Τρεις ταινίες για την χειραφέτηση

Της Ιφιγένειας Καλαντζή*

 

Τρεις πρόσφατες κινηματογραφικές δημιουργίες ξεφεύγουν από τον καθιερωμένο ρόλο της γυναικείας παρουσίας στην οθόνη, ως αντικείμενου αισθησιασμού, για να αναδείξουν τη χειραφέτηση της καθημερινής γυναίκας, σε διαφορετικές εποχές και κουλτούρες, καθεμιά με διαφορετική κινηματογραφική προσέγγιση.

Αδιαμφισβήτητο φαβορί, με πέντε υποψηφιότητες για τις Χρυσές Σφαίρες 2016, η νέα ταινία του Τοντ Χέινς, Κάρολ, βασίζεται σε μυθιστόρημα που εξέδωσε με ψευδώνυμο, το 1952, η Πατρίτσια Χάισμιθ, με θέμα τον απαγορευμένο για την εποχή έρωτα, ανάμεσα σε δυο γυναίκες, αποδομώντας, έτσι, για δεύτερη φορά, μετά την ταινία του Ο παράδεισος είναι μακριά (2002), το θεσμό του γάμου, ενάντια στα χολιγουντιανά πρότυπα.

Η εντυπωσιακά γοητευτική Κάρολ (Κέιτ Μπλάνσετ), υπόδειγμα συζύγου της υψηλής κοινωνίας, βρίσκεται εγκλωβισμένη σε έναν ατυχή γάμο, με μια ανήλικη κορούλα, ενώ η νεαρή και άβγαλτη Τερέζ (Ρούνι Μάρα) δυσφορεί με την προοπτική ενός γάμου, που θα την καθηλώσει σε ρόλο νοικοκυράς. Ένα ζευγάρι γάντια, αντικείμενο-φετίχ που παραπέμπει σε χιτσκοκική σεναριογραφία, γίνονται αφορμή να προσεγγιστούν οι δύο γυναίκες. Φωτογραφίζοντας ασταμάτητα τη σαγηνευτική Κάρολ, η Τερέζ ανακαλύπτει το ταλέντο της στη φωτογραφία, μετουσιώνοντας το αντικείμενο του πόθου της σε μοχλό χειραφέτησης, με την προοπτική μιας δημιουργικής εργασίας, με ικανοποιητικές απολαβές. Από την άλλη, ο πόθος της Κάρολ για την νεαρή Τερέζ αποτελεί για την εποχή «ανάρμοστο μητρικό πρότυπο», θέτοντας σε αμφισβήτηση τόσο την κηδεμονία του παιδιού, που την διεκδικεί ο πληγωμένος σύζυγος, όσο και την υπόληψή της.

Ο ομοφυλόφιλος ερωτισμός αποτυπώνεται στο φακό με εξαιρετική διακριτικότητα στις μετρημένες χειρονομίες και στις κλεφτές ματιές σε κοντινά πλάνα, ενώ εστιάζει σε αντικείμενα-φετίχ, πριμοδοτώντας το ανετάριστο. Οι φιγούρες δεν κεντράρονται, μετατοπίζοντας το σημαινόμενο στις παρυφές του κάδρου, ώστε να υποδηλώνεται το μη επιτρεπτό και το ανεκπλήρωτο, ενώ ο κενός χώρος στο κέντρο παραπέμπει στους πίνακες του Αμερικανού ζωγράφου Έντβαρ Χόπερ.

Αξιοσημείωτη είναι η καταγραφή της πορείας της χειραφέτησης της γυναίκας στη μεταπολεμική αμερικανική κοινωνία, με την επαγγελματική της ένταξη και τη νομική και κοινωνική κάλυψη της οικονομικής ανεξαρτητοποίησης και της δυνατότητας απαίτησης διαζυγίου. Η πρωτόγνωρη καταναλωτική διάσταση προϊόντων μαζικής παραγωγής στα εντυπωσιακά πολυκαταστήματα ενισχύεται με την παρεμβολή της χριστουγεννιάτικης περιόδου, ενώ την ατμόσφαιρα εποχής αποδίδουν κουστούμια και αξεσουάρ του ’50, σε έντονα χρώματα.

Η γαλλοθρεμμένη Τουρκάλα Ντενίζ Γκαμζέ Εργκιουβέν, στην πρώτη της ταινία Ατίθασες, που κυκλοφόρησε πριν μια βδομάδα, εστιάζει στη θέση της γυναίκας στην πατριαρχική κοινωνία της οπισθοδρομικής ενδοχώρας της Τουρκίας.

