του Μιχάλη Κατσιγιάννη
[email protected]
Έχοντας στο νου κάποιες λίγες, φωτεινές εξαιρέσεις που σπάνε τον κύκλο της διαχρονικά κατεστημένης ακαδημαϊκής κανονικότητας των σπουδών εκπαίδευσης και μη θέλοντας να ασκήσω κριτική «τσουβαλιάσματος» αλλά μόνο να καταγράψω μια θλιβερή πραγματικότητα, η συντριπτική πλειοψηφία των ατόμων που εμπλέκονται ποικιλοτρόπως στην ακαδημαϊκή κοινότητα (καθηγητές/τριες, ερευνητές/τριες, φοιτητές/τριες κ.λπ.) καταφεύγουν –άμεσα ή έμμεσα– στην παραδοχή ότι η κατασκευή και μετάδοση της γνώσης δεν αποτελεί πολιτική πρακτική. Ο λόγος τους, θεωρητικός και μη, χαρακτηρίζεται από τεχνοκρατικότητα, αποστειρωμένο ύφος και γραφειοκρατική λογική, που προσιδιάζουν στην εμπέδωση της αντίληψης εκείνης που διαλαλεί –την παραδοσιακή και συντηρητική θεώρηση– ότι η πολιτική δεν μπορεί να αποτελεί φακό ανάγνωσης, ανάλυσης και κριτικής για οτιδήποτε υπάρχει και συμβαίνει.
Η επιστήμη, μαρτυρούν με τη δράση τους, δεν μπορεί να συνδέεται με την ιδεολογικοπολιτική αφετηρία του/της καθενός/καθεμιάς αλλά με την αυστηρή, αμερόληπτη και αντικειμενική στάση του/της μελετητή/τριας, απηχώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο το σκληρό δόγμα του θετικισμού περί καθολικών νοημάτων και μεθόδων εξακρίβωσής τους από τον άνθρωπο και δικαιολογώντας την πρακτική αποπολιτικοποίησης του ακαδημαϊκού λόγου και έργου. Ο/η δύσπιστος/η αρκεί να ρίξει μια έστω πρόχειρη ματιά σε άρθρα επιστημονικών περιοδικών, συγγράμματα καθηγητών/τριών, εργασίες φοιτητών/τριών και διαλέξεις, για να καταλάβει ότι η προαναφερθείσα αντίληψη εφαρμόζεται πλήρως και με συνέπεια.
Η αποπολιτικοποίηση των επιστημών εκπαίδευσης και αγωγής
Πιο συγκεκριμένα, και σε ό,τι αφορά το διεπιστημονικό πεδίο της εκπαίδευσης, η κατάσταση είναι τραγικά επικίνδυνη. Η παιδαγωγική θεωρία και πράξη προσεγγίζεται, από την πλειονότητα των μελών της ακαδημαϊκής κοινότητας, ως ένα απλό μέσο για τη διευθέτηση σκοπών. Γίνεται δηλαδή αντιληπτή με τρόπους και πρακτικές απο-ιδεολογικοποίησης, προωθώντας μια αλλοτριωμένη οπτική τόσο για την εκπαίδευση ως δομή και θεσμό της κοινωνίας όσο και για τη μάθηση και τις ποικίλες παιδαγωγικές μεθόδους και πρακτικές που εφαρμόζονται. Η αξιοποίηση της θεωρίας συμβαίνει υπό το πρίσμα ενός ουσιοκρατικού και κλινικού τρόπου χειρισμού των ποικίλων ιδεών και πορισμάτων, κρατώντας μόνο τα –τεχνικά– απαραίτητα για την επίτευξη, κυρίως υλικών και μετρήσιμων, σκοπών.
