του Δημήτρη Κοδέλα
Στην πρώτη φάση της πανδημίας ο αγροτικός τομέας φάνηκε να μετρά ζημιές σε περιορισμένους κλάδους. Όσο, όμως, τα περιοριστικά μέτρα συνεχίζονται τόσο πιο έντονα πλήττονται ολοένα και περισσότεροι τομείς. Σε παλαιότερο άρθρο του Δρόμου («Covid-19 και προκλήσεις για τον αγροδιατροφικό τομέα», φ. 493, 11/4/2020) είχαμε αναφερθεί στους βασικούς παράγοντες που αναμενόταν να επηρεάσουν αρνητικά τα αγροτικά προϊόντα (τουρισμός, εστίαση, ύφεση και μείωση εισοδημάτων, υπολειτουργία αγορών παραγωγών, κ.ά.). Δυστυχώς επαληθευόμαστε. Σε αυτούς θα πρέπει να προστεθεί και η κερδοσκοπία των κυκλωμάτων διακίνησης και της βιομηχανίας τροφίμων, που ειδικά σε περιόδους κρίσης βρίσκουν την ευκαιρία να συμπιέσουν τους παραγωγούς.
Παραδοσιακά προϊόντα που αποτελούν την «ραχοκοκαλιά» της παραγωγής και των εξαγωγών έρχονται αντιμέτωπα με την ασταθή ζήτηση και τις χαμηλές τιμές. Τέτοια προϊόντα είναι το ελαιόλαδο, το κρασί, τα πορτοκάλια, η πατάτα, το ροδάκινο, αρκετά κηπευτικά, βαμβάκι, κλπ. Παράλληλα, σοβαρές είναι και οι ζημιές σε περιοχές από καταστροφές (πλημμύρες, χαλάζι).
ΤΟΥΤΩΝ ΔΟΘΕΝΤΩΝ, τα αιτήματα των αγροτών προς το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης για ενίσχυση πληθαίνουν ενώ προς το παρόν, εκτός λίγων κλάδων που έχουν υποστεί μεγάλη καταστροφή (άνθη, αλιεία, σπαράγγια, κ.ά.), μόνο ο κλάδος της ελαιοκομίας λαμβάνει μια πενιχρή ενίσχυση των περίπου 30 ευρώ/στρέμμα. Μάλιστα, ακόμα και αυτά τα χρήματα αφορούν μόνο όσους τυπικά είναι κατά κύριο επάγγελμα αγρότες, αφήνοντας εκτός δεκάδες χιλιάδες περιπτώσεις όπου το αγροτικό εισόδημα δεν είναι μεν το κύριο αλλά έχει βασικό ρόλο στην επιβίωση των νοικοκυριών.
Εκτός από τα προβλήματα που δημιουργεί στο σύνολο της οικονομίας η διαχείριση της πανδημίας, εκείνο που βοά είναι η έλλειψη μιας συνεκτικής στρατηγικής ανασυγκρότησης του γεωργικού τομέα. Ως υποκατάστατο, και με αφορμή την πίεση από την ΕΕ για να παρουσιάσει η χώρα τους επόμενους μήνες ένα στρατηγικό σχέδιο διαχείρισης των πόρων της νέας ΚΑΠ που θα αφορά τα έτη μετά το 2023, παρουσιάζονται το τελευταίο διάστημα διάφορες εκθέσεις και μελέτες.
Ξεκινήσαμε από την έκθεση Πισσαρίδη που ανάμεσα στα άλλα περιλαμβάνει και ένα κεφάλαιο για τον τομέα της αγροδιατροφής. Σε αυτό το κεφάλαιο, ύστερα από μια παρουσίαση της υφιστάμενης κατάστασης, καταλήγει σε κάποιες «αμήχανες» και γενικόλογες προτάσεις με στόχο την βελτίωση της παραγωγικότητας. Οι συντάκτες μάλλον αυτοσυγκρατούνται. Διατυπώνοντας την ανάγκη για μεγέθυνση των εκμεταλλεύσεων προτείνουν κίνητρα για συνεργατικά σχήματα και καθετοποίηση της παραγωγής, αποφεύγοντας να αναφερθούν στην κρυφή επιθυμία για συγκέντρωση της παραγωγής σε λίγα χέρια. Βέβαια, οι διαρκείς συγκρίσεις με τις Βόρειες χώρες και ειδικά με την Ολλανδία (μέση έκταση ανά εκμετάλλευση πενταπλάσια από της Ελλάδας, αξία παραγωγής ανά εκμετάλλευση 40 φορές υψηλότερη από της Ελλάδας) μάλλον αποκαλύπτουν τις προθέσεις.
