Η αναγέννηση της κοινωνίας δεν μπορεί να οικοδομηθεί με παλιές ιδέες
Του Τάσου Βαρούνη
Τι κάνουν οι δυνάμεις της πολιτικής αριστεράς για το αναγκαίο πολιτικό κίνημα διεξόδου της χώρας, για την ανάπτυξη ενός συνολικού κινήματος σωτηρίας από την μνημονιακή αποικιακή καταστροφή; Απολύτως τίποτα! Ενας τέτοιος στόχος δεν εντάσσεται στην οπτική και τις προτεραιότητές τους. Λένε «παρών» στο υπάρχον καθεστώς με πολλούς τρόπους, λειτουργούν συμπληρωματικά ως προς αυτό, αδιαφορούν να εκφράσουν το λαϊκό θυμό και την οργή, η σκέψη τους εστιάζεται στα ποσοστά, στους βουλευτές, τις συνεργασίες, στις ψήφους. Σαν να έχει σφηνωθεί μια κάλπη στο μυαλό τους την στιγμή που η χώρα βυθίζεται και η κοινωνία διαλύεται.
Μιλάμε για μια ολόκληρη χώρα
Όποιοι ακόμα αναφέρονται στα συμφέροντα ή τα δικαιώματα ομάδων, στρωμάτων, τάξεων δεν βοηθούν. Όχι γιατί αυτά δεν υπάρχουν, αλλά γιατί η «άσκησή» τους καθορίζεται από τις ιδιότητες και τις διαστάσεις που έχει συνολικά αυτό που λέγεται «Ελλάδα». Αν υπάρχει μια χώρα, με ποιο τρόπο και ως προς τι καταστρέφεται. Τόσο για το σήμερα όσο και για τις δυνατότητες του αύριο.
Κάποιοι φτιάχνουν παιδιάστικες καρικατούρες του τύπου «δηλαδή τι μας λέτε: αφεντικά κι εργάτες μαζί;» ή «ποια εθνική ενότητα;» ή απλά «η εργατική τάξη που..». Τότε απλά δεν κατανοούν σε ποια χώρα ζούμε. Από τις τάξεις και τους αγώνες τους, τη διάρθρωση και το μοντέλο της χώρας στο παγκόσμιο περιβάλλον μέχρι τα φορτία, τα εποικοδομήματα και τις «ψυχές» της κοινωνίας.
Άλλοι απλά καταγγέλλουν. Καταρχάς έχει σημασία το τι. Μετά από τόσα χρόνια αγωνιστικής, λαϊκής αμφισβήτησης των μνημονίων το να λες «όχι στα μνημόνια», «κάτω τα νέα μέτρα» κ.ο.κ. είναι κάπως λίγο. Το να θες να μπεις στη Βουλή για να το πεις πιο δυνατά είναι και λίγο κοροϊδία. Μάλλον περισσότερο… «θέλεις να μπεις στη Βουλή» παρά «να το πεις πιο δυνατά» γιατί έτσι κάτι θα γίνει. Άλλοι μπορεί να εχθρεύονται τον καπιταλισμό αλλά διστάζουν να καταγγείλουν -δηλαδή ουστ!- την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Αλλά και πέρα από το τι καταγγέλλεις, είναι κι αυτή καθ’ εαυτή η καταγγελτική γλώσσα που δεν βοηθά. Έχουμε ανάγκη από εναλλακτικές διεξόδου. Πραγματικές. Που να λαμβάνουν υπ’ όψιν τόσο το σύνολο του προβλήματος, όσο και την κατάσταση του υποκειμένου. Δηλαδή, δεν μπορούν να είναι σχέδια-plan επί χάρτη, ούτε κυβερνητικά προγράμματα, ούτε φαντασιώσεις μικρών ομάδων.
Χρειάζεται αγώνας. Σωστό. Πώς όμως ξεσπούν σήμερα αγώνες; Ένα κόμμα ή μια οργάνωση καλεί; Ένα σωματείο βγάζει ανακοίνωση; Κάποιοι «κλασικοί» αγωνίζονται και οι άλλοι θα ακολουθήσουν; Ένας ηγέτης κύρους που «δεν είναι σαν τους άλλους» πρωτοστατεί; Μια πρωτοβουλία κατασκευάζεται και απευθύνεται; Πέφτουν όλες οι δυνάμεις για κάποια «εκλογική μάχη» και έτσι αλλάζουν οι συσχετισμοί; Μάλλον όχι. Χρειάζονται χώροι που να επιτρέπουν πιο ανοιχτές ζυμώσεις, δεκτικοί και υποστηρικτικοί στην αυτενέργεια των ανθρώπων, χώροι και κινήσεις που να εγκολπώνουν και την πιο μικρή προσφορά. Και κυρίως ματιά στα κεντρικά ζητήματα μιας διεξόδου, χωρίς την οποία θα κυριαρχεί ένας μάταιος, αφελής -και δυνάμει επικίνδυνος- διεκδικητισμός και συντεχνιασμός. Θα άξιζε να αναρωτηθούμε αν η πρακτική της Αριστεράς, εδώ και πολλά χρόνια, συναντήθηκε ή και ευνόησε μια κυρίαρχη ωφελιμιστική οπτική για τα πράγματα και για την έννοια του συμφέροντος. Ίσως να περνά από διαφορετικούς αγωνιστικούς δρόμους η ανασυγκρότηση μιας κοινωνίας από τη μία -αυτό χρειαζόμαστε- και η διευθέτηση-αντιπαράθεση των συμφερόντων εντός της από την άλλη.
Η αυτοκριτική δεν είναι το φόρτε της Αριστεράς. Αυτό έχει μάλλον βαθύτερες ρίζες που σίγουρα θα ακουμπούν τις αντιλήψεις της για την πρωτοπορία που «είναι», για την αλήθεια που «κατέχει» κ.ο.κ. Πιο πεζά όμως: Η Αριστερά είναι υπόλογη γι’ αυτά που κάνει, αλλά και για αυτά που δεν κάνει. Μα κανείς από τα κεντρικά στελέχη που σήμερα δοκιμάζουν την πορεία με νέα κόμματα δεν έκανε λάθος στη ΣΥΡΙΖεϊκή περίοδο; Ήταν η εποχή της αθωότητας που γκρεμίστηκε εν μια νυκτί με την ψήφιση του αριστερού μνημονίου; Αλλά και από μια άλλη πλευρά, είναι κάπως περίεργο αν σκεφτούμε πως δεν υπάρχει σήμερα κομμάτι της Αριστεράς -προφανώς πλην ΣΥΡΙΖΑ- που να μη νιώθει από το «σωστά έπραξα» μέχρι το «πλήρως δικαιωμένοι». Έτσι, δεν χτίζεται καμιά αξιοπιστία. Εκτός αν κάποιος πιστεύει ότι πρέπει να πείσει άρον-άρον το λαό… και βλέπουμε.
Δείτε εδώ ολόκληρο το αφιέρωμα του Δρόμου για το Πολιτικό Κίνημα Διεξόδου