Παρατηρούμε δηλαδή ότι κυρίαρχος ακαδημαϊκός λόγος του πεδίου της εκπαίδευσης κινείται εντός της σφαίρας της θετικιστικής, και νεοφιλελεύθερης, λογικής που θεωρεί ότι η εκπαίδευση δεν είναι επιστημονική θεωρία και πράξη μέσω της οποίας ο/η καθένας/καθεμιά, ανάλογα με τον ιδεολογικοπολιτικό του/της προσανατολισμό, αρθρώνει σκέψεις, ιδέες και προτάσεις. Αντίθετα, προσχωρεί σε μια διαχειριστική οπτική για το αντικείμενο, θεωρώντας ότι η εκπαίδευση στο σύνολό της πρόκειται πρωτίστως για μια εργαλειακή και «τεχνική πρακτική» (Πεχτελίδης, 2020: 18) και πρέπει να προσεγγίζεται και να ασκείται με τα εργαλεία του θετικισμού και με στόχο την παροχή των ανάλογων υπηρεσιών. Αυτή η τεχνοκρατική λογική, όχι μόνο παρέχει μία αρνητική πλαισίωση του πεδίου των επιστημών εκπαίδευσης και αγωγής, προβαίνοντας στην αποπολιτικοποίησή του, αλλά θα λέγαμε επίσης ότι το απο-επιστημονικοποιεί, αφήνοντας να εννοείται πώς η μελέτη αυτού του αντικειμένου α) περιορίζεται στην ιχνηλάτηση των εκάστοτε αναγκών της αγοράς, β) εκπορεύεται από τις ανάγκες και τις διαθέσεις της, και γ) ενδιαφέρεται να δικαιολογεί, να πλαισιώνει και συνεπώς να τεκμηριώνει και να αναπαράγει, τις κοινωνικές ανισότητες και αρρυθμίες, παρέχοντας μάλιστα ένα επιστημονικό κάλυμμα.
Ο Πεχτελίδης (2020: 18), σχολιάζοντας την ιμπεριαλιστική νεοφιλελεύθερη και θετικιστική λαίλαπα που έχει αποικίσει το αντικείμενο της εκπαίδευσης, και αφού σημειώσει ότι μία τέτοια επιστημονική κουλτούρα και πρακτική ενδιαφέρεται μόνο για «την αυξημένη αποτελεσματικότητα της εκπαιδευτικής διαδικασίας» (Πεχτελίδης, 2020: 18), εξηγεί σχετικά ότι είναι ακριβώς αυτού του τύπου οι επιστημονικές πλαισιώσεις που διαμορφώνουν «μια εκπαίδευση για προκαθορισμένα αποτελέσματα, η οποία γίνεται αντιληπτή ως επένδυση που θα αποφέρει σχετικά γρήγορα και οικονομικά υψηλές αποδόσεις […] μια εκπαίδευση που βασίζεται στην εμπορευματοποιημένη παροχή υπηρεσιών». Είναι δηλαδή η «κυριαρχία» αυτού του «θετικιστικού παραδείγματος» που επιφέρει «την αποπολιτικοποίηση» της εκπαίδευσης «καθώς αρνείται ή αποσιωπά» το γεγονός ότι η τελευταία «χτίζεται πάνω σε μια πολιτική επιλογή» (Πεχτελίδης, 2020: 54).
