Έχει ήδη επισημανθεί με διάφορους τρόπους από τις στήλες του Δρόμου ότι γίνονται όλο και πιο διακριτά τα σημάδια μιας μεγάλης στροφής στις διεθνείς εξελίξεις σε σχέση με το προηγούμενο διάστημα. Η στροφή αυτή πυροδοτείται καταρχήν με πρωτοβουλία της νέας βορειοαμερικανικής διοίκησης υπό την προεδρία του Δημοκρατικού Μπάιντεν, που σταδιακά αποκαλύπτεται ως «πιο επιθετική και πιο πολεμοχαρής»[1] από αυτήν του Τραμπ. Και επιβεβαιώνεται από τη σφοδρή αντίδραση των παγκόσμιων ανταγωνιστών των ΗΠΑ, και κυρίως της Κίνας[2], οι οποίοι θεωρούν ότι πέρασε ο καιρός που ήταν αναγκασμένοι να αποδέχονται ως αδιαμφισβήτητη την πρωτοκαθεδρία της Ουάσιγκτον.

Μια σειρά νέα γεγονότα, που έλαβαν χώρα αυτήν την εβδομάδα, υποδεικνύουν ότι στο ορατό μέλλον θα ενταθεί το άρπαγμα μεταξύ των «μεγάλων», ενώ ταυτόχρονα συνεχίζεται η προσπάθεια των ΗΠΑ να πειθαρχήσουν το δυτικό σκορποχώρι και να το θέσουν στην υπηρεσία του σχεδίου ανακοπής της καθοδικής πορείας τους. Μάλιστα όλα αυτά συμβαίνουν σε συνθήκες απουσίας μεγάλων περιφερειακών και διεθνών κινημάτων τα οποία θα επεδίωκαν μια διαφορετική εξέλιξη, ειρηνική και με τις λιγότερες δυνατές απώλειες για τους λαούς και τις χώρες – που σήμερα θυμίζουν βατράχια σε πεδίο μάχης βουβαλιών…

Στην προηγούμενη περίοδο η προεδρία Τραμπ (που κι ο ίδιος ήταν κατά κάποιο τρόπο γέννημα του στρατηγικού αδιεξόδου στο οποίο έχουν βυθιστεί εδώ και χρόνια η ηγέτιδα δύναμη της Δύσης) επιχειρούσε να απαντήσει στη σοβούσα κρίση και στην αδυναμία παγκόσμιας επιβολής με ένα σχέδιο διαφορετικό από την κλασική βορειοαμερικανική πολιτική. Επιχειρούσε δηλαδή να αποτραβηχτεί από συγκρούσεις που θεωρούσε «αντιπαραγωγικές» και να αποφύγει μια υπερεξάπλωση την οποία δεν μπορούσε να υποστηρίξει. Φυσικά την ίδια στιγμή, υπό την πίεση άλυτων εσωτερικών αντιθέσεων και διαφόρων αντιμαχόμενων λόμπι, υλοποιούσε και «παραδειγματικά» εγκλήματα ώστε να αποσείσει τις κατηγορίες ισχυρού και δυναμικού τμήματος της βορειοαμερικανικής ελίτ ότι με την «απομονωτική» πολιτική του συντελεί στην υποβάθμιση της διεθνούς θέσης των ΗΠΑ. Τέτοια εγκλήματα, κυριολεκτικά ή μεταφορικά, ήταν π.χ. η δολοφονία του Ιρανού στρατηγού, η αναγνώριση των αυθαίρετων ισραηλινών κατοχικών προκλήσεων που έκαναν κουρελόχαρτο τη λεγόμενη διεθνή νομιμότητα κ.λπ.

