Του Μιχάλη Λυμπεράτου. Όταν στα 1950-51 ο Δ. Μπάτσης μέσω του Ανταίου, του περιοδικού που διεύθυνε, ενέτεινε τις δημοσιεύσεις του είχε σαφή συνείδηση ότι η δράση του εξυπηρετούσε μια ιστορική αναγκαιότητα, συνδεδεμένη με την τότε απόφαση της υπό ανασυγκρότηση Αριστεράς να παρέμβει με τη δική της αναπτυξιακή λογική στις καταστροφικές λογικές που είχαν επιβάλει οι Αμερικανοί μέσω του Σχεδίου Μάρσαλ.

Γιατί ήταν ανάγκη να καταγγελθεί η κοινωνικά ανάλγητη και εξωπραγματική πολιτική των ΗΠΑ στην Ελλάδα, αυτή για την υπεράσπιση της οποίας υποτίθεται επεκτάθηκε ο εμφύλιος πόλεμος. Στους αριστερούς διανοουμένους της εποχής έπεσε το βάρος να ανασυγκροτήσουν τον ιδεολογικό λόγο των ηττημένων της σύγκρουσης, αλλά σε συνάρτηση με αυτό να πλαισιώσουν με επιχειρήματα τα συμφέροντα του καθημαγμένου πληθυσμού, αντιστρέφοντας το ψευδεπίγραφο κλίμα ευφορίας που καλλιεργούσαν οι αστοί οικονομολόγοι και οι πολιτικοί εκφραστές των μηχανισμών οικονομικής και πολιτικής εξάρτησης.
Πράγματι, στις ασφυκτικές συνθήκες του μετεμφυλιακού κράτους ήταν σε πρώτη φάση οι διανοούμενοι αυτοί που συνιστούσαν τον μοναδικό παράγοντα της πολιτικής σκηνής που τολμούσε να διαφοροποιηθεί από τις συγκεκριμένες χρήσεις του Σχεδίου Μάρσαλ, αποδίδοντας τη σημασία που όφειλε κανείς στην ίδια τη διαπίστωση των Αμερικανών στα 1952 ότι, μετά από 5 χρόνια βοήθειας, η Ελλάδα ήταν το φτωχότερο κράτος από όσα δέχονταν τη βοήθεια του Σχεδίου Μάρσαλ και ότι η εξαθλίωση των ανθρώπων εξακολουθούσε να είναι ο κανόνας παρά η εξαίρεση. Και το θέμα δεν ετίθετο με όρους τυπικούς: έλειπαν ακόμα και τα πιο στοιχειώδη για την ίδια την επιβίωση των ανθρώπων τη στιγμή που η κατάσταση επιδεινώνονταν συνέχεια. Δεν ήταν τυχαία η διαπίστωση των υγειονομικών υπηρεσιών στα 1952 ότι σε πολλές περιοχές της χώρας, ιδίως το χειμώνα, ο βαθμός προσδοκώμενης ζωής κινούνταν στα επίπεδα της Κατοχής.
