Της Αριάδνης Αλαβάνου.
Ένα ερώτημα που πλανάται, τουλάχιστον στις σελίδες του πιο έγκυρου ευρωπαϊκού Τύπου, είναι: Η κρίση χρέους της Ευρωζώνης που έχει ήδη ανατρέψει τρεις κυβερνήσεις, ιρλανδική, πορτογαλική και φιλανδική, απειλεί και τη Γερμανία με πολιτική κρίση;

Το ερώτημα δεν είναι αβάσιμο. Ο κυβερνητικός συνασπισμός Χριστιανοδημοκρατών και Ελεύθερων Δημοκρατών ήδη κλυδωνίζεται επικίνδυνα λόγω της απροθυμίας βουλευτών του συνασπισμού να συνεχίσουν να υποστηρίζουν την πολιτική αναχρηματοδότησης των χρεών προς την περιφέρεια. Στη χώρα αυξάνεται η πίεση για μια «ελεγχόμενη πτώχευση» της Ελλάδας. 14 βουλευτές των Ελεύθερων Δημοκρατών δήλωσαν ότι είναι αντίθετοι σε περαιτέρω χρηματοδότηση της περιφέρειας και η διαφορά μεταξύ του κυβερνητικού συνασπισμού και της αντιπολίτευσης είναι μόλις 20 έδρες στην Μπούντεσταγκ. Τι θα συμβεί αν προσχωρήσουν άλλοι 6; Πράγμα καθόλου απίθανο, ιδίως εν όψει εκλογών και σε άλλα κρατίδια της Γερμανίας το επόμενο διάστημα. Ο σοβαρός γερμανικός Τύπος επικαλείται δημοσκοπήσεις (Ινστιτούτο Forsa) που δείχνουν ότι ο ευρωσκεπτικισμός κερδίζει έδαφος. Ο δε αρθρογράφος της Der Freitag Γιάκομπ Άουγκσταϊν σημειώνει την αύξηση της αντιπάθειας για την Ε.Ε. «Το κοινοτικό αίσθημα παραπαίει, το «εγώ πρώτα» είναι το νέο πιστεύω στις Βρυξέλλες, αλλά και στη Γερμανία, όπου μετά από τρεις διασώσεις και δισ. ευρώ σε δάνεια φοβούνται πως η Γερμανία πληρώνει μια χαμένη υπόθεση –την Ευρωζώνη».
Σχολιαστές εκτιμούν ότι αν τεθεί, επιτακτικά, στους κυβερνητικούς βουλευτές να ψηφίσουν το φημολογούμενο νέο δάνειο προς την Ελλάδα των 30-60 δισ. ευρώ, ο κυβερνητικός συνασπισμός θα κινδυνεύσει. Συνεπώς, η απειλή είναι πραγματική για τη Μέρκελ, που λέγεται ότι θα ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης, σ’ αυτή την περίπτωση. Προς το παρόν επέλεξε να… χαϊδέψει τους συντηρητικούς ψηφοφόρους, καταγγέλλοντας προ ολίγων ημερών και πάλι στους «τεμπέληδες» Πορτογάλους, Ισπανούς και Έλληνες για να χειροκροτηθεί ζωηρά από το λαϊκίστικο Τύπο και να επικριθεί από την αντιπολίτευση που την κατηγόρησε ότι κάνει «πολιτικό τζόγο» κρατώντας αποστάσεις από την Ευρώπη.
Μπορεί η καγκελάριος Μέρκελ, και άλλοι Ευρωπαίοι παράγοντες, να διαφύγουν από την πιεστική πραγματικότητα της κρίσης της Ευρωζώνης, μέσω της ακραίας λιτότητας στις περιφερειακές χώρες, αλλά και στον πυρήνα της Ευρωζώνης; Είναι πανθομολογούμενο ότι η εφαρμοζόμενη πολιτική αντιμετώπισης της κρίσης χρέους στην Ελλάδα έχει αποτύχει πλήρως και είναι μαθηματικά βέβαιο ότι το ίδιο θα γίνει στην Ιρλανδία και την Πορτογαλία. Η σκληρή λιτότητα που επιβλήθηκε στις χώρες της περιφέρειας αυξάνει το χρέος και κάνει πιθανότερη την αθέτηση πληρωμών και τη χρεοκοπία τους. Η διοχέτευση δανείων επί δανείων μπορεί να αποτελεί μια συστημική λειτουργία του καπιταλισμού -μεταφοράς πλούτου προς τις πλούσιες χώρες και τα πλούσια τμήματα του πληθυσμού- όμως στο πλαίσιο της σημερινής κρίσης είναι δίκοπο μαχαίρι. Το ερώτημα: «Τι θα γίνει αν οι Έλληνες (και οι Πορτογάλοι, οι Ιρλανδοί…) αρνηθούν το χρέος τους», που έθεσε ο Guardian (17/5) και οι συστημικές επιπτώσεις -μια τεράστια τραπεζική κατάρρευση- δεν μπορεί παρά να κατατρύχει τους Ευρωπαίους αξιωματούχους.
