Ινδάλματα που έλαμψαν μέσα στη θερμή φαντασία του τυραννισμένου ελληνικού λαού

Του Γιώργου-Νεκτάριου Παναγιωτίδη*

 

Ο Στρατηγός του ’21 Γιάννης Μακρυγιάννης γράφει στα Απομνημονεύματά του (Βιβλίο Γ’, Κεφάλαιο πέμπτο):

«Τότε αφού τους είδε ο Σουλτάνος, διατάττει πεζούρα και καβαλλαρία και πολεμούν με την μαγιά της λευτεριάς (οπού την βάστηξαν ξυπόλυτοι και γυμνοί τόσους αιώνες εις τα βουνά κ’ ερημιές να μην χαθή, και σκότωναν οι τύραγνοι και οι τουρκοκοτζαμπασήδες έναν από αυτούς και γένονταν δέκα. Και είχαν συντρόφους όλοι αυτείνοι τ’ άγρια θεριά και φείδια, οπού συνκατοικούσανε μαζί, και προστάτη μόνον τον Θεόν. Και τροφή είχαν το κρέας των τύραγνων Ρωμαίγων, όσοι ήσαν σύνφωνοι με τους Τούρκους, και Τούρκων και το αίμα τους κρασί)…».

Η «μαγιά της λευτεριάς» ήτανε οι περιώνυμοι Κλέφτες, η «Κλεφτουριά», στους οποίους ανήκαν η οικογένεια των Κολοκοτρωναίων με προεξάρχοντα στον αρχιστράτηγο του Αγώνα Θοδωρή Κολοκοτρώνη, ο Κατσαντώνης, ο Αθανάσιος Διάκος και άλλοι αγωνιστές. Οι Κλέφτες και μια ομάδα που συγχωνεύθηκε νοηματικά μαζί τους, οι Αρματολοί, «έγιναν ινδάλματα και έλαμψαν μέσα στη θερμή φαντασία του τυραννισμένου ελληνικού λαού» και «δημιουργήθηκε έτσι ο μύθος του π α λ λ η κ α ρ ι ο ύ, του ιδανικού νέου της εποχής: η μορφή που ενσαρκώνει τα αισθήματα της αντρίκειας περηφάνιας, της δικαιοσύνης, της συμπάθειας προς τους αδυνάτους και της αδίστακτης αντιστάσεως εναντίον των τυράννων, των κατακτητών, μορφή που, και ως σήμερα ακόμη, κρύβει πολύ φως από το παρελθόν. (…) Τα ξακουστά κλέφτικα τραγούδια με τον αρρενωπό τόνο τους ανακούφιζαν και ικανοποιούσαν κάπως την τραυματισμένη καρδιά του σκλάβου, σκόρπιζαν τον ενθουσιασμό και έκαναν αβάσταχτη τη σκλαβιά με λίγα λόγια μόρφωναν ελεύθερους ανθρώπους».(Απ. Βακαλόπουλος, «Νέα ελληνική ιστορία», κγ’ εκδ., σελ. 97-98)

Η Κλεφτουριά εξέφραζε ακριβώς μια διαρκή επανάσταση, μια «θεοκεντρική αναρχία» και ενσάρκωνε μια ηθική και μια δικαιοσύνη που υπέρκειται της κρατούσας νομιμότητας, μάλιστα δε της τυραννικής. Σύμφωνα με τον μεγάλο Θεσσαλονικιό συγγραφέα Γιώργο Ιωάννου, «οι κλέφτες και τα έργα τους ήταν, τις πιο πολλές φορές, η κρυφή χαρά των ραγιάδων. Ο σκοτωμός τους μαύριζε από απελπισία τις καρδιές». Αυτός ήταν ο λόγος που ο λαός δημιούργησε μια μεγάλη κατηγορία των δημοτικών τραγουδιών, που ονομάστηκαν κλέφτικα («Τα δημοτικά μας τραγούδια», σελ. 18-19). Ιστορικά, σύμφωνα με τον Ιωάννου, «στα κλέφτικα ανήκουν και τα ληστρικά, καθώς και τα τραγούδια της φυλακής». Σύμφωνα με την ωραιότατη και τολμηρή διαπίστωση του συγγραφέα Βασίλη Τζανακάρη για τους μεταγενέστερους ληστάρχους του Μεσοπολέμου, «για τους φτωχούς, τους ανήμπορους, για τους μη έχοντες που την κεφαλή κλίνη οι ληστές υπήρξαν οι αρχάγγελοι της εκδίκησης έκαναν τον βίο αβίωτο στα κρατικά όργανα, στους πλούσιους, τους τσιφλικάδες, τους κάθε είδους εκβιαστές, καταπιεστές και τοκογλύφους» (Φώτης Γιαγκούλας: ο απέθαντος και άλλες ληστρικές ιστορίες, σελ. 35).

