Το 2014 (11/9) θύμιζα στους αναγνώστες ότι τα αρχαία χρόνια οι Αθηναίοι προσκυνούσαν το (ζωντανό) άλογο του Δημήτριου του Πολιορκητή (ή ίσως της μαιτρέσας του, η Ιστορία είναι ασαφής) που το είχε βάλει στον Παρθενώνα, ως θεό. Το άρθρο μιλούσε για την Αριστερά (του ΣΥΡΙΖΑ) και είχε μια νότα αισιοδοξίας υποστηρίζοντας ότι δεν ήμασταν (τότε), ως κοινωνικό σύνολο, σε τέτοια κατάπτωση. Προέβλεπα ωστόσο ότι μπορεί σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα να φτάσουμε κάτω-κάτω στου κακού τη σκάλα. Χρειάστηκαν μόλις 7 χρόνια.
Ούτε Χούντα, ούτε έγχρωμη επανάσταση, καμία αναταραχή, όλα κύλησαν προς τα κάτω ομαλά, χρειάστηκε μόνο λίγος σημιτισμός, μια δόση «γερμανικής Ευρώπης» και έτοιμος ο κυκεών (κοκτέιλ στα μοντέρνα ελληνικά) από μια Δεξιά που κοιτάζεται στον καθρέφτη και λέει κάπου την ξέρω εγώ αυτήν αλλά από πού; Και στο βάθος μια Αριστερά που απλούστατα πέταξε τους καθρέφτες από το παράθυρο, στο στιλ «αλλάξαμε, διατί να το κρύψωμεν άλλωστε».
Η μεγάλη Αλλαγή, με την πτώση της ΕΣΣΔ, έφερε τα πάνω-κάτω σ’ Ανατολή και Δύση. Καταλάβαμε π.χ. ότι οι ΗΠΑ δεν συσπείρωσαν τους Δυτικούς επειδή συμβόλιζαν έναν Ελεύθερο Κόσμο, αλλά επειδή ήταν Υπερδύναμη, και ότι ο Μακάρθι δεν ήταν σπουδαιότερος ιδεολόγος από τον Σαρτρ. Η εξουσία και η ισχύς συσπειρώνουν. Η ιδεολογία προκαλεί ενίοτε θανάσιμο χάσμα, όπως το ρήγμα ΕΣΣΔ-Κίνας επί Μάο και Χρουστσόφ. Ο Ντε Γκολ αντιστρατεύτηκε (από το 1941) τη μετατροπή της Ευρώπης σε φέουδο των ΗΠΑ και έχασε επειδή η Γαλλία ήταν μακράν ασθενέστερη. Η πατριωτική Δεξιά στην Ευρώπη έχασε σταδιακά τα ερείσματά της στο λαό και στον κρατικό μηχανισμό. Στην Ελλάδα ο Μητσοτάκης δηλώνει «δεν είμαι νεοφιλελεύθερος», την Ιταλία κυβερνάει ο Ντράγκι, τραπεζίτης του κατεστημένου, στην Ισπανία κυριαρχεί η Δεξιά της Παγκοσμιοποίησης και του (διεφθαρμένου) Στέμματος. Και στη Γαλλία, σύμβολο, υποτίθεται, της ευρωπαϊκής ανεξαρτησίας, μάχονται ο Μακρόν, επιλογή του Ρότσιλντ, και η κυρία Λε Πεν, ομιχλώδους περιγράμματος, ασελγώντας αμφότεροι επί της μνήμης του Ντε Γκολ.
Δεν είναι ανεπίκαιρο ούτε πολιτικά άχρηστο να θυμόμαστε ότι ο καγκελάριος Σρέντερ έγινε υπάλληλος του Πούτιν συμβολίζοντας την ανάγκη της Γερμανίας για συνεργασία, σε βαθμό εξάρτησης, με τη Ρωσία, τουλάχιστον στο αέριο/πετρέλαιο. Και ότι ο γκολικός πρώην πρωθυπουργός της Γαλλίας Φ. Φιγιόν προσλήφθηκε πρόσφατα από πετρελαϊκή ρωσική εταιρεία. Ο Φιγιόν είχε αντιμετωπίσει ποινικές διώξεις (με πρόσχημα οικονομικές ατασθαλίες) όταν εξομολογήθηκε (όντας πρωθυπουργός) σε φίλο του ότι «μας κυβερνάει η λέσχη Μπίντερμπεργκ», εξέχον μέλος της ο Κίσινγκερ.
