του Κώστα Λιβιεράτου
«…εκείνον τον καιρό, έγιναν μακρές και βίαιες συζητήσεις για τη μορφή και την έκτασι της κοινοτικής αυτοδιοικήσεως, που το κόμμα των φιλελευθέρων, στην αρχή τότε του σταδίου του, θάδινε στη χώρα· από το ένα μέρος ήταν ο μεγάλος Δημοσθένης Σωτηρίου, ο Ρέπουλης, ο Κώστας Γόντικας κ.λπ., κι αυτοί υπεστήριζαν να δοθεί μια πραγματική κοινοτική αυτοδιοίκησις που να προσήγγιζε όσο την εποχή εκείνη ήταν δυνατόν να προσεγγίσει την άποψη που σ’ αυτή τη μελέτη μου εκθέτω· από το άλλο μέρος ήταν ο Αλ. Παπαναστασίου, ο Κ. Δεμερτζής και οι λοιποί κοινωνιολόγοι του γλυκού νερού και δυστυχώς υπερίσχυσαν αυτοί που επρότειναν το νόθο κατασκεύασμα του ΔΝΖ΄ νόμου. Και απάνω σ’ αυτό λοιπόν σας λέω ότι οριστικά εκρίθηκε τότε και εξώκειλε το βασικό ζήτημα της εσωτερικής αναγεννήσεως (της ανορθώσεως, όπως λέγανε) της Ελλάδος, η οποία, αφού στην κρίσιμη ώρα δεν μπόρεσε να εγκολπωθεί και να γονιμοποιήσει την ιδέα που της εχαμογέλασε για μια στιγμή ως ο πιο ψηλός καρπός ολόκληρης της ιστορίας του έθνους μας και ως το κατακόρυφο συνθετικό δεδομένο της πείρας ενός ολοκλήρου αιώνος ταλαιπωρημένης ελευθερίας, άρχισε αμέσως από τότε να κυλά προς την εσωτερική αποσύνθεσι και προς την παρακμή, μια παρακμή που, παρ’ όλα τα φαινόμενα της περίλαμπρης επιφανειακά δράσεως (όπου άλλως εδαπανήθηκε τόσο μάταια και η τελευταία που από καιρό συσσωρευόταν ικμάδα του λαού τούτου), ήταν μια παρακμή βαθιά και εσωτερική και συνεπώς ουσιαστική· επειδή εκείνη ακριβώς η νίκη των ρηχών κοινωνιολόγων, των μοιραίων αυτών μεταπρατών της ξένης σοφίας στον τόπο μας, δεν σήμαινε στην ουσία τίποτε ολιγώτερο παρά την ανάλγητη όσο και μυστική δολοφονία του πιο αγνού, του πιο ιερού σπέρματος, που, ύστερα από αιώνων σκοτεινή κι άθλια ζωή, είχε πιαστεί και χαρμόσυνα και δειλά και σεμνά είχε σκιρτήσει τότε μέσα στην ελληνική μήτρα, στον έγκατο και βαθύτατο κόλπο της ελληνικής ιστορίας. Πρέπει να μην έχει κανείς ίχνος οσφρήσεως για να μη νοιώθει ότι σήμερα μια βαθιά δυσωδία πνίγει την Ελλάδα…»
(Κ.Δ. Καραβίδας, Η δημοκρατία και η αυτοδιοίκησις εν Ελλάδι, 1930, σ. 158-59 – φωτογραφική ανατύπωση στο Κ.Δ.Κ., Το πρόβλημα της αυτονομίας, Παπαζήσης, 1981)
Το μελαγχολικό σ’ αυτή τη διάγνωση που κάνει το 1930 ο Κωνσταντίνος Καραβίδας είναι ότι αναφέρεται σ’ ένα ιστορικό ενδεχόμενο που η «κρίσιμη ώρα» του έχει παρέλθει: τη δυνατότητα να καρποφορήσουν τελικά στην ελληνική ιστορία η ιδέα και το σπέρμα του κοινοτισμού. Τη χαμένη ευκαιρία σημαδεύει μια διαμάχη για την αυτοδιοίκηση ανάμεσα σε δύο αντίπαλες πλευρές, τους υποστηρικτές μιας «πραγματικής κοινοτικής αυτοδιοίκησης» και τους «ρηχούς κοινωνιολόγους», που θα σφραγίσουν τη νίκη τους με την ψήφιση του νόμου ΔΝΖ΄ το 1912. Η ρύθμιση αυτή θα συνδυαστεί αργότερα, το 1923-24, με ορισμένα διατάγματα των κυβερνήσεων Βενιζέλου και Παπαναστασίου σ’ ένα σύστημα όπου το πάνω χέρι έχει η διορισμένη νομαρχιακή αυτοδιοίκηση, ενώ οι θνησιγενείς κοινότητες χωρίς πόρους δεν είναι παρά «το έκθετο, το ανάπηρο πλάσμα», του οποίου «η εξάρτησι έγινε πιο στενή από το κέντρο», καθώς αυτό «εδημιούργησε κυρίως ένα όργανο για τις δικές του τις καθαρώς κρατικές δουλειές» (ΔΑΕ 148).
