Μικρές προσδοκίες στο Eurogroup της Δευτέρας, μεγαλύτερες στη συνάντηση Μέρκελ – Λαγκάρντ την Τετάρτη- Παζάρι για τον λογαριασμό των νέων μέτρων που θα διευκολύνει τη συμμετοχή του ΔΝΤ
Του Γιάννη Κιμπουρόπουλου
Αν και το θρίλερ της αξιολόγησης απορροφά σχεδόν όση ικμάδα απομένει στο πολιτικό προσωπικό της χώρας, το μείζον πολιτικό ζήτημα που θα έπρεπε να το απασχολεί ,αλλά μένει στη σκιά της επικαιρότητας, αποτυπώνεται στον απολογισμό της 35ετούς συμμετοχής της χώρας στην Ε.Ε. Στην απασχόληση από το 1981 μέχρι το 2015, σύμφωνα με την τελευταία έρευνα της ΕΣΛΤΑΤ , οι απασχολούμενοι στον πρωτογενή και δευτερογενή τομέα (Γεωργία, Βιομηχανία, κατασκευές) μειώθηκαν από το 58,3% του εργατικού δυναμικού, σε μόλις 27,8%. Αντίστροφα, η απασχόληση σε εμπόριο, τουρισμό και υπηρεσίες αυξήθηκε από 41,8% σε 72,1%. Η τριτογενοποίηση της οικονομίας, ως αποτέλεσμα της αδρά επιδοτημένης μετατροπής της σε καταναλώτρια χώρα, είναι η άλλη όψη της Ε.Ε. και της Ευρωζώνης ως μηχανισμών μεταφοράς πλεονασμάτων από τις περιφερειακές οικονομίες στη γερμανική και τις άλλες εξαγωγικές οικονομίες. Είναι μια κατάσταση σχεδόν μη αναστρέψιμη, σε συνδυασμό με τη μετατροπή της χώρας σε αποικία χρέους, όποιο συγκυριακό αναπτυξιακό success story κι αν επιτευχθεί. Κατά κάποιο τρόπο η ελληνική οικονομία είναι ο «Μαρινόπουλος» της Ευρωζώνης: ένα υπερχρεωμένο σούπερ μάρκετ.
Η κολοκυθιά της αξιολόγησης
Αυτά είναι τα ψιλά γράμματα της πραγματικότητας. Ουδόλως απασχολούν την πολιτική ελίτ της χώρας, η οποία παίζει το προσφιλές παιχνίδι «κλείνει- δεν κλείνει η αξιολόγηση». Η οποία προφανώς θα μείνει ανοικτή και μετά τη Δευτέρα (20/2), οπότε συνεδριάζει το Eurogroup. Το εντατικό πολιτικό «μασάζ» που προηγήθηκε προκειμένου να υπάρξει σύγκλιση Ευρωπαίων δανειστών και ΔΝΤ, αλλά με νέες υποχωρήσεις της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ- ΑΝΕΛ, το πολύ που θα αποδώσει μέχρι τη Δευτέρα είναι μια συμφωνία για την ημερομηνία επιστροφής του κουαρτέτου στην Αθήνα, όπως έχει διαμηνύσει ο Ντάισελμπλουμ. Η Κομισιόν, και προσωπικά οι Γιούνκερ και Μοσκοβισί εξάντλησαν τα περιθώρια θετικής επιρροής τους, αλλά όπως προκύπτει και από τις δηλώσεις του φιλικότερου προς την ελληνική κυβέρνηση επιτρόπου, ο κλήρος πέφτει σ’ αυτήν. Η κυβέρνηση πρέπει να δώσει το αφορολόγητο, ίσως και την υπόσχεση νέας παρέμβασης στις συντάξεις αν δεν επιτευχθούν οι στόχοι για τα πλεονάσματα και, κυρίως, να τα νομοθετήσει, με αντιστάθμισμα κάποιες φοροελαφρύνσεις, όπως η μείωση του ΦΠΑ, των φορολογικών συντελεστών και σταδιακά του ΕΝΦΙΑ.