Με το που κλείνουν για καλοκαίρι τα σχολεία, πέντε αχώριστες αδερφές βρίσκονται να παίζουν στη θάλασσα με τους συμμαθητές τους, προκαλώντας τα σχόλια της κλειστής κοινωνίας του χωριού. Για τιμωρία, περνούν το υπόλοιπο των διακοπών έγκλειστες στο παραδοσιακό αρχοντικό, που μετατρέπεται σε παρθεναγωγείο, αλλά και φυλακή με κάγκελα, μετά την απόδρασή τους σε ένα ποδοσφαιρικό ματς, για γυναικείο κοινό. Τρομάζοντας από τον αχαλίνωτο εφηβικό οίστρο, η γιαγιά αποφασίζει βιαστικά να τις παντρέψει. Με μακριά φορέματα που κρύβουν τη λυγερή σιλουέτα, όπως οι μακρυμαλλούσσες παρθένες στα μεσαιωνικά παραμύθια, οι εναπομείνασες αδερφές πασχίζουν να αλλάξουν το ριζικό τους.

Σ’ αυτή τη δυναμική, γεμάτη χιούμορ και ρεαλιστική αμεσότητα ταινία-καταγγελία, τα κεφαλάκια των κοριτσιών γεμίζουν συχνά την οθόνη είτε σε κάτοψη, ενώ κοιμούνται, είτε σε κοντρ πλονζέ, με την κάμερα να κινηματογραφεί τα προσωπάκια από κάτω, σαν δροσερό μπουκέτο λουλουδιών, ενώ θίγονται σοβαρά θέματα-ταμπού, όπως η σεξουαλική παρενόχληση ακόμα και από το οικογενειακό περιβάλλον ή ο εξαναγκασμός μικρών κοριτσιών σε τεστ παρθενίας. Αξιόλογη είναι και η πρωτότυπη μουσική του Γουόρεν Έλις, καθώς και οι εξαιρετικές παρουσίες των κοριτσιών, απόδειξη της καθοδηγητικής δεινότητας της σκηνοθέτριας, σε μια ταινία, που προτάθηκε για Όσκαρ.

Η Ιστορία της Ναχίντ, πρώτη μεγάλου μήκους ταινία της ιρανής τηλεοπτικής σκηνοθέτριας Ίντα Παναχαντέχ, μόλις βγήκε στις αίθουσες.

Η Ναχίντ είναι μια χαμηλόμισθη δακτυλογράφος, στιγματισμένη λόγω διαζυγίου. Γεμάτη χρέη, παρά τους μικροπρεπείς ελιγμούς της, και κάτω από την απειλή έξωσης, αποφασίζει να προχωρήσει σε προσωρινό γάμο με τον άντρα που διατηρούσε κρυφά δεσμό, από φόβο μην χάσει την κηδεμονία του έφηβου γιου της, όρο που επέβαλε ο πρώην σύζυγος, απαγορεύοντάς της να ξαναπαντρευτεί. Ανακαλύπτει, όμως, ότι και ο εραστής της χρειαζόταν περισσότερο μια υπηρέτρια που θα μεγαλώσει την ανήλικη κόρη του. Κατασυκοφαντημένη και αδικημένη από όλους, ακόμα κι απ’ τον ίδιο της τον γιο, η Ναχίντ λυγίζει, μετά την εξαφάνισή του.

Δίχως σκηνοθετική επιτήδευση και με τιθασευμένη λαϊκότητα, η Παναχαντέχ μετατρέπει το ρεαλισμό σε κινηματογραφική πλοκή, αναδεικνύοντας τη φαλκίδευση της ανεξαρτητοποίησης της γυναίκας, με οικονομικό στραγγαλισμό και νομικά τερτίπια. Η εξαιρετική ερμηνεία και οι επεξεργασμένοι, τηλεοπτικού μελοδραματισμού, διάλογοι κορυφώνουν την αγωνία για την απεμπλοκή της ηρωίδας από τους μηχανισμούς θυματοποίησής της. Η πανέμορφη φωτογραφία υποστηρίζει άψογα το ψυχολογικό δράμα της που, ωστόσο, δεν οδηγεί στη χειραφέτηση, όπως στο τούρκικο. Με τη μαζοχιστική συμπεριφορά της να υπομένει τα πάντα, επιδιώκεται η κοινωνική αφύπνιση του λαϊκού γυναικείου κοινού, συνειδητοποιώντας τον πολυδιάστατο χαρακτήρα της καταπίεσης.

 

* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου ([email protected])

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!