Του Κώστα Μελά *
Η εξυπηρέτηση του δημοσίου χρέους έχει αναχθεί, στην παρούσα συγκυρία, σ’ ένα από τα βασικά προβλήματα της κρίσης που αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία. Σ’ αυτό έχουν συμβάλει, αποφασιστικά, τα διαχειριστικά λάθη της σημερινής κυβέρνησης. Ανεξαρτήτως όμως αυτών των λαθών, υπάρχουν αντικειμενικά δεδομένα που δημιουργούν ασφυκτικούς περιορισμούς, ορισμένοι εκ των οποίων μπορούν να ξεπεραστούν μόνο με αλλαγή των πολιτικών συσχετισμών τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ε.Ε. Αυτό είναι και το μέγιστο καθήκον των αριστερών πολιτικών δυνάμεων. Είναι γνωστό ότι η συμμετοχή στο κοινό νόμισμα δεσμεύει τις δυνατότητες ασκήσεως οικονομικής πολιτικής. Βραχυχρονίως, η σημαντικότερη παράμετρος αντιμετώπισης της κρίσης είναι ασφαλώς η αποφυγή αύξησης του λόγου του χρέους προς το ΑΕΠ (λόγος ο οποίος θα αυξηθεί τα δύο επόμενα έτη, παρά τα μέτρα που έχουν ληφθεί).
Επομένως, η μεταβλητή ενδιαφέροντος είναι ο λόγος του δημοσίου χρέους προς το ΑΕΠ, καθόσον αυτός αντανακλά τη δυνατότητα εξυπηρέτησης των δανειακών υποχρεώσεων. Επομένως, η τόνωση της οικονομικής ανάπτυξης είναι σημαντικότατη. Υψηλότερη ανάπτυξη σημαίνει αφενός υψηλότερα φορολογικά έσοδα, αφετέρου βελτίωση του λόγου του χρέους προς το ΑΕΠ.
Η ανάπτυξη, όμως, θα είναι πολύ δυσχερής υπόθεση τα επόμενα έτη. Το περιβάλλον κρίσης ανέδειξε τα χρόνια διαρθρωτικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας, ήτοι τα δίδυμα ελλείμματα, δημοσιονομικό και εξωτερικό. Τα συμπτώματα αυτά μαρτυρούν τις βαθύτερες παθογένειες της χαμηλής ανταγωνιστικότητας και του στρεβλού παραγωγικού προτύπου της ελληνικής οικονομίας. Η αβελτηρία όλων των μεταπολεμικών κυβερνήσεων στην ενεργητική αντιμετώπιση αυτών, καθιστά πλέον εμφανές ως επιβαλλόμενο σενάριο την αναγκαστική προσαρμογή των ανισορροπιών, μέσω μίας μακροχρόνιας ύφεσης. Αυτό, όμως, είναι το χειρότερο δυνατό σενάριο προσαρμογής. Αφενός διότι δεν αντιμετωπίζει τις υπολανθάνουσες, διαρθρωτικές, αιτίες της υστέρησης της ανταγωνιστικότητας, άρα υπονομεύει τις μακροχρόνιες προοπτικές ανάπτυξης, επιφέρει μεγαλύτερη συνολική απώλεια εισοδημάτων και κοινωνικής ευημερίας σε σχέση με μία συνεκτική στρατηγική διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και δεν αποκλείει την επανάληψη του φαινομένου. Αφετέρου, κάθε θεραπεία-σοκ δεν επιτρέπει τη στοχευμένη κατανομή του κόστους μεταξύ των κοινωνικών στρωμάτων και μεταξύ των γενεών, ώστε τελικά το κόστος της θα βαρύνει αναλογικά περισσότερο τους λιγότερο εύπορους και τους πάσης φύσεως εργαζόμενους, καθώς και τις μελλοντικές γενιές έναντι των οικονομικά ενεργών επί του παρόντος.
Η αναζήτηση χρόνου για να μπορέσει η χώρα να μεγεθύνει το εισόδημά της, να αποφύγει την πτώχευση και να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της είναι πρωταρχική ανάγκη. Αυτό θα έπρεπε να είχε αποτελέσει τη βάση της διαπραγμάτευσης της κυβέρνησης η οποία, παρά τα ισχυριζόμενα, παρουσιάζει ισχυρό έλλειμμα διαπραγματευτικής ισχύος.
Υπάρχουν αναλυτές που προτείνουν ως μοναδική διέξοδο να προχωρήσει η Ελλάδα, εθελοντικά, σε στάση πληρωμών. Δηλαδή να κηρύξει χρεοκοπία, να επανέλθει στο εθνικό της νόμισμα αποχωρώντας από την Ευρωζώνη και την Ε.Ε. Το συγκεκριμένο σενάριο αποτελεί την πεμπτουσία της καταστροφής. Όσοι το υποστηρίζουν δεν έχουν την παραμικρή αίσθηση της πραγματικότητας – ούτε της ελληνικής ούτε της διεθνούς. Πάνω απ’ όλα δεν έχουν συναίσθηση των πολλαπλών αρνητικών επιπτώσεων σε βάρος όλων των κοινωνικών διαστρωματώσεων των εργαζόμενων πολιτών της χώρας.
* Ο Κώστας Μελάς είναι πανεπιστημιακός