Του Κώστα Λιβιεράτου

 

Τα ιδρυτικά κείμενα του Δυτικού πολιτισμού φανερώνουν μεγαλύτερη αυτεπίγνωση από πολλά νεότερά τους, σ’ ό,τι αφορά τις αμφιλεγόμενες σχέσεις του με τη φύση, την κοινωνία και την πολιτική. Αν, όπως φαίνεται στον Επιτάφιο του Περικλή, η πολεμική ικανότητα είναι ο εξωτερικός όρος ύπαρξης της αθηναϊκής πόλης και του μοναδικού τρόπου ζωής της (βλ. ΔΑ, 9-12-2015), μια άλλη μορφή βίας σφραγίζει εσωτερικά το πιο πολύτιμο επίτευγμα αυτής της πόλης, την παιδεία – κι αυτό είναι κάτι που ο μεγάλος φιλόσοφός της δεν το κρύβει. Στην Πολιτεία του Πλάτωνα (βιβλία Β΄και Γ΄), ένα από τα πρώτα ζητούμενα είναι η αγωγή των φυλάκων, των ανώτερων μελών αυτής της ιδεατής πόλης, που η διάρθρωσή της αντιστοιχεί στην αρμονική ιεραρχία των τριών μερών της ψυχής: όπως το λογιστικόν ελέγχει το θυμοειδές, κι αυτό τιθασεύει το επιθυμητικόν, έτσι και οι φύλακες-άρχοντες διευθύνουν τους φύλακες-επίκουρους, που χαλιναγωγούν με τη σειρά τους τούς βάναυσους δημιουργούς.

Η διαπαιδαγώγηση παιδιών και νέων που προορίζονται για φύλακες συνίσταται σε μια σειρά απαγορεύσεις και υποδείξεις, με οδηγό το ξεδιάλεγμα αποδεκτών και απαράδεκτων χωρίων από ποιητικά έργα που χρησιμοποιούνται κατά παράδοση σ’ αυτήν. Τα έπη του Ομήρου και του Ησιόδου, οι τραγωδίες του Αισχύλου ή του Σοφοκλή θα πρέπει να υποβληθούν σε συστηματική λογοκρισία ώστε να μη μείνει κάτι που θα φθείρει τις νεαρές ψυχές. Στο στόχαστρο μπαίνουν μια σειρά παραστάσεις αυτών των έργων, που παραπέμπουν άλλωστε σε πραγματικές αντιλήψεις και συμπεριφορές: πρώτα εκείνες περί θεών, που τους δείχνουν να εμφορούνται από κακία, δόλο ή εκδικητικότητα και να επιδίδονται σε απατηλές μεταμορφώσεις, ενώ θα έπρεπε να νοούνται πάντα ως αγαθοί και αμετάλλακτοι` έπειτα απεικονίσεις ανθρώπων που εκδηλώνουν υπερβολικό φόβο του θανάτου και φρίκη για τον άλλο κόσμο, ακραίες εξάρσεις χαράς ή λύπης, γέλιου ή θρήνου, κι ακόμη τάσεις απληστίας, μέθης, λαγνείας ή αλόγιστης βίας, που θα πρέπει να αντικατασταθούν από συγκράτηση και σωφροσύνη, έλεγχο των ηδονών και ευπείθεια απέναντι στους άρχοντες.

Προκύπτει απ’ όλα αυτά ένα παιδαγωγικό πρότυπο προσανατολισμένο στην καταπολέμηση της δεισιδαιμονίας, τον εξορθολογισμό των αντιλήψεων και των πρακτικών, την κυριαρχία πάνω στη σωματική και την ψυχική φύση, τη διαμόρφωση επίλεκτων αυτοκυρίαρχων υποκειμένων που επιδίδονται στη διοίκηση και την αστυνόμευση των άλλων – ένα εκπολιτιστικό εγχείρημα δίχως άλλο αξιοθαύμαστο, αν αναλογιστεί κανείς τις αρχαϊκές σκοτεινές συνειδήσεις που βάλθηκε να διαφωτίσει, όχι όμως και χωρίς ανυπολόγιστες παράπλευρες απώλειες, όποτε το φάρμακο έγινε φαρμάκι.

* * * * * *

Το πλατωνικό Συμπόσιον διαφέρει βέβαια απ’ αυτό το τμήμα της Πολιτείας, όχι μόνο ως προς το θέμα του, που είναι ο έρως, αλλά και ως προς τον τόνο. Οι πιο ετερόκλητες, τολμηρές και ευφάνταστες προσεγγίσεις των διαγωνιζόμενων συμποσιαστών παρατίθενται εδώ χωρίς λογοκρισία ή διαστρέβλωση, αποδεικνύοντας ότι ο Πλάτωνας δεν διστάζει να υποδεχτεί και να εκτιμήσει αισθητικά τέτοιους λόγους μεταξύ ώριμων ανδρών, ασχέτως αν θα τους θεωρούσε επικίνδυνους για τη διαπαιδαγώγηση ανηλίκων. Ωστόσο στον κορυφαίο λόγο, αυτόν με τον οποίο ο Σωκράτης κλείνει προς στιγμήν, νικηφόρα, τον αγώνα, οι συγκλίσεις με τις παραπάνω εξαγγελίες της Πολιτείας είναι αξιοσημείωτες. Διευρύνοντας τα όρια του έρωτα ώστε να τον παρουσιάσει ως μία δύναμη (μανία) που διέπει όλες τις ανθρώπινες επιδόσεις, ο Σωκράτης προβάλλει, με τα λόγια της ιέρειας Διοτίμας, ένα είδος μύησης που είναι ταυτόχρονα ένα ολοκληρωμένο παιδαγωγικό πρόγραμμα: μια ανοδική πορεία μέσα από διαδοχικούς αναβαθμούς, όπου ο στόχος και το αντικείμενο του έρωτα, η αναγνώριση του ωραίου, μετατοπίζεται διαδοχικά από το ένα ωραίο σώμα στα πολλά, από κει στις ψυχές, στους θεσμούς και τους νόμους, κι έπειτα στις επιστήμες, ώσπου να φτάσει στην εκστατική ενατένιση του απόλυτου κάλλους. Εστιασμένη στην κρίσιμη παιδική και νεανική ηλικία, η αγωγή των φυλάκων στην Πολιτεία φαίνεται να αντιστοιχεί στα πρώτα στάδια αυτής της πορείας. Μ’ άλλα λόγια, η μετάβαση από το ανθρώπινο ζώο στο εξημερωμένο άτομο που έχει μάθει να συγκρατεί ή και να απωθεί οριστικά τις ακατέργαστες ψυχοσωματικές εκδηλώσεις και τη ροπή του προς την ακολασία και τις καταχρήσεις (τον έρωτα για μεμονωμένα σώματα μαζί με όλα τα συμπαρομαρτούντα) είναι η άλλη όψη της ανάβασης στα πρώτα σκαλοπάτια της κλίμακας που οδηγεί στην ουσία του κάλλους και του αγαθού.