Στη συνέχεια, είχαμε την παρουσίαση σε επιτροπή της Βουλής της swot ανάλυσης που είχε αναλάβει το Γεωπονικό Πανεπιστήμιο και η εταιρία ΛΚΝ Ανάλυσις, σχετικά με τις αδυναμίες και τα πλεονεκτήματα της ελληνικής πρωτογενούς παραγωγής για το στρατηγικό σχέδιο της νέας ΚΑΠ, η οποία αναλώθηκε σε αρκετά ενδιαφέροντα αλλά γνωστά στοιχεία για την πορεία και τις αδυναμίες του αγροτικού τομέα. Το κλίμα θα έλεγε κανείς ανάμεσα σε Ν.Δ., και ΣΥΡΙΖΑ ήταν «εποικοδομητικό» και ενδεικτικό μιας συνενοχής, παρά τις αναγκαίες αψιμαχίες. Ο ΣΥΡΙΖΑ κατηγορούσε τη Ν.Δ, ότι δεν έχει φέρει συγκεκριμένη πρόταση για τη νέα ΚΑΠ και η Ν.Δ., απαντούσε ότι φτάσαμε στα μέσα του 2019 και ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είχε προετοιμάσει τίποτα. Για να λέμε την αλήθεια και οι δύο δίκιο έχουν…
Τα ζητήματα που ανοίγουν είναι μεγάλα: Επιπτώσεις στη διατροφική επάρκεια του πλανήτη. Δυνατότητα των παραγωγών να ανταπεξέλθουν στις υποχρεωτικές για την καταβολή των ενισχύσεων περιβαλλοντικές απαιτήσεις. Τεχνοψηφιακός μετασχηματισμός και έλεγχος της γεωργίας μέσα από την εισαγωγή τεχνολογιών ρομποτικής, Τεχνητής Νοημοσύνης, Διαδικτύου των Πραγμάτων. Εμπλοκή της γεωργίας στις πιστώσεις του Συστήματος Εμπορίας Ρύπων
Πριν λίγες μέρες, επίσης, ψηφίστηκε στη Βουλή σύμβαση μεταξύ του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και της Διεθνούς Τράπεζας Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης! Επιστρατεύτηκε, δηλαδή, μέχρι και το παράρτημα της Παγκόσμιας Τράπεζας για την «παροχή αναλυτικής και συμβουλευτικής υποστήριξης σύμφωνα με τις απαιτήσεις για τη διαμόρφωση του Εθνικού Στρατηγικού Σχεδίου (ΣΣ) Κοινής Γεωργικής Πολιτικής (ΚΓΠ) για την περίοδο προγραμματισμού 2021-2027.». Το κόστος θα υπερβεί τα 950.000 ευρώ και η επιστράτευση της ναυαρχίδας του νεοφιλελευθερισμού που δηλώνει παρουσία σε πολλές φτωχές και αναπτυσσόμενες χώρες, υποδηλώνει τόσο την κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η χώρα όσο και τους προσανατολισμούς που θα δοθούν. Βέβαια, ο Μ. Βορίδης στη Βουλή είχε άλλη άποψη και αναφερόμενος στην Παγκόσμια Τράπεζα ανέφερε ότι «η κριτική που θα έκανα σε αυτούς τους οργανισμούς είναι ότι έχουν πάρα πολλούς σοσιαλιστές οικονομολόγους»!