Φαίνεται πως οι Γερμανοί κυβερνητικοί παράγοντες αντιλαμβάνονται αυτές τις πραγματικότητες, αλλά είναι επίσης εμφανής η δυσκολία τους να τις χειριστούν, έτσι ώστε να βγουν όλες οι δυνάμεις του συστήματός τους κερδισμένες: Να επιβιώσει ο κυβερνητικός συνασπισμός, να μην δημιουργηθούν προβλήματα στις τράπεζες, να μην αποδιαρθρωθούν οι συμμαχίες με τις άλλες χώρες της Ευρωζώνης.
Οι πολιτικές περιπλοκές στη Γερμανία υπογραμμίζουν αυτό που συνειδητοποιούν πολλά μέλη της ευρωπαϊκής ελίτ: Χρειάζονται εναλλακτικές λύσεις. Όμως, είναι αμφίβολο αν μπορούν να τις επεξεργαστούν. Η Ευρωζώνη βρίσκεται σε αδιέξοδο και δεν θα αποφύγει το κόστος με τη μια ή την άλλη μορφή.

Συγκρούσεις στο έδαφος της ελληνικής κρίσης
Στη Γερμανία μαίνεται η συζήτηση για την αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους. Τμήματα και προσωπικότητες των γερμανικών ελίτ δεν θέτουν απλώς το θέμα της αναδιάρθρωσης, αλλά και της παραγραφής μεγάλου μέρους του, αν και ακόμη όσοι υποστηρίζουν αυτή τη λύση είναι ελάχιστοι (π.χ. Χ. Έντερλαϊν, καθηγητής στη Σχολή Δημόσιας Διοίκησης Χέρτι, στο Βερολίνο, που προτείνει 50-60% τουλάχιστον παραγραφή των ελληνικών χρεών). Το γεγονός ότι οι ιδιωτικές γερμανικές τράπεζες έχουν πλέον σχετικά μικρή έκθεση στο ελληνικό χρέος, πλην της Hypo Real Estate, η οποία, όμως, κρατικοποιήθηκε το 2008, διαφοροποιεί τη θέση της Γερμανίας. Το ρίσκο για τους Γερμανούς ομολογιούχους είναι να χάσουν 27 δισ. ευρώ, σε περίπτωση αναδιάρθρωσης/κουρέματος του ελληνικού χρέους, ποσό σημαντικό μεν, αλλά θα το πληρώσουν οι φορολογούμενοι και όχι οι τράπεζες, και σχετικά μικρό αν συγκριθεί με τα 200 δισ. εμπορικού πλεονάσματος της Γερμανίας. Ήδη εμφανίζονται δημοσιεύματα (Handelsblatt 18/5) που αναφέρουν ότι η γερμανική κυβέρνηση έχει αρχίσει σχετικές συζητήσεις με τράπεζες, ασφαλιστικές εταιρίες και άλλους κατόχους ομολόγων. Εντελώς διαφορετικό, αλλά και ευμετάβλητο, είναι το κλίμα στην ΕΚΤ και στις Βρυξέλλες. Ο Τρισέ εμφανίζεται ανένδοτος σε οποιαδήποτε αναδιάρθρωση, ο Γιουνγκέρ,  που αρχικά ήταν εντελώς απορριπτικός, τις τελευταίες ημέρες φαίνεται να δέχεται μια «ήπια» μορφή. Φυσικός ο λόγος. Η ΕΚΤ κατέχει σήμερα μεγάλο μερίδιο του ελληνικού χρέους, όπως εξάλλου και οι γαλλικές τράπεζες, συνεπώς οι επιπτώσεις θα είναι πολύ μεγαλύτερες.
