Ποιο είναι το φόντο της ρωσοτουρκικής αντιπαράθεσης – Σε παίκτη- κλειδί αναδεικνύεται το Ιράν – Ελληνικές επιχειρήσεις… καλής θέλησης σε φουρτουνιασμένη συγκυρία
του Σωτήρη Ρούσσου*
Είχαμε και παλαιότερα σημειώσει ότι αυτή η φάση του μεταψυχροπολεμικού κόσμου χαρακτηρίζεται από την άνοδο των περιφερειακών δυνάμεων και συσσωματώσεων, παρά από την παντοδυναμία της μοναχικής υπερδύναμης. Η ένταση στις σχέσεις Τουρκίας και Συρίας αλλά και η συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν είναι ενδείξεις αυτής της ανόδου. Από την άλλη πλευρά, η ύπαρξη μιας υπερδύναμης, δηλαδή ενός κράτους του οποίου η ισχύς (στρατιωτική, οικονομική και τεχνολογική) είναι πολύ μεγαλύτερη ακόμη και από το άθροισμα ισχύος των κυριότερων διεθνών δυνάμεων (Ρωσία, Κίνα, Βρετανία, Γαλλία, Γερμανία) αποτρέπει τη μετατροπή περιφερειακών εντάσεων σε περιφερειακές συγκρούσεις. Οι περιφερειακοί ανταγωνισμοί αντανακλώνται είτε σε εμφύλιους πολέμους (Ουκρανία, Συρία) είτε σε εμπορικούς ανταγωνισμούς.
Η περίπτωση της τελευταίας ρωσο-τουρκικής αντιπαράθεσης εντάσσεται στην ενίσχυση του ρόλου των περιφερειακών δυνάμεων οι οποίες αποκτούν ή διεκδικούν διευρυμένη αυτονομία κινήσεων στην περιφέρειά τους ακόμη και παρά την ένταξή τους σε συμμαχίες ης υπερδύναμης όπως η Τουρκία. Η τουρκική ηγεσία ήταν ασφαλώς θορυβημένη για την αυξανόμενη ρωσική επιρροή στη Συρία. Η περαιτέρω σύσφιγξη των σχέσεων της Μόσχας με την Τεχεράνη τους τελευταίους μήνες και οι στρατιωτικές επιτυχίες εναντίον της συριακής αντιπολίτευσης οδήγησαν την Άγκυρα στο συμπέρασμα ότι η θέση της σε μελλοντικές συνεννοήσεις για το τέλος του συριακού εμφυλίου θα ήταν περιθωριακή.
Την ίδια στιγμή είδαν ότι η de facto κουρδική αυτονομία της Ροτζάβα και η συνδεόμενη με το ΡΚΚ συροκουρδική οργάνωση Κόμμα της Δημοκρατικής Ένωσης (PYD) αποκτά αυξανόμενη διεθνή αναγνώριση και νομιμοποίηση ως βασικός εταίρος στη μάχη κατά του Ισλαμικού Κράτους και στη διαπραγμάτευση για τη μεταπολεμική Συρία. Αντιθέτως, οι ισλαμιστικές οργανώσεις της αντιπολίτευσης (τουρκομανικές και αραβικές) που επηρεάζονται από την Άγκυρα, δέχονται καίρια κτυπήματα από τους ρωσικούς βομβαρδισμούς και το συντονισμό τους με τον καθεστωτικό στρατό και την Χεζμπολάχ στο έδαφος. Ο ρόλος της Τουρκίας στο προσφυγικό πρόβλημα δεν είναι αρκετός για να της δώσει μια από τις πρώτες θέσεις στο τραπέζι των συνεννοήσεων για τη Συρία, μια και το θέμα αυτό δεν μπορεί να πιέσει τους ανταγωνιστές ή τους συνομιλητές της στο τραπέζι αυτό – δηλαδή τις ΗΠΑ, την Ρωσία, το Ιράν και τη Σαουδική Αραβία.