Έτσι, εκεί που οι περισσότεροι οικονομολόγοι της εποχής ψέλλιζαν επιχειρήματα περί δυσαναλογίας του εθνικού πλούτου ως προς τον πληθυσμό που καλούνταν να επιλύσει το Σχέδιο Μάρσαλ, οι διανοούμενοι της Αριστεράς επέμεναν στη δυνατότητα αντιστροφής της κατάστασης επί τη βάσει άλλων κοινωνικών προϋποθέσεων, και μάλιστα σε αναπτυξιακή κατεύθυνση, διαφημίζοντας ολοκληρωμένα σχέδια οικονομικής ανασυγκρότησης. Σε αυτά δέσποζε η λογική ότι η χώρα μπορούσε και έπρεπε να στηριχθεί σε εσωτερικούς πόρους και στην αξιοποίηση των πρώτων υλών της, στην ανασυγκρότηση της εσωτερικής αγοράς και τη ραγδαία άνοδο της αξίας της εργατικής δύναμης, καθώς η οποιαδήποτε εξάρτηση από το ξένο κεφάλαιο που πρότεινε ο ταξικός αντίπαλος προκαλούσε φαινόμενα κοινωνικής πόλωσης, καταστροφή κεφαλαίων και αποθέωση της τοκογλυφικής συμπεριφοράς της ελληνικής αστικής τάξης.1
Αυτό που στην ουσία η Αριστερά της εποχής έλεγε και τρομοκρατούσε ιδεολογικά, τρόπον τινά, τον αντίπαλο επειδή αντέστρεφε τα πιο ισχυρά του επιχειρήματα, ήταν ότι το ίδιο το Σχέδιο Μάρσαλ, ενταγμένο σε διαφορετικούς οικονομικούς προσανατολισμούς, μπορούσε να περιορίσει τις επιπτώσεις της οικονομικής καταστροφής και της κοινωνικής πόλωσης που ο εμφύλιος προκάλεσε, μεταφέροντας ένα τεράστιο τμήμα της παραγόμενης υπεραξίας σε μια εντελώς αντιπαραγωγική ελληνική αστική τάξη. Αρκούσε μόνο να μπορούσαν να τεθούν διαφορετικές παραγωγικές και αναπτυξιακές προϋποθέσεις. Γιατί και στην υπόλοιπη Ευρώπη δεν ήταν τα χρήματα του Σχεδίου Μάρσαλ που εξασφάλισαν την ανασυγκρότηση,2  αλλά εγχώριοι παράγοντες οικονομικής ανάπτυξης που προσδιορίστηκαν από τις κοινωνικές προτεραιότητες που προτάθηκαν, τις επενδύσεις που έγιναν και την εγχώρια αξιοποίηση των συγκριτικών πλεονεκτημάτων της κάθε χώρας που επιχειρήθηκε, σε αντιδιαστολή με τις όποιες δεσμεύσεις και προσανατολισμούς που προσπαθούσαν να επιβάλουν οι Αμερικανοί εν ονόματι του σχεδίου.3
Μάλιστα, η μορφή της βοήθειας που έδιναν οι Αμερικανοί, δεδομένου ότι θα μειωνόταν το ύψος της, όπως είχε ανακοινωθεί στα 1951, έθετε υπό άμεση απειλή, όπως ακόμα και αστοί οικονομολόγοι διαπίστωναν, έστω και τα πενιχρά αποτελέσματα του Σχεδίου, ενώ καθιστούσε ορατό τον κίνδυνο να προκληθεί η πλήρης οικονομική εξάρθρωση της χώρας.4  Όπως παρατηρούσε η εφημερίδα της ΕΔΑ, η Δημοκρατική, για την περιώνυμη αμερικανική βοήθεια, αυτή στα 1952 στην πιο ευνοϊκή περίπτωση δεν θα υπερέβαινε τα 200.000.000 δολάρια ή 3 τρισ. εκατ. δραχμές, ποσό όμως που αντιστοιχούσε στην πραγματικότητα στο ύψος των 2/3 των ετήσιων στρατιωτικών δαπανών της χώρας. Αυτό αναπαρήγαγε τη λογική που κυριάρχησε στα χρόνια του εμφυλίου, ώστε για την επιβίωση της οικονομίας και την ανασυγκρότηση της χώρας να δαπανηθεί μόνο ένα 1 δισ. δολάρια που δόθηκε μέσα σε 6 χρόνια. Από αυτά μόνο 150 εκατ. διοχετεύτηκαν στην ανασυγκρότηση της βιομηχανίας ενώ άλλα εκατό για γεωργικά μηχανήματα, τεχνικές υποδομές, ζώα κ.λπ. Τα υπόλοιπα αφορούσαν καταναλωτικά αγαθά, πολλά από τα οποία δεν ήταν απολύτως απαραίτητα αλλά διοχετεύτηκαν στην ελληνική αγορά για λόγους κερδοσκοπίας από αμερικανικές εταιρείες.