Το ζήτημα ωστόσο δεν εξαντλείται σ’ αυτή την ιδεολογική και θεσμική συγκυρία. Μετά από έναν αιώνα «ταλαιπωρημένης» ύπαρξης του νεοελληνικού κράτους, πολύ βαθύτερα από την «περίλαμπρη επιφανειακά δράση» που έμελλε να ξοδέψει τις τελευταίες δυνάμεις του λαού στους Βαλκανικούς Πολέμους και τη Μικρασιατική εκστρατεία, η κοινότητα, η αγροτική και κατ’ επέκταση η «αστοχωρική», φάνηκε να κρατάει τα κλειδιά της «εσωτερικής αναγεννήσεως». Επρόκειτο άλλωστε για ένα φαινόμενο οικουμενικής εμβέλειας, «το ομαδικό πνεύμα με όλες τις μορφές που μπορεί να πάρει» (Σοσιαλισμός και κοινοτισμός, 1930, στον ίδιο τόμο, σ. 44), το οποίο εκδηλώνεται και πέρα από τα όρια του ελληνισμού, ιδίως στον κόσμο της Μεσογείου (ΣΚ 10, 61), αλλά και σε κάθε πιθανό χρόνο και τόπο (ΣΚ 8, 51-52). Γι’ αυτό και, μετά τη σημαδιακή εκείνη ήττα, ο Καραβίδας συνέχισε με πείσμα την προσπάθεια, πρωτοστατώντας σε περιοδικά όπως η Κοινότης (μαζί με τον Ντίνο Μαλούχο), γράφοντας πλήθος μελέτες και άρθρα για το κοινοτικό φαινόμενο σε συνάρτηση με τη γεωοικονομία και τη γεωπολιτική, το αγροτικό ζήτημα, τη νεοελληνική και την αρχαία κληρονομιά, τη λαϊκή και τη λόγια παράδοση, και επιχειρώντας να ανοίξει διάλογο σε πολλά μέτωπα – λιγότερο με τον παρακμασμένο φιλελευθερισμό, που είχε ήδη αποδείξει ότι κωφεύει, και περισσότερο με την αναδυόμενη αριστερά, με την οποία θεωρούσε πως μοιραζόταν ώς ένα σημείο τη μέθοδο του ιστορικού υλισμού (ΣΚ 56). Το Σοσιαλισμός και κοινοτισμός, η χειμαρρώδης απάντησή του στην εύστροφη κριτική του σοσιαλιστή Ν. Γιαννιού, καθώς και τα σχόλια προς τον Αλ. Σβώλο στο βιβλίο του Κοινοτική Πολιτεία του 1935, συνιστούν μάλλον την πιο σημαντική πραγμάτευση του κοινωνικού ζητήματος στην Ελλάδα μετά τη συζήτηση στον Νουμά (1907-9) για Το κοινωνικόν μας ζήτημα του Γ. Σκληρού – μολονότι φανερώνουν επίσης τα όρια του διαλόγου που γρήγορα επιβάλλει με την αδιαφορία ή την αδυναμία της η άλλη πλευρά.
Ήταν λοιπόν σωστή η διάγνωση για τη στιγμή που κρίθηκαν όλα; Σίγουρα, οι θεσμικές πρωτοβουλίες για την αυτοδιοίκηση που ακολούθησαν επί έναν αιώνα (μέχρι και τον «Καποδίστρια») έθεσαν το πράγμα σε όλο και πιο σαθρή βάση («χωρίς τον κοινοτισμό, γιοκ αυτοδιοίκησις» – ΣΚ 67), στην κατεύθυνση ακριβώς της τυφλής μεταφοράς και επιβολής δυτικών εκλογικών και άλλων σχημάτων που αρμόζουν «σε Κράτη της εσχάτης λιμπεραλιστικής επιπολαιότητας» (ΣΚ 53), όπως σάρκαζε από τότε ο Καραβίδας. Ακόμη πιο σημαντικό, η ιδέα μιας έλλογης αντιμετώπισης του κοινωνικού ζητήματος που να ξεκινάει από τα κάτω, από την πραγματικότητα των αγροτικών και μικροαστικών λαϊκών στρωμάτων, και να φτάνει μέχρι την ανασύνταξη της πολιτείας («το προτσέσους με το οποίον οι κοινότητες θα μπορούσαν να συντεθούν σε Κράτος» – ΣΚ 46), δεν αναπτύχθηκε ποτέ ξανά σε τέτοιο βάθος στην ελληνική δημόσια σκηνή – για να μείνει τελικά χωρίς ανταπόκριση. Η μόνη ανάλογη απόπειρα, από την πλευρά της αριστεράς αυτή, αρκέστηκε να μεταφέρει το έτοιμο πρόγραμμα του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού, δίνοντας δογματικά την πρωτοκαθεδρία σε μια εμβρυώδη εργατική τάξη και ξορκίζοντας την ιδιάζουσα βαρύτητα της μικροαστικής (ΣΚ 75-76). Ούτε η σημαντική έκτακτη εμπειρία αυτοδιοικητικής οργάνωσης στην Κατοχή μπόρεσε να εμπνεύσει ένα σοβαρό μεταρρυθμιστικό ή επαναστατικό αναστοχασμό σ’ αυτό το χώρο.