Από μια άποψη, ο Σωκράτης, είναι η ιδανική, σχεδόν υπερφυσική ενσάρκωση και ολοκλήρωση αυτού του εγχειρήματος. Σύμφωνα με τις κυρίαρχες αναγνώσεις¹, ο απροσδόκητος λόγος του Αλκιβιάδη με τον οποίο κλείνει το έργο, δεν έρχεται παρά να επιβεβαιώσει το θρίαμβο αυτού του ανθρώπου-πρότυπο, παρουσιάζοντάς τον αξιέραστο όσο και θωρακισμένο απέναντι στους πειρασμούς και τους καταναγκασμούς της σάρκας ή τα παραστρατήματα της ψυχής, σωστό άγαλμα μπροστά στο οποίο υποκλίνεται, έχοντας ήδη συντριβεί, ο φιλόδοξος, αυτάρεσκος Αθηναίος. Ωστόσο από μια άλλη οπτική², τούτος ο λόγος εκφράζει το αστείρευτο δραματικό αίτημα κάθε ανθρώπου να έρχεται σε επαφή όχι με αφηρημένες ιδιότητες, αποσπασμένες από τη συγκεκριμένη ζωή, αλλά με ζωντανούς, ολόκληρους ανθρώπους, που μπορεί να έχουν τέτοιες (κι άλλοτε να τις χάνουν), συνυφασμένες όμως, σύμφωνα με την ιδιαιτερότητα του καθενός, με άλλα γνωρίσματα και πάθη. Έτσι ιδωμένος συνιστά, πέρα από τις προθέσεις αλλά χάρη στην ποιητική ευαισθησία του Πλάτωνα, ένα αληθινό εγκώμιο του εύθραυστου χαρακτήρα της ύπαρξης.

* * * * * *

Αυτό που δείχνουν λοιπόν, στη συσχέτισή τους, η Πολιτεία και το Συμπόσιο, είναι ότι η αυταρχική αγωγή, η συστηματική βία και λογοκρισία που καταπολεμά τη σωματικότητα, την εκφραστικότητα και τον αυθορμητισμό, μαζί με τις λαϊκές παραδόσεις και τέχνες του βίου -η άλλη δηλαδή, αναπόσπαστη όψη και προϋπόθεση της μεταφυσικής εξύψωσης που επιφυλάσσεται σε ανώτερες εξατομικευμένες συνειδήσεις (κι εν τέλει στον βασιλιά-φιλόσοφο)-, είναι συστατικό στοιχείο της ελληνικής Παιδείας: ενός πολιτισμικού προτύπου που κληρονομήθηκε με χίλιες παραλλαγές, αναμορφώσεις και προσαρμογές στον αρχαίο, τον μεσαιωνικό και τον νεότερο κόσμο και μας παιδεύει ακόμη (έστω και εκδημοκρατισμένο) με τις ιδεαλιστικές αλλά και πολύ υλικές επιταγές του. Ενώ εκείνο που αφήνει να διαφανεί η όλη σκηνοθεσία του Συμποσίου και ο καταληκτικός λόγος του Αλκιβιάδη (όπως και τα αντιπολιτευόμενα πνευματικά ρεύματα των σοφιστών, των κυνικών, των επικούρειων) είναι ότι, παρ’ όλα αυτά, «τα κοινά» και «τα ανθρώπινα» -η κοινότητα, η σωματικότητα, το εφήμερο και το πεπερασμένο, η κωμωδία και η τραγωδία της ύπαρξης- δεν εξαλείφονται: οι επιθυμίες και τα πάθη των σωμάτων, η γοητεία του άλλου, οι χαρές της συνεύρεσης, της συναναστροφής και του συμποσιασμού με συγκεκριμένους ανθρώπους κι όχι με απόλυτες ιδέες και απαρέγκλιτες γραμμές επιμένουν, τροφοδοτώντας με τα δικά τους υπόγεια ρεύματα την ξεχασμένη πραγματικότητα και την ουτοπία ενός άλλου πολιτισμού.

 

(1) Αντιπροσωπευτική είναι εδώ εκείνη που επιχείρησε ο Στέλιος Ράμφος σε ένα από τα αξιοσημείωτα έργα μιας άλλης εποχής του, το Φιλόσοφος και θείος έρως, 1989.

(2) Όπως αυτή που εξέθεσε, παραδειγματικά, η Martha Nussbaum στο The Fragility of Goodness, 1986.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!