Τα επιχειρήματα αυτά της Αριστεράς ήταν μάννα εξ ουρανού για την πλειοψηφία του ελληνικού λαού που φυτοζωούσε και ήταν παραδομένος στη λογική του οικονομικά ανέφικτου που το αστικό καθεστώς καλλιεργούσε. Γιατί το κράτος, παρά τα τεράστια κοινωνικά προβλήματα, δαπανούσε στα 1951 το μισό των χρημάτων που αποτελούσαν την κρατική δαπάνη στα 1940. Και μάλιστα, το 53,9% του συνόλου της δαπάνης αυτής πήγαινε για την άμυνα ενώ το 21, 3% ήταν δαπάνες διοίκησης. Ακόμη χειρότερα, επειδή δεν μπορούσε να καλύψει τις ανάγκες του προϋπολογισμού, προσπαθούσε να δημεύσει τις περιουσίες των ασφαλιστικών ταμείων, αποδίδοντας έναντι αυτών αφερέγγυα γραμμάτια του ελληνικού δημοσίου με τόκο 5%.5
Και αυτό τη στιγμή που υπήρχαν 1.040.000 επισήμως άποροι, δηλαδή αυτοί που δεν είχαν εισόδημα ούτε 20.000 δραχμές το μήνα (ένα κιλό κρέας έκανε 6.000 δρχ.), όταν σύμφωνα με το Υπουργείο Πρόνοιας ακόμη και αυτοί που εμφάνιζαν μηνιαία εισοδήματα 300.000 δραχμών, πάλι δεν κάλυπταν τις ανάγκες τους. Επιπλέον, η εργασία χωρίς κανένα ασφαλιστικό δικαίωμα ανθούσε και είναι ενδεικτικό ότι μόνο στην κλωστοϋφαντουργία της περιοχής πρωτευούσης δούλευαν 15.000 γυναίκες (το 65%) με το μισό του κατώτατου μισθού, και αυτές μόλις ξεπερνούσαν το 45ο έτος της ηλικίας απολύονταν.
Το δε πρόβλημα με την ανεργία (στον επίσημο συνολικό αριθμό των ανέργων, που στα 1950 ξεπερνούσε τις 180.000, δεν υπολογίζονταν οι Αριστεροί που δεν έφταναν λόγω κοινωνικών φρονημάτων στα ταμεία ανεργίας, οι 180.000 στρατεύσιμοι και το 1.500.000 ημι-απασχολούμενοι6) όπως διαπίστωναν και οι ίδιοι οι Αμερικανοί, ιδίως στην Αθήνα και τον Πειραιά, ήταν τεράστιο. Να σημειωθεί ότι τον Σεπτέμβριο του 1951, μετά από 4 χρόνια εφαρμογής του Σχεδίου Μάρσαλ, η κυβέρνηση αναγκάστηκε να επανέλθει στο δελτίο διανομών για να αντιμετωπίσει τα οξυμμένα βιοποριστικά προβλήματα τόσο των μισθωτών όσο και κυρίως των ανέργων. Χωρίς, όμως, έλεγχο των τιμών ενέσκηπτε νέος πληθωρισμός, εντελώς ανεξέλεγκτος.
Αλλά και εν σχέσει με το πρόβλημα της στέγασης, από την επίσημη έρευνα που έγινε τον Νοέμβριο του 1950, στα 2.119 κατεστραμμένα χωριά σε όλη την επικράτεια, 48.152 σπίτια ήταν ολότελα κατεστραμμένα, 42.730 είχαν σοβαρές ζημιές και 76.178 ελαφρότερες.7  Σε πολλές περιοχές της Αθήνας (Καισαριανή, Δραπετσώνα, Πέραμα) πάνω από 18.000 άνθρωποι ζούσαν σε παραπήγματα ενώ ανθούσαν οι περιπτώσεις όπου τρεις οικογένειες έμεναν σε δύο δωμάτια.8
Όμως, ειδικά για τα θέματα κοινωνικής πολιτικής και ανακούφισης των αναξιοπαθούντων και των χιλιάδων απόρων της χώρας, τους οποίους οι ίδιοι οι Αμερικανοί υπολόγιζαν σε 3.000.000,9  οι προτάσεις νόμου που κατέθεσαν οι βουλευτές της ΕΔΑ για την αποκατάσταση των αστέγων, για την έγκαιρη πληρωμή των συντάξεων ή την καταβολή των δώρων των γιορτών, απαιτούσαν και πειστικές απαντήσεις στο επιχείρημα ότι ο κρατικός προϋπολογισμός αδυνατούσε να ανταποκριθεί. Όταν μάλιστα περίπου ο μισός πληθυσμός της χώρας χρειαζόταν άμεση ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Γιατί η απουσία οργανωμένου δικτύου ύδρευσης σε πολλές περιοχές της χώρας, η έλλειψη φαρμάκων και γιατρών είχαν προκαλέσει σοβαρά φαινόμενα τυφώδους πυρετού, τραχωμάτων και μαλάριας, και μάλιστα τη στιγμή που μόνο οι φυματικοί υπερέβαιναν τους 500.000 ασθενείς και οι ανάπηροι που βρίσκονταν στους δρόμους ξεπερνούσαν τις 20.000.