Παράλληλα, δηλώσεις Γερμανών οικονομολόγων απεικονίζουν την αντιφατικότητα που επικρατεί. Ο επικεφαλής του Ινστιτούτου Οικονομικής Έρευνας Ifo, του Μονάχου, Χανς-Βέρνερ Ζιν είπε: «Κάθε προσπάθεια να σταθεροποιηθεί η Ελλάδα και να κρατηθεί στην Ευρωζώνη θα ήταν ένα βαρέλι χωρίς πάτο. Εάν μείνει η Ελλάδα στην Ευρωζώνη θα αποσταθεροποιηθεί το ευρώ» (Der Spiegel online, 18/5). Ο Μαξ Ότε, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Εφαρμοσμένων Επιστημών της Βορμς υποστηρίζει την ίδια άποψη. «Η έξοδος από ευρώ θα βοηθήσει την Ελλάδα να ανακτήσει την ανταγωνιστικότητά της μέσω εξωτερικής υποτίμησης. Με τον καιρό, η χώρα θα μπορούσε να επανενταχθεί, χωρίς αυτό να θεωρείται αποτέλεσμα εντολών από το εξωτερικό» (συνέντευξη στη Handelsblatt).
Άλλοι όμως, όπως ο Γκούσταφ Χορν, του Ινστιτούτου Μακροοικονομικής και Έρευνας της Κρίσης, φοβούνται ότι μια έξοδος της Ελλάδας θα νομιμοποιούσε την προσδοκία για περαιτέρω εξόδους και αν υπήρχαν κι άλλες διαρροές από το ευρώ, η Ευρωζώνη θα εξαφανιζόταν από το χάρτη και μαζί της θα καταποντίζονταν ζωτικά γερμανικά συμφέροντα: «Ειδικά για τη Γερμανία μια τέτοια εξέλιξη θα σήμαινε τεράστια ανατίμηση του νομίσματός της που θα δημιουργούσε σοβαρά προβλήματα στη γερμανική οικονομία» (Handelsblatt online).
Η αναδιάρθρωση, ακόμη και στις σκληρές μορφές της, βρίσκει ευήκοα ώτα στο Βερολίνο. Η συγκρατημένη δημόσια στάση υποδεικνύει ότι η γερμανική κυβέρνηση φοβάται ότι οι χρηματοπιστωτικές αγορές θα σαρώσουν την Ιρλανδία, την Πορτογαλία και την Ισπανία. Σημειωτέον, ότι η έκθεση των γερμανικών τραπεζών στην Ισπανία, αλλά και την Ιρλανδία είναι τεράστια: 146,8 δισ. ευρώ στην πρώτη, 114,7 στη δεύτερη, εν συγκρίσει με τα μάλλον γλίσχρα 28 δισ. στην Ελλάδα και τα 28,7 στην Πορτογαλία.

Το Σχέδιο Σόιμπλε
Όταν, μετά τη διαβόητη μυστική συνάντηση στο Λουξεμβούργο, στις 6/5, όπου τέθηκε και το θέμα της εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ, ο Β. Σόιμπλε παρέστη στην επιτροπή προϋπολογισμού της Μπούντεσταγκ, η οποία μετά κόπου είχε εγκρίνει το πακέτο για την Πορτογαλία και μάθαινε ότι κυοφορείται νέο δάνειο προς την Ελλάδα, κατακλύστηκε με ερωτήσεις. Η μακροσκελής του απάντηση είχε την εξής κατάληξη: «Προς το παρόν περιμένουμε τα αποτελέσματα της έκθεσης των διεθνών ειδικών τον Ιούλιο. Τότε θα δούμε τι θα γίνει στη συνέχεια» (Der Spiegel online 16/5).
Ο χειρισμός του χρόνου παίζει σημαντικό ρόλο. Η κ. Μέρκελ επέπληξε σοβαρά τον Χ. Μ. Μπαρόζο, κατά την επίσκεψή του στο Βερολίνο, για το φημολογούμενο νέο δάνειο των 30-60 δισ. ευρώ προς την Ελλάδα και ο Β. Σόιμπλε δήλωσε ότι αντιτίθεται σφόδρα σε νέα δάνεια. Για να φέρει μαλακά στους Γερμανούς ότι, εν τέλει, μπορεί να μην υπάρχει άλλη λύση, αφού η ικανότητα εξυπηρέτησης του ελληνικού χρέους τον επόμενο χρόνο (μέχρι την άνοιξη του 2012) αποτελεί προϋπόθεση για να εκταμιεύσει το ΔΝΤ το δικό του μερίδιο του δανείου. Ταυτόχρονα, όπως αναφέρει ο Τύπος, εκπονεί ένα άλλο σχέδιο: Να δοθεί νέο δάνειο στην Ελλάδα για επαναγορά παλιών ομολόγων στο 60% της αξίας τους που είναι η τρέχουσα τιμή, πράγμα που κυρίως συμφέρει τους ομολογιούχους οι οποίοι, προϊόντος του χρόνου, χάνουν (δάνειο το οποίο θα αποπληρωθεί από την εκποίηση του ελληνικού δημόσιου πλούτου). Το ευρύ πρόγραμμα επαναγοράς ομολόγων δεν συγκεντρώνει την υποστήριξη στον κυβερνητικό συνασπισμό λόγω γερμανικών δαπανών, ενώ οι άλλες ευρωπαϊκές χώρες αντιτίθενται επίσης.