Οι Κλέφτες της Τουρκοκρατίας είχαν ως πρότυπο τον Χρήστο Μηλιόνη, που ήταν σύμφωνα με τον Βακαλόπουλο ο «αρχαιότερος κλέφτης που θυμούνταν» (οπ.π., σ. 94). Στον κορυφαίο κλεφταρματωλό Χρήστο Μηλιόνη αφιερώνει ένα ιστορικά ακριβές διήγημα και ο «άγιος των γραμμάτων μας» Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, όπου τον επαινεί μεταξύ άλλων για την αγαθότητά του, ενώ ανιστορεί διά μακρών την απαγωγή -και τελικά τη θανάτωση- του κατή(δικαστή) της Άρτας Ιμπραήμ εφέντη. Αυτός είχε προηγουμένως μεροληπτήσει εναντίον κάποιου Ρωμηού του οποίου η θυγατέρα απήχθη από κάποιον τοπικό αγά που θέλησε να την πάρει για το χαρέμι του.

Σε ένα από τα γνωστότερα κλέφτικα τραγούδια διαβάζουμε:

Απόψε είδα στον ύπνο μου, στον ύπνο που κοιμόμουν
είδα ένα φίδι με φτερά, φίδι με δυο κεφάλια
κι απάν’ γιρούσι ν-έκαμε, απάνου να με φάει.
Τραβάω το σπαθάκι μου, του κόβω το κεφάλι.
Ξηγάτε το, συντρόφια μου, τι είναι το είνορό μου;
-Τούρκους θα πάρουμε πολλούς, πολλούς μπουλουκμπασιάδες.
και χρήματα θα λά’χουνε, κι αυτά δικά μας θα είναι. (Ονείρατα κλεφτών, Α’)

Οι άφοβοι και απροσκύνητοι αυτοί άνθρωποι δεν ήταν ασφαλώς μια «παρθενογένεση» στο σύνολό τους. Μεγάλο ρόλο διαδραμάτισε η παράδοση, και ειδικά η ορθόδοξη παράδοση, Πατερική αλλά και λαϊκή, στην εμφάνισή τους: Στα Συναξάρια διαβάζει κανείς ιστορίες όπου μεγάλοι Άγιοι της Εκκλησίας προσευχόμενοι κατέστρεψαν τους τοίχους πλεονεκτών πλουσίων όπου είχαν σωρεύσει όλο το σιτάρι, το οποίο κατόπιν παρέλαβαν φτωχοί. Στο Ευαγγέλιο του Λουκά η Παναγία προφητεύοντας υμνεί τον Θεό επειδή «πλουτούντας εξαπέστειλεν κενούς και πεινώντας ενέπλησεν αγαθών»(Λκ. 1:53). Στην Παλαιά Διαθήκη ακόμη η κοινωνική αδικία (=κλοπή) που υφίσταται ο ιουδαϊκός λαός κατά την αιγυπτιακή δουλεία αποκαθίσταται μερικώς με θεϊκή εντολή με απαλλοτριώσεις «πολύτιμων αντικειμένων» κατά την έξοδό του. Τέλος, ο μεγάλος δογματολόγος π. Ι. Ρωμανίδης αναφέρεται στην «ρωμέικη κλεφτουριά τύπου Ρομπέν των Δασών» που αντιστεκόταν στους Φραγκονορμανδούς τυράννους κατά τους πρώτη μεταχριστιανική χιλιετία.

Συμπερασματικά, οι λεγόμενοι (από την οθωμανική εξουσία) Κλέφτες, με την ασκητική τους ολιγάρκεια, υπήρξαν η μαγιά που κατεξοχήν ενσάρκωσε αυτό που υπέροχα ονόμασε ο Γιώργος Θεοτοκάς «φιλελεύθερο και δημοκρατικό πνεύμα του Εικοσιένα». Αυτό συνιστά την τρίτη μεγάλη παρακαταθήκη μας ως έθνους.

 

*Αντιπρόεδρος της Χριστιανικής Δημοκρατίας

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!