Πέραν αυτών, ο εμφύλιος είχε προκαλέσει μια άνευ προηγουμένου αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης της εργασίας. Ειδικά για το 1947 η σχέση μάζας μισθών και κερδών ήταν στο 112% ενώ την επόμενη χρονιά αυξήθηκε ακόμα στο 138%. Στα 1950 η σχέση κόστους εργασίας και κέρδους στο σχηματισμό της τιμής έφτασε σε δυσμενέστερη αναλογία σε σύγκριση με τα προηγούμενα έτη, αγγίζοντας το 20,6% για το κόστος εργασίας και το 33,4% για το κέρδος.
Ειδικά στον τομέα της ελληνικής αγροτικής παραγωγής που αφορούσε στα 1951 το 56,71% (1.955.000 άτομα) στο σύνολο των απασχολούμενων στην Ελλάδα, η κατάσταση ήταν τραγική. Δεδομένου ότι υπήρχαν αλλεπάλληλες μειώσεις στο ύψος της αγροτικής παραγωγής στα 1948-1950, το αγροτικό εισόδημα είχε πέσει κάτω από το 65% του προπολεμικού.10  Στην ουσία μόνο από το 1950 και μετά υπήρξε κάποια μικρή άνοδος στην αγροτική παραγωγή, αν και ο σταθμικός δείκτης του όγκου της αγροτικής παραγωγής μετά βίας ξεπερνούσε το 70% των προπολεμικών δεδομένων.11
Επίσης, υπήρχαν 250.000 ακτήμονες από τους οποίους το κράτος παραδεχόταν ότι θα μπορούσε να δώσει μικρές εκτάσεις μόνο σε 50.000, το πολύ, οικογένειες. Με βάση τα επίσημα στατιστικά στοιχεία, στα 1951 υπήρχαν 287.000 αγροτικές εκμεταλλεύσεις κάτω των 10 στρεμμάτων (28,5%), 573.000 από 10 έως 49 στρέμματα (56,9%), ενώ οι ιδιοκτησίες από 110 στρέμματα και πάνω ήταν μόνο 32.000 (3,2%).
Τα ίδια ίσχυαν και για την οικονομική κατάσταση του συνόλου των μισθωτών στρωμάτων της χώρας. Τα εισοδήματά τους είχαν στην καλύτερη περίπτωση αυξηθεί σε σχέση με τα αντίστοιχα προπολεμικά κατά 350 φορές ενώ οι τιμές των βιομηχανικών προϊόντων κατά 500 φορές και περισσότερο.12  Αυτή η συνθήκη, εκτός των άλλων, προκαλούσε, λόγω γενικής καθήλωσης της ζήτησης, στροφή στην παραγωγή και εισαγωγή ειδών που εξυπηρετούσαν τις ανάγκες μόνο των λίγων που είχαν τη διαθέσιμη αγοραστική ικανότητα. Στην ουσία έτσι, όπως σημείωναν οικονομικοί αναλυτές, δημιουργούνταν δύο χωριστοί κόσμοι, ο ένας των μισθοσυντήρητων, των αγροτών και των συνταξιούχων και ο άλλος, ο κόσμος των εύκολων κερδών και της άνετης ζωής.