Χαρακτηριστικό των παραπάνω είναι ότι ακόμη και γνωστικά αντικείμενα που «εκ φύσεως» δεν μπορούν να ενεργήσουν με την απολίτικη λογική, όπως είναι η εκπαιδευτική πολιτική για παράδειγμα, ή ερευνητικά ζητήματα, όπως η παιδική ηλικία, η σχολική γνώση και τα αναλυτικά προγράμματα, η διδακτική της γλώσσας κ.λπ., παρατηρούμε ότι συχνά αγνοούν το αναντίρρητο γεγονός ότι η γνώση των παραπάνω συγκροτείται από, και συγκροτεί, πλέγματα ιδεολογικοπολιτικής στάσης, δεν τολμούν μια βαθιά πολιτική ανάλυση και κριτική και περιορίζονται σε επιφανειακές και περιφερειακές προσεγγίσεις. (1)
Ακόμη, ένα σημείο/πεδίο στο οποίο φαίνεται ξεκάθαρα η απολίτικη λογική της ακαδημαϊκής κοινότητας, είναι η δήθεν απρόσωπη, αμερόληπτη και αξιοκρατική στάση που ακολουθείται ως μεθοδολογία σχετικά με την παραγωγή αλλά και κριτική του ακαδημαϊκού γραπτού λόγου. Ακούμε συχνά ότι «τα ακαδημαϊκά άρθρα δεν είναι μπροσούρες, πολιτικές ανακοινώσεις και προγράμματα, δεν είναι δυνατόν να γράφονται με βάση τέτοιες προδιαγραφές. Ο/η επιστήμονας δεν είναι πολιτικός, πρέπει να υπάρχουν έντονες διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα σε αυτά τα δύο». Πράγματι, ακούγοντας και συνομιλώντας με άτομα τέτοιων αντιλήψεων ή διαβάζοντας διάφορα επιστημονικά κείμενα, πολλές φορές, αν όχι πάντα, δίνεται η εντύπωση ότι το μόνο που μετρά είναι η εκπλήρωση των υποτιθέμενων σοβαρών αναγκών της φόρμας, της μορφής και όχι του περιεχομένου. Είναι ωστόσο εύκολο να κατανοήσουμε ότι ακόμα και η φορμαλιστική αιτηματολογία που δεσπόζει στο ακαδημαϊκό περιβάλλον κρύβει πίσω της πολλή πολιτική και ιδεολογία, που δεν είναι άλλη από την προώθηση μιας δήθεν έγκυρης, αυστηρής και σοβαρής επιστημονικής επιχειρηματολογίας, η οποία με τη σειρά της μπορεί να ιδωθεί ως μια ακατάσχετη και αντισηπτική κενολογία.
Έχοντας πει ως τώρα όλα αυτά, και παρά την αγωνιώδη προσπάθεια των κυρίαρχων ακαδημαϊκών κύκλων για την υιοθέτηση της αποστειρωμένης επιστημονικής πρακτικής, γνωρίζουμε ήδη από πολλούς/ές θεωρητικούς ότι η εκπαίδευση όχι μόνο έχει πολιτική διάσταση αλλά είναι μια κατεξοχήν πολιτική διαδικασία. (2) Η διαμόρφωση της εκπαίδευσης, τόσο στο μακρο-επίπεδο όσο και στο μικρο-επίπεδο, είναι αποτέλεσμα πολιτικών αναλύσεων, συγκρούσεων και διαπραγματεύσεων μεταξύ των ιδεολογιών των διαφόρων φορέων και ομάδων της κοινωνίας.
Με άλλα λόγια, ό,τι προτείνεται και καθιερώνεται στην εκπαίδευση δεν συμβαίνει ως θεόσταλτο ή/και λογικό, αλλά επειδή η ιδεολογία που εκφράζει τη σχετική αντίληψη είναι επικρατούσα στο κοινωνικό σώμα κι έτσι καταφέρνει να επιβάλλει τις απόψεις της. Επομένως, η σύμπραξη της ιδεολογίας με την επιστημονική και ακαδημαϊκή εργασία δεν είναι «παρά φύσιν», επειδή ας πούμε η ιδεολογία αποτελεί εξωεπιστημονικό κριτήριο, αλλά αντίθετα είναι απολύτως συμβατή, αφού η ιδεολογία «διαπερνά το σύνολο της κοινωνικής ζωής» της εκπαίδευσης, σε αυτήν οφείλεται η «παραγωγή» και η «αναπαράσταση ιδεών, αξιών και πεποιθήσεων», καθώς και το πώς αυτές «εκφράζονται και βιώνονται από τα άτομα και τις ομάδες» γενικότερα (McLaren, 2010: 306-307).