Το εικαζόμενο deal Μέρκελ- Λαγκάρντ
Ωστόσο, αυτό που μπορεί να επιδράσει καταλυτικά στην εξέλιξη της αξιολόγησης είναι οι διεργασίες εντός της γερμανικής ηγεσίας. Παρά τις αντιδράσεις και τις διαψεύσεις που προκάλεσαν στους κόλπους των δυο χριστιανικών κυβερνητικών κομμάτων της Γερμανίας (CDU και CSU) οι δηλώσεις του Γερμανού ευρωβουλευτή, επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος Μ. Βέρνερ, ότι ο ESM μπορεί να εφαρμόσει το τρίτο Μνημόνιο και χωρίς το ΔΝΤ, φαίνεται ότι η άποψη δεν διακινείται τυχαία. Άλλωστε, ήταν ο Σόιμπλε που πρώτος τη διατύπωσε στις αρχές Ιανουαρίου, έστω κι αν έπειτα την αναίρεσε. Απλώς, αφορά τον μακροπρόθεσμο σχεδιασμό της γερμανικής ελίτ, που δεν είναι εύκολο να υπηρετηθεί τώρα, στη διάρκεια μιας παρατεταμένης προεκλογικής αντιπαράθεσης, με τον υποψήφιο του SPD Μ. Σουλτς να απειλεί να αποκαθηλώσει τη Μέρκελ. Γι’ αυτό κι έχει ενδιαφέρον η πληροφορία της Die Welt – αν και δεν έχει επιβεβαιωθεί – περί τηλεφωνικής συμφωνίας Μέρκελ – Λαγκάρντ το ΔΝΤ να παραμείνει στο Μνημόνιο, χωρίς να θέτει ζήτημα επίσπευσης των μεσοπρόθεσμων μέτρων ελάφρυνσης του χρέους πριν από το 2018. Αν και το σκηνικό έχει επαναληφθεί το 2012, όταν το ΔΝΤ συμφώνησε να μπει στο δεύτερο Μνημόνιο με την υπόσχεση των δανειστών ότι θα κάνουν ό,τι χρειαστεί για την ελάφρυνση του χρέους αν διαπιστωθεί ότι δεν είναι βιώσιμο, πράγμα που δεν έγινε ποτέ, η εικαζόμενη προσέγγιση ΔΝΤ – Βερολίνου έχει κυρίως πολιτικό χαρακτήρα: η Λαγκάρντ προσχωρεί στην προεκλογική εκστρατεία της Μέρκελ, απαλλάσσοντάς την προσωρινά από ένα επιπλέον πρόβλημα (το ελληνικό), προσδοκώντας απ’ αυτήν ότι θα παίξει ρόλο του «διασώστη» της παγκοσμιοποίησης.
Μια έμμεση επιβεβαίωση της πληροφορίας της Die Welt αποτελεί η ανακοίνωση της συνάντησης των δύο κυριών, την Τετάρτη, στο Βερολίνο- τυπικά στο πλαίσιο της γερμανικής προεδρίας στην G20. Και επιπλέον, η πρόσθετη πληροφορία του Spiegel ότι η συμμετοχή του ΔΝΤ στο τρίτο Μνημόνιο θα είναι συμβολική, στα 5 δισ. ευρώ. Φυσικά, η εικαζόμενη συναίνεση της Λαγκάρντ για άρση του αδιεξόδου τελεί υπό την αίρεση της θέσης της κυβέρνησης Τραμπ στο ΔΝΤ, που προς το παρόν δεν είναι σαφής. Είναι όμως αξιοσημείωτο ότι ο υποψήφιος Αμερικανός πρέσβης στην Ε.Ε Τεντ Μάλοχ χαρακτήρισε εκ των ων ουκ άνευ τη στήριξη του ΔΝΤ, «ακόμη κι αν η Ελλάδα φύγει από την Ευρωζώνη».