Για τους Γερμανούς πολιτικούς το πραγματικό δίλημμα δεν είναι τι θέλουν και τι δεν θέλουν, σύμφωνα με την «οικονομική ορθοδοξία» τους, αλλά πόσο κοστίζει η μία ή η άλλη λύση. Η συνεχής χρηματοδότηση των χρεών της Ελλάδας –έπονται και  άλλες χώρες– και η λιτότητα είναι «βαρέλι δίχως πάτο». Η αναδιάρθρωση θα απαιτήσει ανακεφαλαιοποίηση της ΕΚΤ και νέα οικονομική ενίσχυση του χρηματοπιστωτικού συστήματος,  ενώ δημιουργεί τριβές με τους εταίρους. Η όποια επιλογή έχει ρίσκο, πιθανώς με διαστάσεις που επηρεάζουν το όλο σύστημα της Ευρωζώνης, καθώς και κόστος.  Η Α. Μέρκελ ίσως δεν θα αποφύγει το βαρύ πολιτικό τίμημα, όσα λογύδρια κι αν βγάζει για τους «τεμπέληδες του Νότου».

 

Σε απεργιακό αναβρασμό οι Γερμανοί δημοσιογράφοι
Με αφορμή την υπογραφή της νέας Συλλογικής Σύμβασης (ΣΣΕ), η Ομοσπονδιακή Ένωση Γερμανών Εκδοτών Εφημερίδων (BDZV) επιχειρεί να περάσει μαζικές περικοπές μισθών για τους 14.000 δημοσιογράφους και το εκδοτικό προσωπικό. Για τους νέους προσλαμβανόμενους οι εκδότες θέλουν να μειώσουν το μισθό πρόσληψης κατά 30%.
Οι δικαιολογίες είναι οι γνωστές: παγκόσμια οικονομική κρίση και μείωση των διαφημίσεων. Όμως, παρά το γεγονός ότι όντως μέρος των διαφημιστικών δαπανών έχει μεταφερθεί στο Ίντερνετ, τα κέρδη των εκδοτών εξακολουθούν να αυξάνονται. Όπως αναφέρει η Ένωση Γερμανών Δημοσιογράφων, όλο και περισσότεροι εκδότες παρακάμπτουν τη ΣΣΕ. Στις μεθόδους που χρησιμοποιούν περιλαμβάνονται η εργολαβική ανάθεση δημοσιογραφικού και άλλου εκδοτικού έργου σε ανεξάρτητες εταιρίες που δεν τηρούν τις ΣΣΕ, η χρησιμοπoίηση προσωρινώς απασχολούμενων στα newsroom και η άρνηση να υπογράψουν την Εθνική Συλλογική Σύμβαση.
Η DuMont Redaktionsgemeinschaft GmbH που εκδίδει τις εφημερίδες Kölner Stadtanzeiger, Mitteldeutsche Zeitung, Frankfurter Rundschau και Berliner Zeitung έχει συγκροτήσει μια εκδοτική ομάδα 25 εργαζομένων που δεν καλύπτονται από τη ΣΣΕ. Η Frankfurter Rundschau χρησιμοποιεί μια θυγατρική για να πληρώνει το προσωπικό που εργάζεται στο λογοτεχνικό και σε άλλα ένθετα με μισθούς κάτω από τη ΣΣΕ. Τις ίδιες μεθόδους εφαρμόζουν στα τοπικά ρεπορτάζ οι Stuttgarter Zeitung και Stuttgarter Nachrichten.