Συνεπώς, η ακαδημαϊκή μελέτη της εκπαίδευσης που οργανώνεται και λειτουργεί στη βάση μιας επισκίασης της πολικής διάστασης της τελευταίας, συσκοτίζει επίσης το πεδίο τόσο ως επιστήμη όσο και ως πολιτική πρακτική και καταλήγει σε μια ανούσια και μουσειακή ανάλυσή του, η οποία στο τέλος της ημέρας ούτε (ανα)στοχάζεται πάνω στα κακώς κείμενα της κοινωνίας και της οργάνωσής της ούτε και φυσικά είναι ικανή να επιφέρει κάποια ριζοσπαστική και προοδευτική αλλαγή. Αντίθετα, το έργο που αναλαμβάνει να επιτελέσει μια τέτοιου είδους επιστημονική σύλληψη για την εκπαίδευση είναι η συντήρηση και διεύρυνση της υπάρχουσας κατάστασης.
Αντί επιλόγου
Στο πλαίσιο αυτό, τι γίνεται με όσους/ες επιμένουν, πρώτον, να ασχολούνται με την απόρριψη των κυρίαρχων αντιλήψεων και πρακτικών στον ακαδημαϊκό χώρο και, δεύτερον, να εργάζονται στην κατεύθυνση της ανάδειξης της πολιτικοποίησης και ιδεολογικοποίησης του αντικειμένου της εκπαίδευσης, και κυρίως πώς αντιμετωπίζονται από την κατεστημένη πλειονότητα του χώρου; Για όσους/ες έχουν μια κάποια επαφή με το ακαδημαϊκό περιβάλλον, ξέρουν ότι εκείνοι/ες που αμφισβητούν το απολίτικο ρεύμα –και δόγμα πλέον– που επηρεάζει την εκπαίδευση, βιώνουν θα λέγαμε μια ακαδημαϊκή «ερημία», η οποία συνοδεύεται με περιφρόνηση αλλά και τάσεις για αξιολόγηση της επιστημονικής εγκυρότητας των λόγων τους και συνολικής αποσιώπησής τους, ακριβώς γιατί η στάση τους ενοχλεί και απειλεί την κατεστημένη οπτική και διαχείριση της ακαδημαϊκής κοινότητας για την εκπαίδευση.
«Και τι θα κάνουμε δηλαδή με τα πανεπιστήμια και τα σχολεία, μία αρένα αντιπαραθέσεων και συγκρούσεων;», ακούγεται συνεχώς με ελιτίστικο ύφος. Η απάντηση έρχεται αβίαστα και είναι καταφατική, από την αρχή ως το τέλος. Εξηγώ αμέσως τι εννοώ. Η λέξη αρένα έχει στον λόγο των απολίτικων και της αντίληψής τους, μία αρνητική χροιά, αυτή του κολοσσαίου, του κολαστηρίου, της χαοτικής συνθήκης που προσβλέπει σε ένα ζουγκλοποιημένο ακαδημαϊκό και σχολικό κλίμα. Ωστόσο, η λέξη αρένα μπορεί να αναγνωστεί και διαφορετικά: ως πεδίο δημοκρατικής και ηθικής διαμάχης και σύγκρουσης μεταξύ των μελών της ακαδημαϊκής και σχολικής κοινότητας. Άλλωστε, ο ίδιος ο κόσμος, η κοινωνική πραγματικότητα της καθημερινής ζωής, αλλά και πέραν αυτής, είναι ένας χώρος εντός του οποίου συναντώνται ετερόκλητες πεποιθήσεις και συμπεριφορές, και μέσα από τις διαδικασίες αλληλεπίδρασης και των συγκρούσεων και ζυμώσεων που προκύπτουν, παράγονται αποτελέσματα που εξηγούν τα γεγονότα, ενδεχομένως με καινούργιους τρόπους, και προτείνουν αναπλαισιώσεις και λύσεις.
