Η ιστορία της από το 1938 που ξεκίνησε ως και σήμερα
της Χρυσούλας Παλιαδέλη
Κλείνουν σαράντα χρόνια από την έναρξη της εντυπωσιακής ανασκαφής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης στη Μεγάλη Τούμπα (1976) από τον καθηγητή Μανόλη Ανδρόνικο και τους πανεπιστημιακούς συνεργάτες του, ως συνέχεια μιας μακράς παρουσίας του ΑΠΘ στη Βεργίνα, που είχε εγκαινιαστεί πριν από τον πόλεμο (1938), από τον καθηγητή Κωνσταντίνο Ρωμαίο και τους μαθητές του και συνεχίζεται μέχρι σήμερα, με εξαιρετικά για τη γνώση της Αρχαίας Μακεδονίας αποτελέσματα. Η ανεύρεση των βασιλικών τάφων που διατηρήθηκαν κάτω από την τεράστια επίχωση του τεχνητού λόφου (1977-1980) μαζί με το άθικτο περιεχόμενό τους συμπλήρωσε με νέα πολύτιμα δεδομένα την εικόνα του εκτεταμένου αρχαιολογικού χώρου που απλώνεται στις βόρειες παρυφές των Πιερίων, νότια από τον Αλιάκμονα: επιβεβαίωσε την ταύτισή του με τις Αιγές, την παλιά πρωτεύουσα του μακεδονικού βασιλείου, κατέδειξε το χαρακτήρα του εντυπωσιακού οικοδομήματος ως ανακτόρου, αποκάλυψε το θέατρο της αρχαίας πόλης, όπου δολοφονήθηκε ο Φίλιππος ο Β’ το 336 π.Χ., εντόπισε και ανέσκαψε το σύνολο των 11 μακεδονικού τύπου τάφων της περιοχής, έφερε στο φως το Ιερό της Μητέρας των Θεών, εντόπισε και ανασκάπτει την οχύρωση και ερευνά την Αγορά της αρχαίας πόλης, με σημαντικά ευρήματα (επιγραφές, γλυπτά και πολύτιμες ταφές) που συμπληρώνουν την περιορισμένη γνώση μας και αντανακλούν τη σημασία του χώρου για τη δυναστεία των Τημενιδών.
Με εξαίρεση την υποστήριξη της Πολιτείας στην ολοκλήρωση της ανασκαφής στη Μεγάλη Τούμπα, αμέσως μετά την ανεύρεση των βασιλικών τάφων (1977), η πανεπιστημιακή ανασκαφή στη Βεργίνα, ως ερευνητική αλλά και εκπαιδευτική διαδικασία που «παράγει» τους μελλοντικούς αρχαιολόγους, στηρίχτηκε και εξακολουθεί να στηρίζεται οικονομικά αποκλειστικά και μόνον στα κονδύλια από τον τακτικό προϋπολογισμό του ΑΠΘ και σε μικρής κλίμακας έκτακτες επιχορηγήσεις της Επιτροπής Ερευνών του. Η δραματική μείωση των διαθέσιμων κονδυλίων έχει επηρεάσει τους ανασκαφικούς στόχους της, χωρίς να αναστείλει, ωστόσο, τους εντατικούς ερευνητικούς της ρυθμούς ή την διδακτική, επιστημονική και κοινωνική της εξωστρέφεια (υποδοχή φοιτητών της αλλοδαπής, δημοσιεύσεις, ανακοινώσεις, διαλέξεις, συμμετοχή σε εκθέσεις κ.λ.π.).
Και ενώ στις προκηρύξεις παλαιών και νέων ευρωπαϊκών προγραμμάτων για τη συντήρηση, την προστασία και την ανάδειξη αρχαιολογικών συνόλων την αποκλειστικότητα στη διεκδίκηση, την επιλογή και την απορρόφηση των κονδυλίων τους διατηρεί το Υπουργείο Πολιτισμού και οι Υπηρεσίες του, οι πανεπιστημιακές ανασκαφές ασκούν την πολύπλευρη δράση τους με πενιχρά κονδύλια που δεν αντιστοιχούν στη μέγιστη συμβολή τους στην αρχαιολογική επιστήμη. Η μελέτη των ευρημάτων της πανεπιστημιακής ανασκαφής στη Βεργίνα, ειδικότερα, πραγματώνεται, εντέλει, χάρη στο φιλότιμο των συναδέλφων άλλων ειδικοτήτων του ΑΠΘ και του ΕΚΕΦΕ «Δημόκριτος», με μια γόνιμη διεπιστημονική συνεργασία που έχει ενταθεί τα τελευταία χρόνια. Ιδιαίτερα σημαντικό από την άποψη αυτή είναι το ερευνητικό πρόγραμμα που αφορά στη συστηματική επανεξέταση του σκελετικού υλικού από τους βασιλικούς τάφους της Μεγάλης Τούμπας και των βασιλικών ταφών από την Αγορά της αρχαίας πόλης, προκειμένου να τεθούν διαδικτυακά στη διάθεση της διεθνούς επιστημονικής κοινότητας οριστικά και έγκυρα δεδομένα στη συζήτηση για την ταύτιση των βασιλικών νεκρών και τη χρονολόγηση των μνημείων που περιείχαν τις ταφές τους.
Η τρίτη γενιά των πανεπιστημιακών αρχαιολόγων, μετά τον Κωνσταντίνο Ρωμαίο και τον Μανόλη Ανδρόνικο, που έχει την τωρινή ευθύνη της ανασκαφής στη Βεργίνα, έχει τη μέγιστη υποχρέωση να διατηρήσει στη συλλογική μνήμη τη συμβολή του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης στην έρευνα της κοιτίδας των αρχαίων Μακεδόνων, να διασφαλίσει την απρόσκοπτη συνέχισή της και να τιμήσει τις υποχρεώσεις της απέναντι στο παρελθόν και το μέλλον της.
*Η Χρυσούλα Παλιαδέλη είναι Ομότιμη καθηγήτρια αρχαιολογίας στο ΑΠΘ, Διευθύντρια της πανεπιστημιακής ανασκαφής στη Βεργίνα