ΟΙ ΠΑΛΙΝΩΔΙΕΣ με τις εκθέσεις και τις μελέτες της τελευταίας στιγμής είναι δηλωτικές της ανεπάρκειας του πολιτικού συστήματος να δημιουργήσει δομές και θεσμούς χάραξης μιας εθνικής αγροτικής πολιτικής. Αντίθετα, έχει μετατραπεί σε απλό διαχειριστή των υποχρεώσεων της κάθε φορά ΚΑΠ ενώ στην ελληνική γεωργία ενισχύονται οι τάσεις εγκατάλειψης και συγκέντρωσης γης με μεγάλες κοινωνικές, οικονομικές και περιφερειακές συνέπειες.
Όσο αφορά στη νέα ΚΑΠ, αυτή αποτέλεσε το προηγούμενο διάστημα πεδίο αντιπαράθεσης ανάμεσα στα κράτη-μέλη και ανάμεσα στις μεγάλες επιχειρήσεις της πράσινης οικονομίας και τεχνολογίας από τη μια και τις παραδοσιακές βιομηχανίες αγροτικών εισροών από την άλλη. Οι τελευταίες, επιδεικνύουν βέβαια μεγάλη ευελιξία και δυνατότητα προσαρμογής στα νέα δεδομένα της στρατηγικής «από το χωράφι στο πιάτο» που χαρακτηρίζει τη νέα ΚΑΠ και η οποία δίνει προτεραιότητα στη μετάβαση σε μια κλιματικά «ουδέτερη» γεωργία μηδενικών εκπομπών με μείωση της χρήσης φυτοφαρμάκων και λιπασμάτων, εισαγωγή μεθόδων ευφυούς γεωργίας, αύξηση βιολογικής γεωργίας, προστασία της βιοποικιλότητας. Αυτή η πολιτική είναι εναρμονισμένη με τις συστάσεις της Κομισιόν και την ευρωπαϊκή «Πράσινη Συμφωνία» και φαίνεται να απαντά σε τρία ζητήματα: α) την υπέρβαση της κρίσης μέσω της δημιουργίας ενός νέου πεδίου επενδύσεων και κερδοφορίας που αφορά στην ψηφιακή μετάβαση του αγροτικού τομέα, β) στην διαφοροποίηση και ανταγωνιστικότητα των ευρωπαϊκών προϊόντων, γ) στον οικονομικό και γεωπολιτικό διεθνή ανταγωνισμό με τα άλλα μπλοκ αναπτυσσόμενων αγροτικών οικονομιών.
Παρά τον φαινομενικά φιλοπεριβαλλοντικό χαρακτήρα, τα ζητήματα που ανοίγουν είναι μεγάλα και επιγραμματικά αφορούν: Τις επιπτώσεις στην διατροφική επάρκεια σε έναν πλανήτη που αναμένεται να φτάσει το 2050 τα 9,5 δισ. πληθυσμό. Τις επιπτώσεις αλλά και τη δυνατότητα των παραγωγών να ανταπεξέλθουν στις υποχρεωτικές για την καταβολή των ενισχύσεων περιβαλλοντικές απαιτήσεις και τον τρόπο που αυτές θα κατανεμηθούν. Τον τεχνοψηφιακό μετασχηματισμό και έλεγχο της γεωργίας μέσα από την εισαγωγή τεχνολογιών ρομποτικής, Τεχνητής Νοημοσύνης, Διαδικτύου των Πραγμάτων. Την εμπλοκή της γεωργίας στις πιστώσεις του Συστήματος Εμπορίας Ρύπων. Τα παραπάνω χρήζουν ιδιαίτερης ανάλυσης και θα μας απασχολήσουν σε επόμενα σημειώματα.
Τέλος, σε κάτι πιο καθημερινό, η κυβέρνηση αύξησε τον ειδικό φόρο κατανάλωσης πετρελαίου επιβάλλοντας «πράσινο τέλος» 3 λεπτά/ λίτρο για χάρη της επιδότησης των ΑΠΕ. Να τονίσουμε ότι το κόστος ενέργειας, σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη του ΙΟΒΕ, είναι ο σημαντικότερος παράγοντας του κόστους παραγωγής και ανέρχεται στο 32%. Όλοι φορτώνουν κι από κάτι στον γάιδαρο, και αν αυτός είναι μόνος και μικρός πόσο ν’ αντέξει;