Μονόδρομος η επίθεση
Η Τουρκία δεν είχε άλλη επιλογή από τα να παρέμβει, αν ήθελε να συνεχίσει να θεωρείται κομβικός παίκτης στο συριακό ζήτημα. Υπό αυτό το πρίσμα η επίθεση ήταν μονόδρομος, αφού οι προσπάθειες των Ερντογάν-Νταβούτογλου να πείσουν τις ΗΠΑ για την ανάγκη δημιουργίας ασφαλών ζωνών στα συρο-τουρκικά σύνορα απέβησαν άκαρπες. Είναι πιθανό να θεωρούν ότι η κατάρριψη του ρωσικού αεροσκάφους θα επανέφερε με δραματικό και εξαιρετικά επικίνδυνο τρόπο τη συζήτηση για τη δημιουργία ζωνών απαγόρευσης πτήσεων και κατ’ επέκταση ζωνών ασφαλείας στο έδαφος. Επιδίωκαν να φέρουν τους Ρώσους κυρίως σε μια διαπραγμάτευση για το θέμα αυτό, με πρόσχημα την προσπάθεια αποκλιμάκωσης. Οι υψηλοί τόνοι από πλευράς Μόσχας μπορούν να ερμηνευτούν ως κίνηση αποφυγής οποιασδήποτε διαπραγμάτευσης για τις κινήσεις τους στη Συρία. Η ρωσική ηγεσία θα συνεχίσει την πολιτική της και τις αεροπορικές επιχειρήσεις και δεν θα παρασυρθεί σε στρατιωτική αντιπαράθεση με την Τουρκία. Άλλωστε, η παρουσία της αμερικανικής υπερδύναμης στο διεθνές σύστημα αποτρέπει μια τέτοια σύγκρουση.
Η Ουάσινγκτον δεν είναι βέβαια πίσω από αυτήν την υψηλού ρίσκου τουρκική ενέργεια. Είναι, όμως, δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι οι Τούρκοι προέβησαν σε μια τέτοια ενέργεια χωρίς να προϊδεάσουν τους ισχυρούς συμμάχους τους και βέβαια δεν θα την πραγματοποιούσαν αν είχαν μια απόλυτα αρνητική αντίδραση από πλευράς ΗΠΑ. Μια ρωσο-ιρανική κυριαρχία στο συριακό παιχνίδι δεν αρέσει ούτε στους Αμερικανούς και μια υπόμνηση ότι η Μόσχα δεν «παίζει» μόνη της στην περιοχή δεν θα ήταν ανεπιθύμητη. Βεβαίως μια τέτοια υπόμνηση δεν μπορούσε να γίνει από αμερικανικά αεροπλάνα μετά μάλιστα και τη συνεννόηση για αποφυγή εμπλοκής μεταξύ ρωσικών και αμερικανικών αεροπλάνων στο συριακό εναέριο χώρο.
Ο ρόλος της Τεχεράνης
Σε ένα τέτοιο πλαίσιο πολλοί συνεχίζουν να αγνοούν την παρουσία και την επιρροή του Ιράν που αναδεικνύεται σε παίκτη-κλειδί. Όσο κρίσιμη είναι η συμβολή των ρωσικών βομβαρδισμών εναντίον της συριακής αντιπολίτευσης και κυρίως εναντίον τζιχαντιστικών σαλαφιστικών οργανώσεων, άλλο τόσο κρίσιμη είναι η παρουσία της ιρανικής στρατιωτικής βοήθειας και της λιβανικής σιϊτικής Χεζμπολάχ στο πλευρό του Άσαντ στις επιχειρήσεις στο έδαφος. Δύο ακόμη κρίσιμα μεγέθη αναδεικνύουν τον ρόλο της Τεχεράνης. Πρώτον, η αποφασιστικής σημασίας παρέμβασή της στο Ιράκ, κυρίως στη μάχη μαζί με τους Ιρακινούς Σιίτες εναντίον του Ισλαμικού Κράτους. Δεύτερον και σημαντικότερο ο εξισορροπητικός ρόλος μεταξύ Τουρκίας και Ρωσίας που μπορεί να παίξει το Ιράν στην περιοχή. Η Τεχεράνη έχει καλές σχέσεις με τη Μόσχα και σχετικά καλές με την Άγκυρα, αλλά δεν θα ήθελε να δει καμία από τις δύο ως απόλυτη κυρίαρχο στην περιοχή της Εύφορης Ημισελήνου.