Να σημειωθεί ότι οι πολιτικές για την εργασία διαμορφώνονταν επί τη βάσει στατιστικών που όλες τους συντάσσονταν από τους Αμερικανούς, όπου για το κόστος ζωής, για παράδειγμα, γινόταν μια δειγματοληψία σε 500 οικογένειες σε 6 πόλεις που διέθεταν όμως βιομηχανία, και συνήθως χαμηλότερη από το μέσο δείκτη ανεργία, και σε υποτιθέμενη συνεργασία με τις ανύπαρκτες υπηρεσίες του ελληνικού υπουργείου Εργασίας. Γι’ αυτό και τα προπαγανδιστικά κείμενα της Αμερικανικής Αποστολής σημείωναν τις ανάγκες κοινωνικής πρόνοιας που προκαλούσαν «αίσθηση», αλλά η Αποστολή το αντιπαρερχόταν αφού αυτό δεν μπορούσε «να επισκιάσει τις καταπληκτικές επιτυχίες που έχουν πραγματοποιηθεί».13
Και πράγματι, οι Έλληνες εφοπλιστές, εμφάνιζαν κέρδη που την εποχή του εμφυλίου υπερέβησαν τα 7,5 τρισ. δραχμές, ενώ η Ελλάδα ήταν η τρίτη στον κόσμο δύναμη στον τομέα αυτό και, όπως έγραφαν οι εφημερίδες, ο εφοπλιστής Νιάρχος μόνος του ήταν η 5η παγκόσμια δύναμη στον κόσμο, διαθέτοντας χωρητικότητα πετρελαιοφόρων μεγαλύτερη της Γαλλίας. Με βάση έρευνα της Δημοκρατικής, ο Μποδοσάκης διέθετε σύνολο κεφαλαίων πάνω από 3 τρισ. δραχμές, ελέγχοντας χημικές βιομηχανίες (ποτάσας, αζώτου), το Καλυκοποιείο, την Εθνική Τράπεζα, την Ελληνική Εριουργία, τα Ναυπηγεία Βασιλειάδη, τα Λιπάσματα Ελλάδος κ.ά. Η ίδια η Εθνική Τράπεζα έλεγχε το 45% της ελληνικής οικονομίας, ενώ αντίστοιχο ήταν το οικονομικό βάρος της Τράπεζας Αθηνών. Αλλά πέραν των ισχυρών ομίλων, μια σειρά μικρών εργολάβων, χωρίς στην πραγματικότητα ίδια κεφάλαια, ανέλαβαν έργα που τους έδωσαν τη δυνατότητα να εξελιχθούν σε μεγάλες εταιρείες. Με βάση τα ίδια τα κυβερνητικά στοιχεία, 225 μεγαλέμποροι και βιομήχανοι δήλωσαν στα 1950 στις εφορίες επίσημα κέρδη 100 δισ. 700 εκατομμυρίων δραχμών.
Αυτά σε συνθήκες φορολογικής ασυδοσίας. Οι ίδιοι οι Αμερικανοί διαπίστωναν ότι ήταν ματαιοπονία να περιμένει κανείς την αύξηση των εσόδων του κράτους μέσω της βελτίωσης του φορολογικού συστήματος, που έπασχε ακόμα και στο επίπεδο της συλλογής των υπαρχόντων φόρων.14  Οι φόροι που εισέπραττε το κράτος στα 1951 αναλογούσαν στο 16% του εθνικού εισοδήματος και ήταν πολύ μικρότεροι από ό,τι προπολεμικά. Κατά τον ίδιο τρόπο οι έμμεσοι φόροι αντιπροσώπευαν περίπου το 80% των εσόδων του κράτους, πλήττοντας κυρίως εκείνους που το εισόδημά τους παρέμενε αισθητά κατώτερο του προπολεμικού.