Το «ευπρόσδεκτο» ΔΝΤ
Η κυβέρνηση φαίνεται να έχει αποδεχθεί το πλαίσιο που διαμορφώνεται, απέσυρε τη ρητορική απομάκρυνσης του ΔΝΤ και πορεύεται στη διαπραγμάτευση με δεδομένη τη συμμετοχή του. Ισχυρή ένδειξη περί πρόθεσης της ηγεσίας του ΔΝΤ να εμπλακεί τελικά στο πρόγραμμα θεωρείται και η δήλωση Τόμσεν ότι θα αναθεωρήσει τις απαισιόδοξες προβλέψεις του αν τα στοιχεία το υπαγορεύσουν. Και αντίστοιχη ένδειξη ότι η κυβέρνηση θα διευκολύνει το ΔΝΤ να αναθεωρήσει τις προβλέψεις του είναι η αποδοχή από την ΕΛΣΤΑΤ της συμμετοχής του Ταμείου ως παρατηρητή στη διαβούλευση με τη Eurostat για τη διαμόρφωση των τελικών στοιχείων για το πρωτογενές πλεόνασμα του 2016 και τα άλλα δεδομένα. Αυτά που μπορούν να τεκμηριώσουν το επιχείρημα κυβέρνησης- Κομισιόν, ότι η «υπεραπόδοση της οικονομίας» μικραίνει τον λογαριασμό των απαιτούμενων νέων μέτρων. Πόσο τον μικραίνει, σε σχέση με τα 3,6 δισ. που ήταν η βάση εκκίνησης των Ευρωπαίων δανειστών δεν είναι σαφές.
Το χρονοδιάγραμμα επιμηκύνεται
Πάντως, οι διεργασίες αυτές, ακόμη κι αν επιβεβαιωθεί η «καλή» πρόθεση του ΔΝΤ, προδιαθέτουν για επιμήκυνση του χρονοδιαγράμματος της αξιολόγησης, ακόμη και πέραν του Μαρτίου. Ακόμη κι αν το Eurogroup της Δευτέρας καταλήξει σε μια «πολιτική συμφωνία» για επιστροφή του κουαρτέτου στην Αθήνα, το ΔΝΤ δύσκολα θα συμφωνήσει σε κλείσιμο της αξιολόγησης χωρίς να κάνει τον τελικό λογαριασμό για τα πλεονάσματα, πράγμα που απαιτεί ολοκλήρωση της αξιολόγησης στο τέλος Μαρτίου και ανακοίνωση τον Απρίλιο. Αν ισχύσει αυτό το πρωτόκολλο, το ορόσημο του Μαρτίου χάνεται, η απόφαση της ΕΚΤ για το QE μετατίθεται, και το ίδιο το ΔΝΤ – βάσει πάντα του «καλού» σεναρίου- θα μπορούσε να πάρει απόφαση για νέο δανεισμό προς την Ελλάδα μεταξύ Μαΐου και Ιουνίου. Φυσικά με υπογραφή ενός αυτοτελούς Μνημονίου που χρονικά θα υπερβαίνει κατά τι τη διάρκεια του τρίτου. Πηγαίνοντας για παράδειγμα μέχρι το 2019- 2020. Αυτό θα μπορούσε να λειτουργήσει ως διπλή εγγύηση και για τους Ευρωπαίους δανειστές, απαλλάσσοντάς τους από την υποχρέωση νέας χρηματοδότησης μετά τον Ιούνιο του 2018, και προς τις αγορές, ώστε να επιχειρηθεί η πολυπόθητη δοκιμαστική έξοδος. Αυτό ίσως βελτιώσει τους όρους εξόδου της κυβέρνησης στην «πολιτική αγορά», δηλαδή στις εκλογές, έναντι της δημοσκοπικά επικρατούσας ΝΔ. Αλλά θα έχει αφήσει έναν ακόμη βαρύ λογαριασμό στην ελληνική κοινωνία και οικονομία, που θα συντηρούνται στην εικονική πραγματικότητα μιας λογιστικής, άνεργης και παραγωγικά κενής ανάπτυξης.