Για τον «απαγορευμένο» Νίκο Μπελογιάννη

 

 

Μάλλον εκτός κλίματος, τον Μάρτιο του 1965, το αριστερό περιοδικό Αναγέννηση με τον Νίκο Μπελογιάννη στο εξώφυλλο.

Για την ιστορία του Μπελογιάννη θα μπορούσαν να γραφτούν πολλά. Και έχουν γραφτεί πάρα πολλά. Οι διαστρεβλώσεις έχουν πολλούς αυτουργούς και η ιστορία συνήθως διαβάζεται ανάποδα, ώστε το τελικό συμπέρασμα να συνάδει με προκατασκευασμένες «αλήθειες» ή σκοπιμότητες. Πίσω από ηχηρά και βροντερά λόγια, πολύ συχνά κρύβονται σιωπές για τα σημαντικά σημεία της ιστορίας, από τα οποία θα μπορούσαν να εξαχθούν συμπεράσματα.

Ο Νίκος Μπελογιάννης ήρθε παράνομα στην Ελλάδα σε πολύ δύσκολες συνθήκες, τον Ιούνιο του 1950, πριν καν κλείσει ένας χρόνος από το τέλος του εμφυλίου πολέμου. Σκοπός του, να ανασυγκροτηθούν οι γραμμές του ΚΚΕ, να στεριώσουν οι παράνομες οργανώσεις, αλλά και να διερευνηθεί κάθε δυνατότητα νόμιμης πολιτικής δράσης, ανοιγμάτων και συνεργασιών. Αρκεί κανείς να δει την πολιτική συμμαχιών που, με επιτυχίες, λάθη, αντιφάσεις και απίστευτες δυσκολίες, προωθήθηκε στις απανωτές εκλογές της δεκαετίας του ’50.

Το σχήμα «Τι Παπάγος, τι Πλαστήρας», για την ακρίβεια η επιστράτευση αυτού του συνθήματος για να χαρακτηριστεί συλλήβδην η πολιτική του ΚΚΕ εκείνης της περιόδου «σεχταριστική», παραμορφώνει την ιστορική πραγματικότητα. Απέχει πολύ από το να περιγράψει τα όσα συνέβησαν, ενώ δίνει άλλοθι στις ιστορικές ηγεσίες του Κέντρου για τη στάση τους στην εμφυλιακή και μετεμφυλιακή πολιτική ζωή.

Από την άλλη μεριά, όσοι υποτίθεται «επιμένουν κομμουνιστικά» και εμφανίζονται ως ιστορικοί συνεχιστές, βασίζονται σε εξίσου απλοϊκά σχήματα, ενώ αποκρύπτουν το γεγονός ότι η σημερινή τους πολιτική καμιά σχέση δεν έχει με τις παραδόσεις ενός κινήματος που στις καλύτερες στιγμές του, πάσχιζε να συνδέεται με δεσμούς αίματος με τον αγωνιζόμενο κόσμο και δεν αγνοούσε το πλαίσιο της εποχής και όσα προς επίλυση έθετε.

Κάτι ακόμα που ξεχνιέται από τους σημερινούς «επίγονους», και βέβαια από τους «ανανεωτικούς» και νυν κυβερνητικούς, είναι ότι στα χρόνια που ακολούθησαν την εκτέλεσή του, η αναφορά στον Νίκο Μπελογιάννη ήταν απαγορευμένη όχι μόνο για το μετεμφυλιακό κράτος, αλλά εν πολλοίς και για την επίσημη Αριστερά. Το «νέο πνεύμα» που κατοχυρώθηκε από ένα σημείο και έπειτα, επέβαλε την αυτολογοκρισία, τη λήθη και την απομάκρυνση από σύμβολα και μνήμες που λειτουργούσαν «διχαστικά» για την ενσωμάτωση στον «εθνικό κορμό», ενώ η αποδοχή ρόλου οπισθοφυλακής του Κέντρου, σήμαινε καθημερινές «δηλώσεις μετανοίας» προς τους «σημαντικούς συμμάχους». Η μορφή του Νίκου Μπελογιάννη, που σηματοδοτούσε, ανάμεσα σε πολλά άλλα, την αξιοπρέπεια και αυτονομία της Αριστεράς στα πλαίσια των δημοκρατικών συμμαχιών, έπρεπε να αποσυρθεί. Και όποιος την υπενθύμιζε, θεωρούνταν αναμοχλευτής «παθών» που έπρεπε να ξεπεραστούν, εκφραστής του «παλιού πνεύματος», μέχρι και προβοκάτορας.

Η δικτατορία θα καταστεί μεταβατική περίοδος αναγκαστικής (ή και βολικής) «σιωπής» για μια σειρά θέματα, ενώ ο μεταπολιτευτικός ριζοσπαστισμός θα επιβάλλει έναν νέο συσχετισμό, ανασύροντας στην επιφάνεια πολλά ξεχασμένα πρόσωπα και θαμμένα σύμβολα του παρελθόντος. Μπαίνουμε τότε σε μια νέα φάση, όπου τη σιωπή διαδέχεται η αναγκαστική προσαρμογή προσώπων και πραγμάτων της ιστορίας στο χαμηλωμένο «μπόι» της περιόδου και του κοινωνικού συμβολαίου που τη συνόδευσε.

 

Γ.Π.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!