Εκείνο το οποίο οφείλουμε να πράξουμε όσοι/ες θεωρούμε ότι η διαλεκτική πολιτικής/ιδεολογίας και επιστήμης δεν είναι επιλογή αλλά «αναγκαστικός δεσμός», είναι να ακτιβιστικοποιήσουμε τόσο θεωρητικά όσο και πρακτικά την παρουσία μας στον ακαδημαϊκό χώρο, να αναδείξουμε ότι το δηλητήριο που προκαλεί τον εφησυχασμό και την απολίτικη συμπεριφορά δεν είναι βεβαίως η πολιτική εμπλοκή στην εκπαίδευση αλλά το αντίθετο, δηλαδή η λογική που κυριαρχούσε χθες και εξακολουθεί να κυριαρχεί και σήμερα. Οφείλουμε να αντιταχθούμε στην υποτιθέμενη –φυσικοποημένη– κοινή λογική που εκφράζουν οι κυρίαρχοι λόγοι –ως επί το πλείστον της (ακρο)δεξιάς– και να αποδομήσουμε τα «καθεστώτα αλήθειας» (Φουκό, 1987: 34) που διακινούν και επιχειρούν να επιβάλλουν. Οφείλουμε να δείξουμε ότι η στάση μας είναι μία πολιτική στάση που αποτιμά, κρίνει και αξιολογεί με σκοπό α) την αποδόμηση και την απόρριψη μιας απολίτικης ακαδημαϊκής κοινότητας που ασχολείται με αποστειρωμένο ύφος και τρόπο, και εκ του ασφαλούς, με την επιστήμη, και β) την προώθηση μιας βαθιά πολιτικοποιημένης ακαδημαϊκής κοινότητας, η οποία θα λειτουργεί στη βάση δημοκρατικών αρχών και θα διεκδικεί συνεχώς, και περαιτέρω, ορατότητα και αναγνώριση των λόγων της.
Τέλος, ας μην ξεχνά κανείς/καμιά ότι, παρά την ηγεμονία των κυρίαρχων ακαδημαϊκών λόγων για την φύση, τη λειτουργία και την πρακτική της εκπαίδευσης, αυτοί «συνυπάρχουν με εναλλακτικούς λόγους που αντιστέκονται στην εξουσία τους και τους αμφισβητούν. Ένας λόγος μπορεί να είναι κυρίαρχος αλλά δεν καταφέρνει να φιμώσει και να σιωπήσει ολοκληρωτικά τους άλλους λόγους» (Πεχτελίδης, 2020: 15-16). Και αυτό ακριβώς το διακύβευμα είναι που προτείνω να τεθεί, όχι περιφερειακά, ως κινητήρια δύναμη της όποιας ενασχόλησης με το πεδίο της εκπαίδευσης.
Παραπομπές
1) Για πονήματα που επιτελούν την αντίθετη λογική, βλέπε ενδεικτικά τα ακόλουθα. Σχετικά με το πεδίο της εκπαιδευτικής πολιτικής, βλ. Ball, S. J. (2021). Ο Foucault, η Εξουσία και η Εκπαίδευση (Ρ. Βασιλάκη, Μτφρ., Μ. Σεβαστιάδου, Επιμ.). Αθήνα: Gutenberg. Σχετικά με το πεδίο της παιδικής ηλικίας, βλ. Χολτ, Τζ. (1979). Οι ανάγκες και τα δικαιώματα των παιδιών: Απόδραση απ’ την παιδική ηλικία (Ν. Μπαλής, Μτφρ.). Αθήνα: Εκδόσεις: Καστανιώτη, και Πεχτελίδης, Γ. (2015). Κοινωνιολογία της Παιδικής Ηλικίας. Αθήνα: Σύνδεσμος Ελληνικών Ακαδημαϊκών Βιβλιοθηκών. Σχετικά με τη σχολική γνώση και τα αναλυτικά προγράμματα, βλ. Bernstein, B. (1991). Παιδαγωγικοί Κώδικες και Κοινωνικός Έλεγχος (Ι. Σολωμών, Μτφρ.). Αθήνα: Αλεξάνδρεια, Πεχτελίδης, Γ. (2020). Για μια εκπαίδευση των κοινών εντός και πέραν των «τειχών». Αθήνα: Gutenberg, και Πεχτελίδης, Γ. (2011). Κυριαρχία και αντίσταση. Μεταδοµιστικές αναλύσεις της εκπαίδευσης. Αθήνα: Εκκρεµές. Σχετικά με το πεδίο της διδακτικής της γλώσσας, βλ. Αρχάκης, Α. (2020). Από τον εθνικό στον μετα-εθνικό λόγο: Μεταναστευτικές ταυτότητες και κριτική εκπαίδευση. Αθήνα: Εκδόσεις Πατάκη.