Οι εκδότες δεν προσλαμβάνουν πλέον μαθητευόμενους, αλλά τους εγγράφουν στις δημοσιογραφικές σχολές, παρακάμπτοντας τις συλλογικές συμφωνίες. Αυτή την τακτική ακολουθούν μεγάλοι όμιλοι όπως αυτός του Άξελ Σπρίνγκερ (συμπεριλαμβανομένων των εφημερίδων Bild και Welt) όπως και ο όμιλος WAZ. Η εφημερίδα Der Tagesspiegel έχει αποχωρήσει και από την Ένωση των Εκδοτών.
Ως αποτέλεσμα όλων αυτών των μεθοδεύσεων, η αύξηση των κερδών είναι, κατά μέσο όρο, της τάξης του 6-8%. Το πρώτο τρίμηνο του 2011 μόνο, ο Όμιλος Σπρίνγκερ αύξησε τα μετά τους φόρους κέρδη του κατά 18% ή 73 εκατομμύρια ευρώ.
Η ΣΣΕ που έχει λήξει από τον Ιούλιο του 2010 δεν ανανεώνεται λόγω της επιμονής των εργοδοτών να αρνούνται τις αυξήσεις της τάξης του 4% που ζητούν το Verdi και η DJV (Ένωση Γερμανών Δημοσιογράφων), ενώ ο 14.000 εργαζόμενοι στις εφημερίδες αντιμετωπίζουν μη πληρωμή των αργιών και αύξηση ωρών εργασίας από 36,5 σε 40 την εβδομάδα χωρίς αύξηση του μισθού.
Για τη νέα ΣΣΕ, που θα είναι τριετής, οι εκδότες απαιτούν πάγωμα μισθών στα 2 πρώτα χρόνια και «μέτρια» αύξηση τον τρίτο. Για τους νέους δημοσιογράφους απαιτούν μείωση του μισθού από 3.000 ευρώ περίπου στα 2.650, προσέγγιση του ορίου του ισχύοντος μισθού πρόσληψης μετά από μία επταετία και περικοπή στο μισό των επικουρικών συντάξεων. Οι μικρές, κάτω του πληθωρισμού, αυξήσεις που είχαν δεχθεί τα συνδικάτα τα πρόσφατα χρόνια έχουν οδηγήσει σε μια μείωση του εισοδήματος των εργαζομένων στον Τύπο κατά 15%, σύμφωνα με την Ένωση των Γερμανών Δημοσιογράφων.
Έτσι, εν όψει των διαπραγματεύσεων για τη νέα ΣΣΕ, το συνδικάτο Verdi και η Ένωση Γερμανών Δημοσιογράφων αποφάσισαν κοινές απεργίες δημοσιογραφικού και διοικητικού προσωπικού, ενώ συμπαρατάσσεται και το συνδικάτο των τυπογράφων που εκπροσωπεί 160.000 εργαζόμενους του κλάδου, ο οποίος βρίσκεται επίσης σε διαπραγματεύσεις για νέα ΣΣΕ και είναι αντιμέτωπος με παρόμοιες περικοπές.
Την περασμένη εβδομάδα 1.000 δημοσιογράφοι πήραν μέρος σε προειδοποιητικές απεργίες. Την Πέμπτη τυπογράφοι και εκδοτικό προσωπικό των Weser Kurier και Bremmen News κατέβηκαν σε απεργία. Την Τρίτη έγινε απεργία σε 30 εφημερίδες όλης της Γερμανίας. Την Τετάρτη στάσεις εργασίας στη Suddeutsche Zaitung και τις Westdeutsche Allgemeine και Neue Ruhr/Neue Rhein Zeitung, του ομίλου WAZ.
Οι διαπραγματεύσεις της περασμένης Πέμπτης μεταξύ εργαζομένων και εργοδοτών κατέληξαν σε αδιέξοδο. Στη δύσκολη θέση που έχουν περιέλθει οι εργαζόμενοι στον Τύπο της Γερμανίας έχει συμβά λει κατά πολύ η συμβιβαστική στάση των συνδικαλιστικών ηγεσιών τα τελευταία χρόνια, που δέχτηκαν ελάχιστες αυξήσεις κάτω του πληθωρισμού και μακροχρόνιες ΣΣΕ. Το ερώτημα είναι πώς θα συμπεριφερθούν τώρα που οι εκδότες περνούν σε μια πρωτοφανή, για τα δεδομένα του γερμανικού Τύπου, επίθεση στο εισόδημα των εργαζομένων. Πολλοί επισημαίνουν ότι θα δράσουν και πάλι εκτονωτικά, καλλιεργώντας κλίμα υποχωρητικότητας και ηττοπάθειας.

(Πηγή: World Socialist Web Site, 17/5/2011)
Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!