Τα ταξίδια του Αλ. Τσίπρα
Σε αυτήν τη συγκυρία είχαμε τις επισκέψεις του Έλληνα πρωθυπουργού στην Τουρκία, το Ισραήλ και τα παλαιστινιακά εδάφη. Το τουρκικό σκέλος δεν αφορούσε καθόλου τα τεκταινόμενα της περιοχής, μια και η επίθεση στο ρωσικό αεροσκάφος δεν είχε γίνει και η όλη επίσκεψη αφιερώθηκε κυρίως στο προσφυγικό ζήτημα. Ακόμη και σε αυτόν τον τομέα η εικόνα που αναδείχθηκε (αφού κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει το περιεχόμενο των συνομιλιών) ήταν ότι ο Αλέξης Τσίπρας δεν πήγε στην Άγκυρα κοιτώντας προς Ανατολάς, αλλά προς Δυσμάς. Με άλλα λόγια, το ταξίδι φάνηκε να είναι μια επιχείρηση καλής θέλησης προς την Ε.Ε. που πιέζει για κοινές περιπολίες και κέντρα υποδοχής στα ελληνικά νησιά, ότι η Ελλάδα έκανε ό,τι μπορούσε για να συνεργαστεί με την Τουρκία. Εξού φοβόμαστε και τη «μεταφραστική αστοχία» περί ανοίγματος των κεφαλαίων της τουρκικής ένταξης.
Όσο για την επίσκεψη στο Ισραήλ, γιατί δυστυχώς τα τελευταία χρόνια οι επισκέψεις στην Ραμάλα έχουν γίνει πια εθιμοτυπικές και μόνο, επαναβεβαιώθηκε η στρατηγική των ελληνο-ισραηλινών σχέσεων των προηγούμενων κυβερνήσεων. Πολλά, όμως, από τα δεδομένα έχουν αλλάξει. Οι προσδοκίες για χρυσοφόρα κοιτάσματα υδρογονανθράκων έχουν μειωθεί κατά πολύ. Αν δεν είχε βρεθεί το πραγματικά τεράστιο αιγυπτιακό κοίτασμα, τα κυπριακά αλλά και ώς ένα βαθμό τα ισραηλινά κοιτάσματα, θα είχαν πρόβλημα αξιοποίησης. Αλλά και η στρατιωτική συνεργασία δεν μπορεί να περιλαμβάνει ασκήσεις εναντίον κράτους που μοιάζει με το Ιράν μετά την διεθνή συμφωνία για το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα και υπό τις νέες συνθήκες στη Μέση Ανατολή. Συνεπώς, θα ήταν πιο ωφέλιμο οι σχέσεις με το Ισραήλ να αποτιμηθούν και πάλι με μετριοπαθή τώρα πια τρόπο και χωρίς να αγνοούνται οι σοβαρές πολιτικές διαφορές, σχετικά με τα δικαιώματα του Παλαιστινιακού λαού.
Λέγοντας όλα αυτά θα ήταν χρήσιμο οι επισκέψεις του πρωθυπουργού στη Μέση Ανατολή να περιλάβουν σύντομα και την Τεχεράνη. Θα ήταν πιο ωφέλιμο, μάλιστα, αν δεν τον προφτάσουν πολλοί άλλοι Δυτικοί ομόλογοί του.
* Ο Σωτήρης Ρούσσος είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου και επιστημονικός υπεύθυνος του Κέντρου Μεσογειακών, Μεσανατολικών και Ισλαμικών Σπουδών, www.cemmis.edu.gr