2) Περισσότερα γι’ αυτό το ζήτημα, βλέπε: Αλτουσέρ, Λ. (1999). Θέσεις: 1964-1975 (Ξ. Γιαταγάνας, Μτφρ.). Αθήνα: Θεμέλιο, Ball, S. J. (2021). Ο Foucault, η Εξουσία και η Εκπαίδευση (Ρ. Βασιλάκη, Μτφρ., Μ. Σεβαστιάδου, Επιμ.). Αθήνα: Gutenberg, Ferrer, F. I. (2022). Το Μοντέρνο Σχολείο: Η καταγωγή και τα ιδανικά του (Φ. Τσαλούχου, Μτφρ., Χ. Ποζίδης, Επιμ.). Αθήνα: Στάσει Εκπίπτοντες, Freire, P., AraùjoFreireA. M.,&deOliveiraW. (2021). Παιδαγωγική της Αλληλεγγύης (Δ. Ασημακοπούλου, Μτφρ., Γ. Τσιάκαλος, Επιμ.). Αθήνα: Επίκεντρο, Γκούντμαν, Π. (1977). Κριτική της κατεστημένης παιδείας: Υποχρεωτική δυσεκπαίδευση (Λ. Θεοδωρακόπουλος, Μτφρ.). Αθήνα: Εκδόσεις Καστανιώτη, Illich, I. (1976). Κοινωνία χωρίς σχολεία (Β. Αντωνόπουλος & Δ. Ποταμιανός, Μτφρ.). Αθήνα: Eκδοσεις Βέργος, Κόκκος, Α. (2017). Εκπαίδευση και χειραφέτηση: Μετασχηματίζοντας στερεοτυπικές αντιλήψεις στο σχολείο και στην εκπαίδευση ενηλίκων. Αθήνα: Επιστημονική Ένωση Εκπαίδευσης Ενηλίκων, Μηλιός, Γ. (1984). Εκπαίδευση και εξουσία: Κριτική της καπιταλιστικής εκπαίδευσης. Αθήνα: Θεωρία Ε.Π.Ε., Πεχτελίδης, Γ. (2011). Κυριαρχία και αντίσταση. Μεταδοµιστικές αναλύσεις της εκπαίδευσης. Αθήνα: Εκκρεµές, Ρέϊμερ, Έ. (1976). Το σχολείο είναι νεκρό (Ρ. Ζήση, Μτφρ.). Αθήνα: Εκδόσεις Βέργος, Φρέιρε, Π. (1974). Η αγωγή του καταπιεζόμενου (Γ. Κρητικός, Μτφρ.). Αθήνα: Ράππα, Φρέϊρε, Π. (1977). Πολιτιστική Δράση για την Κατάκτηση της Ελευθερίας (Σ. Τσάμης, Μτφρ.). Αθήνα: Εκδόσεις Καστανιώτη, Zibechi, R. (2010). Αυτονομίες και χειραφετήσεις: Η Λατινική Αμερική σε κίνηση (Ομάδα μεταφραστών, Μτφρ.). Αθήνα: Αλάνα.
Βιβλιογραφία
- Αλτουσέρ, Λ. (1999). Θέσεις: 1964-1975 (Ξ. Γιαταγάνας, Μτφρ.). Αθήνα: Θεμέλιο.
- Αρχάκης, Α. (2020). Από τον εθνικό στον μετα-εθνικό λόγο: Μεταναστευτικές ταυτότητες και κριτική εκπαίδευση, Αθήνα: Εκδόσεις Πατάκη.
- Ball, S. J. (2021). Ο Foucault, η Εξουσία και η Εκπαίδευση (Ρ. Βασιλάκη, Μτφρ., Μ. Σεβαστιάδου, Επιμ.). Αθήνα: Gutenberg.
