνο γεμάτο άδεια αμάξια στη σειρά, ο ήχος μηχανημάτων εντατικής, περίπου στα μισά της ταινίας, φανερώνει το μυστήριο. Αυτό το αρχικά ακατανόητο μυστήριο, μεταξύ καφκικού γραφειοκρατικού εφιάλτη και μπεκετικού παράλογου, παρατηρείται τελευταία και σε αρκετές τούρκικες ταινίες, όπου η ασάφεια και το αλλόκοτο είναι τα εργαλεία απέναντι σε λογοκρισία και ανελευθερία.

Η εμπνευσμένη ρομαντική ιστορία αγάπης μέχρι το θάνατο, του Πασσαλή, επιχειρεί να περιγράψει την εφιαλτική κατάσταση εκτός τόπου και χρόνου στην εντατική, μέσα από μια σπαρακτική μυθοπλαστική προσομοίωση Ορφέα και Ευρυδίκης στον «κάτω κόσμο» της εντατικής, με επιρροές από σκηνοθέτες με τους οποίους συνεργάστηκε. Οι σύγχρονες μουσικές των Αντώνη Γεωργού και Γιάννη Λούκου συμπληρώνουν τη ρετρό ποπ διάσταση, με την «Ιστορία» των Olympians και γυρίσματα σε Νέα Μάκρη, Μαρκόπουλο, Μαραθώνα, και Ραφήνα 

Εξαιρετικά απολαυστική ήταν και η νέα ταινία του Θάνου Αναστόπουλου «Φαντάσματα της Επανάστασης», όπου ένας Έλληνας σκηνοθέτης (Νίκος Γεωργάκης) επισκέπτεται την Τεργέστη, θέλοντας να γυρίσει σε ταινία τη ζωή του Ρήγα Φεραίου, τη στιγμή που οι εργασίες συντήρησης και αναστύλωσης των ταφικών μνημείων του ελληνοορθόδοξου κοιμητηρίου της πόλης αναστατώνουν τις εκεί θαμμένες ψυχές, ενώ τα συμπαθέστατα φαντάσματά τους ξεχύνονται στην πόλη. Ένας λιμενεργάτης αχθοφόρος (Πάολο Ρόσι), που μιλάει για την επανάσταση, ένας ναυτικός που συμμετείχε σε ηρωικές ναυμαχίες (Αινείας Τσαμάτης), μια αρχοντική καλλονή με ανεξάρτητο πνεύμα που είχε αγαπήσει επαναστάτη (Πηνελόπη Τσιλίκα), ένας πνευματιστής ταχυδακτυλουργός (Γιώργος Συμεωνίδης) και ο Πελοποννησιακής καταγωγής μεγαλέμπορος Δημήτριος Καρτσιώτης (Γιώργος Χωραφάς), επιφανής Έλληνας ευεργέτης, ξαναζωντανεύουν και εισέρχονται στη σημερινή Τεργέστη, ντυμένοι με ενδυμασίες εποχής, ενώ μπαίνουν μέσα σε σύγχρονα λεωφορεία πλάι σε επιβάτες που φορούν μάσκες πανδημίας και κρατούν κόκκινα λάβαρα για πορείες διαμαρτυρίας.

Ο ίδιος ο Αναστόπουλος ανέφερε πως πρόκειται για μια «πολύγλωσση ταινία-ταξίδι στις βασικές αρχές του Διαφωτισμού, σε μια περίοδο τρομακτικών μετασχηματισμών που προτιμάει να αντιμετωπίζει με χιούμορ», ενώ σύμφωνα με μια καθηγήτρια ιστορίας, είναι ευφυής η ιδέα της ταινίας να αναδείξει τα κοιμητήρια, σημαντική πηγή και ντοκουμέντα.

* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου, [email protected]

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!