Είναι ενδεικτικό της κατάστασης ότι δεν διαφαινόταν και καμία περίπτωση ανάκαμψης. Γιατί η χώρα είχε αναλάβει δεσμεύσεις έναντι του Σχεδίου Μάρσαλ που ήταν απολύτως καταστροφικές. Κατέρρευσαν οι εξαγωγές της, ιδίως στα καπνά και τη σταφίδα, επειδή το Σχέδιο Μάρσαλ δεν ήθελε ανταγωνισμό στις αμερικανικές και απαγορεύθηκε το εμπόριο με τις ανατολικές χώρες, τη στιγμή που το εμπορικό έλλειμμα θα διατηρούσε στα 1952 τα επίπεδα του 1948-1949 παρά τους πόρους της βοήθειας. Επιπλέον, υπολογιζόταν ότι στα 1954 η σχέση εξαγωγών προς εισαγωγές θα ήταν στο 65% ενώ στα 1938 ήταν στο 73%. Ο εξαιρετικά υψηλός πληθωρισμός, η κακή χρήση του δελτίου και των διανομών μαζί με την ακραία αντιπληθωριστική πολιτική που επέβαλαν οι Αμερικανοί έριξαν την αναλογία θερμίδων κατά κάτοικο στα επίπεδα της Κατοχής. Μάλιστα, η Επιτροπή που σχηματίστηκε από το State Department για να μελετήσει την πιθανή προσαρμογή της ελληνικής οικονομίας έφτασε μέχρι του σημείου να δώσει εντολή, χωρίς να το γνωρίζει η ελληνική κυβέρνηση, να τυπώσουν στο Λονδίνο νέο ελληνικό νόμισμα.15
Για αυτούς τους λόγους, ο ρόλος των αριστερών διανοουμένων κατέστη υπομόχλιο της ανάκαμψης του κοινωνικού κινήματος στην Ελλάδα. Γιατί συγκρότησαν ένα πλαίσιο διεκδικητικών αιτημάτων που ενέγραψε στο εσωτερικό του και ευρύτερες κοινωνικές δυνάμεις και στράτευσαν πίσω από τα αιτήματα αυτά το νέο εκκολαπτόμενο ταξικό συνδικαλιστικό κίνημα. Βοήθησαν έτσι να εγκαταλειφθούν οι αυταπάτες για τη μεγαλοθυμία των Αμερικανών και προώθησαν τη λογική ότι απαιτούνταν πάραυτα να περισταλεί η διαδικασία συσσώρευσης πλούτου σε ληστρική βάση.
Επιπλέον, απαίτησαν να εντοπιστούν άμεσα τα πραγματικά προβλήματα των παραγωγικών κλάδων και τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας, να περιοριστούν οι πολεμικές δαπάνες, να δημιουργηθούν αγροτικοί συνεταιρισμοί, να δοθούν φτηνά μακροπρόθεσμα δάνεια στους αγρότες, να απαλλοτριωθούν τα τσιφλίκια. Να δοθούν, επίσης, ικανοποιητικοί μισθοί στους εργάτες, ώστε να δημιουργηθεί εσωτερική αγοραστική δύναμη, να περισταλεί η ακρίβεια και η κλασική τακτική των βιομηχάνων να προκαλούν επιλεκτικά πληθωρισμό, να ιδρυθούν επιτροπές ελέγχου των τιμών και καταναλωτικοί συνεταιρισμοί, να επιβληθούν ορθολογικές φορολογικές επιβαρύνσεις αλλά και να υπάρξει φτηνό δίκτυο μεταφορών.16
Έτσι, η ηττημένη Αριστερά επανερχόταν στο πολιτικό προσκήνιο προσφέροντας πολιτική εκπροσώπηση στη καθημαγμένη ελληνική κοινωνία. Mε έλεγχο των ροών κεφαλαίου, κρατικές πιστώσεις, νομιμοποίηση της κυκλοφορίας του αποθησαυρισμένου πλούτου, περιορισμό των υψηλών επιτοκίων και προϋπολογισμό στη βάση αναλογικών φορολογικών βαρών, υποσχόταν την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας και πλαισίωση των συμφερόντων των μαζών. Η σχεδιασμένη ανάπτυξη, η περιστολή των αντιπαραγωγικών κερδοσκοπικών πρακτικών, ο έλεγχος στα δημόσια οικονομικά και στις χαριστικές συμβάσεις, η κατάργηση των σκανδαλωδών χρηματοδοτήσεων και των φορολογικών απαλλαγών και κυρίως οι περιορισμοί στο ξένο κεφάλαιο φάνταζαν πλέον ως εφαρμόσιμες λύσεις. Εκτός των άλλων, η ΕΔΑ ανακινούσε συνεχώς το θέμα των πολεμικών επανορθώσεων της Γερμανίας έναντι της Ελλάδας, ζήτημα που με εντολή των Αμερικανών δεν το έθετε καμία ελληνική κυβέρνηση.