Στην Ελλάδα αποφεύγουμε όπως ο διάβολος το λιβάνι να θυμίσουμε ότι ζούμε σε μια χώρα που είναι σαν «γήπεδο με κινητό στέγαστρο» που ανοιγοκλείνει κατά τη διάθεση ξένων δυνάμεων. Όταν θελήσουν ανοίγουν το ταβάνι του γηπέδου και γινόμαστε μούσκεμα, όπως τον Απρίλη του ’67 και τον Ιούλιο του ’74.
Η εσωτερική/εσωκομματική αντιπολίτευση στην κυβέρνηση θυμίζει τους «Τρώες» του Καβάφη όπου «κομμάτι προσπαθούν» αλλά έρχεται ο Αχιλλέας (Μέρκελ) με φωνές και το βάζουν στα πόδια. Είναι ασφαλώς υπερβολή η παρομοίωση του Κυριάκου Μητσοτάκη με τον αθάνατο ομηρικό ήρωα. Αλλά και όσοι εμφανίζονται ως πιθανοί, τωρινοί ή μελλοντικοί αντίπαλοι, εσωκομματικοί ή εξωκομματικοί, είναι «μικροί το δέμας», μόλις διακρίνονται με το μικροσκόπιο. Όλοι αποφεύγουν το επίμαχο, τι να κάνουμε με τη Μέρκελ, τον διάδοχό της και τη Γερμανία, πώς να αντιμετωπίσουμε την Τουρκία, ποια η πολιτική μας απέναντι στον Μπάιντεν. Αυτά, δηλαδή, από τα οποία εξαρτάται το αν η όποια κυβέρνηση καταφέρει να κρατήσει το στέγαστρο κλειστό ή θα μας καταβρέξουν κατά βούληση.
Στην Ελλάδα αποφεύγουμε όπως ο διάβολος το λιβάνι να θυμίσουμε ότι ζούμε σε μια χώρα που είναι σαν «γήπεδο με κινητό στέγαστρο» που ανοιγοκλείνει κατά τη διάθεση ξένων δυνάμεων
Ο ΣΥΡΙΖΑ στον βάλτο
Πριν ακόμα γίνει κυβέρνηση συζητούσαν στον ΣΥΡΙΖΑ για την ανάγκη διεύρυνσης του κόμματος. Τα ίδια συζητούν και τώρα. Βασιλεύει ο παραλογισμός. Ο ΣΥΡΙΖΑ έγινε κυβέρνηση χωρίς κομματική διεύρυνση. Μετά έχασε τις εκλογές με το πρόβλημα άλυτο. Προφανώς δεν φταίει «ούτε η διεύρυνση ούτε η «μη-διεύρυνση». Τις πταίει;
Αφού το ψάρι βρωμάει από το κεφάλι, φταίει ο αρχηγός. Κανείς, όμως, στον ΣΥΡΙΖΑ δεν το λέει ευθέως. Γιατί; Διότι όποιος αναλάβει, δεν θα κατέβει, αλλά θα κουτρουβαλήσει τις σκάλες. Με τον Τσίπρα θα ξαναχάσουν τις εκλογές, με όποιον άλλο θα χαθούν από προσώπου Γης. Κανείς δεν παίζει την προσωπική του τύχη στα ζάρια. Τι μένει; Μόνο το προσωπικό συμφέρον, στα άλλα συμφωνούν. Στα εθνικά, όλοι υπέρ των Πρεσπών. Στα οικονομικά, προ πολλών ετών πρότειναν επίδομα 750 ευρώ, τώρα τα κάνουν 800, ως προεκλογική υπόσχεση.
Οι καυγάδες περί της διεύρυνσης του κόμματος έχουν δυο κίνητρα: α) να μεγαλώσει το κομματικό ακροατήριο των ηγετικών στελεχών. β) Το κυριότερο: Να «φρεσκαριστούν» στελέχη από τις αποθήκες ώστε να μεγαλώσει η «ευχέρεια κινήσεων» για τη μελλοντική διακυβέρνηση «της χώρας με το κινητό στέγαστρο». Αυτού του είδους η διεύρυνση έχει το νόημά της: Παλιότερα, το 1965, της σύγκρουσης Παλατιού-Ένωσης Κέντρου, η πρώτη κυβέρνηση των Αποστατών δεν συμπλήρωνε αριθμό βουλευτών για να πάρει ψήφο εμπιστοσύνης. Πήραν στο τηλέφωνο κάποιον να πάει αμέσως να ορκιστεί υπουργός. Μα, τους είπε, είμαι με τις πιτζάμες. Έλα όπως είσαι, του απάντησαν. Πήγε. Και το θέμα έληξε το 1974. Τραγικά.