Το ερώτημα μπορεί όμως να τεθεί και με αντίστροφο, ίσως ακόμη τραγικότερο, τρόπο: χάθηκε πράγματι τότε η ευκαιρία ή μήπως ήταν ήδη χαμένη από καιρό; Όταν ο Καραβίδας έκρινε ότι το τέλος των ελληνικών παροικιών στη Μικρά Ασία και τα Βαλκάνια και το κλείσιμο του εθνικού ζητήματος έκαναν επιτακτική πια τη μετατροπή του κοινοτικού κυττάρου από «βάση εξορμήσεως» σε «κέντρο εργασίας» (ΣΚ 138), δεν εξέταζε κατά πόσο η θέση στον διεθνή καταμερισμό εργασίας που επεφύλασσε το κεφάλαιο στη χώρα αντιστρατευόταν πλήρως μια τέτοια προοπτική. Όσο καλά κι αν γνώριζε τη διαβρωτική δύναμη του κεφαλαίου, θεωρούσε ότι οι κοινότητες μπορούσαν να επιβιώσουν δυναμικά υπό το καπιταλιστικό σύστημα (ΣΚ 30-31, 52-53, 62-66), ως στοιχεία μιας πιο ριζικής πραγματικότητας («η κοινότητα δεν είναι παράγωγο του Κράτους· αλλ’ αντίθετα το Κράτος, η Θρησκεία, το Έθνος, ο πολιτισμός, είναι παράγωγά της» – ΔΑΕ 151). Τέλος, μια τέτοια θεώρηση, οσοδήποτε λαμπρή, δεν ήταν άραγε προορισμένη να μείνει στα χαρτιά αφού, παρά τη λαϊκή αναφορά της, δεν βρισκόταν σε αλληλεπίδραση μ’ ένα ζωντανό λαϊκό κίνημα; Το Κιλελέρ ήταν ακόμα νωπό.
Υπήρξε λοιπόν η ευκαιρία; Πέρασε από δίπλα και χάθηκε οριστικά; Ή μήπως δεν υπήρξε ποτέ; Παρόμοια διλήμματα επαναλαμβάνονται βασανιστικά, με μικρές ή μεγάλες ιστορικές αφορμές, μέχρι σήμερα που, γι’ άλλη μια φορά, «μια βαθιά δυσωδία πνίγει την Ελλάδα». Μετά από δεκαετίες νάρκωσης, στα χρόνια της κρίσης, από τον Δεκέμβρη και τις Πλατείες μέχρι την πρώτη φορά Αριστερά, το ζήτημα των κοινών, μαζί με την προϋπόθεση της παραγωγικής ανασυγκρότησης, έχει έρθει στο προσκήνιο. Αν εδώ κίνημα υπήρξε, με τη μία ή την άλλη μορφή, μέσα σ’ αυτά που έλειψαν θα μπορούσαν να συγκαταλεχθούν κάποιες εμπνευσμένες φωνές, ικανές να μιλήσουν με έγνοια, λόγο και πάθος για όσα χαθήκανε κι όσα ζητιούνται σ’ αυτό τον τόπο (ανάμεσα στις εξαιρέσεις, εκείνη του Γιώργου Λιερού). Είναι αυτές που θα μπορούσαν ν’ ακούσουν και να καλέσουν σήμερα, πίσω από τη βοή των κοινών, όχι τόσο «έναν αποκρυσταλλωμένο μορφικά θεσμό» όσο «ένα χιλιόψυχο και πολύμορφο ζώο» (ΣΚ 48), με «τεράστια προσαρμοστική δύναμι και κουτοπονηριά απερίγραπτη», κι ακόμη με «συνθετική, προσωπική και διαπλαστική δύναμη» (ΣΚ 50-51), όπως το ονειρεύτηκε κάποτε απελπισμένα ένας άνθρωπος που κανείς δεν θα μπορούσε να τον κατηγορήσει για ολιγωρία και πεσιμισμό – ο κοινοτιστής Κωνσταντίνος Καραβίδας.