Με άλλα λόγια, η Αριστερά επιχείρησε να εξηγήσει γιατί όλα τα αστικά σχέδια οικονομικής ανάκαμψης ήταν αποτυχημένα, αφού προσέκρουαν στην απαίτηση της ελληνικής αστικής τάξης να επιβάλει συγκεκριμένες δομές συσσώρευσης. Απέδειξε δε με πειστικότητα ότι για τα φτωχά στρώματα της κοινωνίας δεν υπήρχε άλλη διέξοδος παρά να αντιπαρατεθεί με τις αστικές πολιτικές αφού –ενώ τα αποθέματα των ιδιωτικών επιχειρήσεων ακολουθούσαν ανοδική πορεία– οι ιδιωτικές ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου στη βιομηχανία μειώθηκαν κατά 13,2% στα 1951. Στον τομέα των οικοδομών, για παράδειγμα, μόνο οι πολυκατοικίες που κτίστηκαν μέχρι τα 1951 υπολογίζονταν σε αξία στα 600 δισ. δραχμές, όσο και τα χρήματα που εισπράχθηκαν την πρώτη διετία από τα κεφάλαια ανασυγκρότησης του Σχεδίου Μάρσαλ. Οι δε τιμές των προϊόντων είχαν αυξηθεί 630 φορές σε σύγκριση με τις προπολεμικές. Δεδομένου ότι τα ημερομίσθια παρέμεναν πολύ χαμηλά, το μόνο αίτιο της αύξησης των τιμών ήταν τα υπέρογκα κέρδη.

*Ο Μιχάλης Λυμπεράτος είναι εντεταλμένος διδασκαλίας
στο ΠΜΣ του Παντείου Πανεπιστημίου

(1) Δ. Μπάτσης, Η Βαρειά Βιομηχανία στην Ελλάδα, Αθήνα 1947, σ. 13 κ.ε.
(2)  W. I. Hitchcock, The Struggle for Europe, London 2004, σ. 134.
(3) M. Hogan, The Marhsall Plan, American, Britain and the Reconstruction of Western Europe, Cambridge 1987, σ. 123 κ.ε.
(4) Κ. Βαρβαρέσος, Έκθεσις επί του Οικονομικού Προβλήματος της Ελλάδος, Αθήνα 2002, σ. 93-102.
(5) Εφ. Ελεύθερα Συνδικάτα, 15 Φεβρουαρίου 1952.
(6) Περ. Νέα Οικονομία, τχ. 5, χρ. Β΄, Μάρτιος 1948, σ. 264.
(7) Εφ. Αυγή, 18 Οκτωβρίου 1952.
(8)  Εφ. Προοδευτική Αλλαγή, 24 Αυγούστου 1951.
(9)  Το Σχέδιο Μάρσαλ στην Ελλάδα, Ο Πλήρης Απολογισμός, Αθήνα 1952, σ. 27.
(10) Δ. Μπάτσης, «Οικονομική Αποσύνθεση και Πρόγραμμα Ανασυγκροτήσεως», περ. Ανταίος, τχ. 5-6, 1 Φεβρουαρίου 1949, στο Ανταίος, τόμ. Β΄, Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο (ανατύπωση), Αθήνα 2000, σ. 265.
(11) Τράπεζα της Ελλάδος, Τα Πρώτα Πενήντα Χρόνια, Αθήνα 1978, σ. 284.
(12) Γ. Σταθάκης, Το Δόγμα Τρούμαν, Αθήνα 2004, σ. 249-251.
(13) ECA Mission to Greece, Press Release, 1 March 1952, H. Truman Library and Museum, Truman Doctrines Documents.
(14) The Charge in Greece (Minor) to the Secretary of State, Athens 26 August 1950, FRUS 1950, vol. V.
(15) Memorandum by the Acting Assistant Secretary of State for Near Eastern, South Asian and African Affairs (Berry) to the Secretary of State, Washington 31 March 1952, FRUS 1952, vol. VIII.
(16) Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά (ΕΔΑ), Προγραμματικές Αρχές της ΕΔΑ, Αθήνα 1952, σ. 14-15.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!