- Bernstein, B. (1991). Παιδαγωγικοί Κώδικες και Κοινωνικός Έλεγχος (Ι. Σολωμών, Μτφρ.). Αθήνα: Αλεξάνδρεια.
- Γκούντμαν, Π. (1977). Κριτική της κατεστημένης παιδείας: Υποχρεωτική δυσεκπαίδευση (Λ. Θεοδωρακόπουλος, Μτφρ.). Αθήνα: Εκδόσεις Καστανιώτη.
- Ferrer, F. I. (2022). Το Μοντέρνο Σχολείο: Η καταγωγή και τα ιδανικά του (Φ. Τσαλούχου, Μτφρ., Χ. Ποζίδης, Επιμ.). Αθήνα: Στάσει Εκπίπτοντες.
- Freire, P., AraùjoFreireA. M., &deOliveiraW. (2021). Παιδαγωγική της Αλληλεγγύης (Δ. Ασημακοπούλου, Μτφρ., Γ. Τσιάκαλος, Επιμ.). Αθήνα: Επίκεντρο.
- Illich, I. (1976). Κοινωνία χωρίς σχολεία (Β. Αντωνόπουλος & Δ. Ποταμιανός, Μτφρ.). Αθήνα: Εκδόσεις Βέργος.
- Κόκκος, Α. (2017). Εκπαίδευση και χειραφέτηση: Μετασχηματίζοντας στερεοτυπικές αντιλήψεις στο σχολείο και στην εκπαίδευση ενηλίκων. Αθήνα: Επιστημονική Ένωση Εκπαίδευσης Ενηλίκων.
- McLaren, P. (2010). Κριτική παιδαγωγική: μια επισκόπηση. Στο Γρόλλιος Δ. Γ. & Γούναρη, Π. (επιμ.), Κριτική παιδαγωγική: μια συλλογή κειμένων, σσ.279-330.
- Μηλιός, Γ. (1984). Εκπαίδευση και εξουσία: Κριτική της καπιταλιστικής εκπαίδευσης. Αθήνα: Θεωρία Ε.Π.Ε.
- Πεχτελίδης, Γ. (2011). Κυριαρχία και αντίσταση. Μεταδοµιστικές αναλύσεις της εκπαίδευσης. Αθήνα: Εκκρεµές.
- Πεχτελίδης, Γ. (2015). Κοινωνιολογία της Παιδικής Ηλικίας. Αθήνα: Σύνδεσμος Ελληνικών Ακαδημαϊκών Βιβλιοθηκών.
- Πεχτελίδης, Γ. (2020). Για μια εκπαίδευση των κοινών εντός και πέραν των «τειχών». Αθήνα: Gutenberg.
- Ρέϊμερ, Έ. (1976). Το σχολείο είναι νεκρό (Ρ. Ζήση, Μτφρ.). Αθήνα: Εκδόσεις Βέργος.
- Φουκό, Μ. (1987). Εξουσία, γνώση και ηθική (μτφρ. Ζήσης Σαρίκας). Αθήνα: Ύψιλον.
- Φρέιρε, Π. (1974). Η αγωγή του καταπιεζόμενου (Γ. Κρητικός, Μτφρ.). Αθήνα: Ράππα.
- Φρέϊρε, Π. (1977). Πολιτιστική Δράση για την Κατάκτηση της Ελευθερίας (Σ. Τσάμης, Μτφρ.). Αθήνα: Εκδόσεις Καστανιώτη.
- Χολτ, Τζ. (1979). Οι ανάγκες και τα δικαιώματα των παιδιών: Απόδραση απ’ την παιδική ηλικία (Ν. Μπαλής, Μτφρ.). Αθήνα: Εκδόσεις: Καστανιώτη.
- Zibechi, R. (2010). Αυτονομίες και χειραφετήσεις: Η Λατινική Αμερική σε κίνηση (Ομάδα μεταφραστών, Μτφρ.). Αθήνα: Αλάνα.