Γράφει η Τερψιχόρη Δέλτα

 

«…Ψυχομαμά που σκοτώνει τ’ αγόρια της,

Είναι παράξενη αυτή η πόλη…»

(Γ. Αγγελάκας, Παράξενη Πόλη)

 

Η Αθήνα. Χιλιάδες άνθρωποι, από διαφορετικά μέρη του πλανήτη, σκέφτονται όλοι ταυτόχρονα κάτι διαφορετικό. Από την Πλατεία Συντάγματος, ακολουθώ την Ερμού, κατευθυνόμενη προς Μοναστηράκι.

Κόσμος κατακλύζει κάθε τετραγωνικό του δρόμου. Ντόπιοι, επαρχιώτες που θαυμάζουν τη στολισμένη πρωτεύουσα, Κινέζοι τουρίστες με χαώδη βλέμματα ψάχνουν κάτι να φωτογραφίσουν, Σύριοι φορτωμένοι τα μπαγκάζια τους στους ώμους, κινούμενοι ανά δεκάδες. Ξοδέματα σε πολυτελείς αγορές, νεοελληνισμός και από την άλλη, φτώχεια, γκρίνια, μετανάστευση…

Στο τέρμα του αλλοπρόσαλλου, πολύχρωμου δρόμου-πανηγυριού, οι μυρωδιές αλλάζουν. Ξεφεύγουν από τους οσφρητικούς σου υποδοχείς τα ενοχλητικά αρώματα των καθωσπρέπει κυριών και ο ιδρώτας των πωλητριών που τρέχουν και δεν φτάνουν και τη θέση τους παίρνουν μυρωδιές, λιγότερο δυτικές και εκλεπτυσμένες. Ναι, το διάσημο σουβλάκι, χιλιοδοξασμένη πολιτισμική κληρονομιά και βασικό διατροφικό θαύμα, που υπόσχεται στον μαγαζάτορα μπόλικα ξενόφερτα, φρεσκοτυπωμένα χαρτονομίσματα και στον τουρίστα την απόλυτη γευστική ηδονή.

Στα αφτιά σου φτάνουν ήχοι τυμπάνων από τους Αφροαμερικανούς θαμώνες της πλατείας και συμπληρώνεται, έτσι, η σκηνή μάχης. Πάγκοι με κοσμήματα, «κράχτες» στα μαγαζιά με τα τουριστικά, σακούλες με ψώνια και κάθε είδους συζητήσεις.

Μικρότερη, σπαταλούσα ώρες με ένα φίλο, παίζοντας ένα παιχνίδι. Καθισμένοι σε κάποια κεντρική πλατεία αυτής της παράξενης πόλης, προσπαθούσαμε να μαντέψουμε το αγαπημένο φαγητό κάποιου περαστικού, το αγαπημένο του χρώμα, αν έχει εραστή και πού δουλεύει. Και πού να πηγαίνει τώρα τόσο βιαστικά; Ύστερα, σκεφτόμασταν πως γύρω μας κινούνται καθημερινά άστεγοι, εισοδηματίες, μικροκακοποιοί, μπαλαρίνες, τραπεζίτες, τρομοκράτες, δολοφόνοι και δημόσιοι υπάλληλοι. ‘Ολοι αυτοί, υπό τους ήχους των κρουστών, αν τους κοιτάξεις για μια στιγμή από ψηλά, θα μοιάζουν με κάποιον παραφορτωμένο πίνακα ζωγραφικής, με άπειρους συνδυασμούς χρωμάτων, κάποιου εξπρεσιονιστή, που έκανε χρήση ψυχοτρόπων ουσιών, ακούγοντας Μπετόβεν.

Κι όμως, πώς γίνεται όλα αυτά τα αμέτρητα, πολύχρωμα ανθρωπάκια, να συμβιώνουν, χωρίς συχνές «εκρήξεις», όταν το ένα κατευθύνεται προς τη Βουλή, το άλλο προς το Zara, και κάποιο άλλο προς ένα ξεχασμένο από το θεό παλαιοπωλείο; Από πού πηγάζει η ασυνείδητη ανάγκη για κοινωνικότητα και συνδιαλλαγή ανάμεσά τους, ενώ δεν συγκλίνουν στο ελάχιστο;

Αποφεύγοντας να δώσω εγώ απάντηση, μια και η δική μου αιτιολόγηση είναι πολιτική, συνιστώ να βγάλουμε όλοι τα συμπεράσματά μας, από μια παρόμοια βόλτα στους δρόμους αυτής της πόλης με τα χίλια πρόσωπα. Της πόλης, όπου όλα κινούνται, σαν ένα μέρος ενός κοινωνικού πειράματος. Οι παθιασμένοι κάτοικοι αυτής της σκληροπυρηνικής, βίαιης και γοητευτικής πόλης, νιώθουμε απέναντί της μίσος και έρωτα…

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!