Η επισήμανση αυτή είναι αναγκαία διότι βρισκόμαστε μπροστά σε ένα διπλά προβληματικό φαινόμενο. Από τη μια ένα μεγάλο τμήμα των «προοδευτικών» εντός και εκτός ΗΠΑ έχει μουγκαθεί μπροστά στην επιθετικότητα μιας Δημοκρατικής διακυβέρνησης, την άνοδο της οποίας στήριξε με νύχια και με δόντια στο όνομα της απαλλαγής από τον «φασίστα» Τραμπ. Από την άλλη, ένα (μικρότερο) τμήμα των δυνάμεων που τοποθετούνται ενάντια στον οδοστρωτήρα της «φιλελεύθερης» παγκοσμιοποίησης, που ιδίως με την πανδημία και την εκλογή Μπάιντεν έβαλε ταχύτητα πρόσω ολοταχώς, νιώθουν την ανάγκη να αντιμετωπίσουν τον τραμπισμό ως μικρότερο κακό. Και οι δύο αυτές καταστάσεις αδυνατούν να προχωρήσουν σε μια ανάγνωση πέραν του άσπρου-μαύρου, και γι’ αυτό δεν μπορούν να δώσουν καμιά προοπτική προς όφελος των εθνών, λαών και χωρών που καταπιέζονται, καταληστεύονται, απειλούνται ή και ανατινάζονται. Παραμένουν και οι δύο εγκλωβισμένες στα όρια της συστημικής ενδόρρηξης, και φρενάρουν την ανίχνευση μιας ανεξάρτητης στάσης και διεξόδου.

Πιέσεις προς όλους

Οπότε ας προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε την πραγματικότητα: η διακυβέρνηση Μπάιντεν δεν συνεχίζει την πολιτική του Τραμπ. Αντίθετα, επιχειρεί να επιβάλει εκ νέου μια παγκόσμια πολιτική σιδηράς πυγμής, στοχοποιώντας (με πολλούς και διαφορετικούς τρόπους) εχθρούς και «φίλους»: στην πρώτη κατηγορία ανήκουν οι παγκόσμιοι ανταγωνιστές, κυρίως Κίνα και Ρωσία, και στη δεύτερη οι αποκλίνουσες στρατηγικές των λοιπών δυτικών ιμπεριαλιστών, που αρχίζουν να ξεδιπλώνουν φιλοδοξίες «αυτόνομου» ρόλου στο διεθνές γίγνεσθαι – και έτσι επιτείνουν την αποσύνθεση και το αδυνάτισμα του δυτικού μπλοκ. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν οι προειδοποιήσεις προς την Ε.Ε., και ιδίως τη Γερμανία, να εγκαταλείψουν τις όποιες διευθετήσεις προωθούσαν με την εχθρά Μόσχα – προειδοποιήσεις που διατυπώθηκαν από τον ίδιο τον Μπάιντεν με σαφήνεια στην ανοίκεια παρέμβασή του στη Σύνοδο Κορυφής της Ε.Ε., όπου απαίτησε την οριστική εγκατάλειψη του σχεδίου για τον δεύτερο αγωγό Nord Stream, που θα μεταφέρει ρωσικό αέριο στην Ευρώπη.

Ακολούθησαν αυτήν την εβδομάδα οι πολύ πιο συγκεκριμένες απειλές του Αμερικανού υπουργού Εξωτερικών Μπλίνκεν, ότι οι ΗΠΑ θα επιβάλουν κυρώσεις στους Ευρωπαίους «συμμάχους» τους εάν αυτοί δεν συμμορφωθούν με την απαίτηση της Ουάσιγκτον για εγκατάλειψη ενός έργου που έχει σχεδόν ολοκληρωθεί… Πώς θα απαντήσει το Βερολίνο, και μάλιστα σε μια περίοδο μεγάλης δικής του εσωτερικής κρίσης και «στομώματος» του μερκελισμού; Είτε υποταχθεί στα υπερατλαντικά κελεύσματα, είτε αποπειραθεί να ελιχθεί με στόχο την ολοκλήρωση του Nord Stream 2, οι επιπτώσεις θα είναι τεράστιες τόσο για τη Γερμανία όσο και για ολόκληρη την «ευρωπαϊκή ολοκλήρωση». Οι προσεισμικές δονήσεις έγιναν αισθητές προχθές, με τη σχετική τοποθέτηση του Χριστιανοδημοκράτη Πέτερ Μπέγιερ, που έχει στη γερμανική συγκυβέρνηση τη θέση του Συντονιστή Διατλαντικών Σχέσεων: ο Μπέγιερ κάλεσε δημοσίως την κυβέρνησή του να αφήσει στην άκρη το εν λόγω σχέδιο, επιχειρηματολογώντας ότι τυχόν ολοκλήρωσή του θα θέσει σε σκληρή δοκιμασία τις σχέσεις με την Ουάσιγκτον.

Επιστροφή στο παρελθόν;

Ανάλογες πιέσεις με την Ευρώπη δέχονται και οι λοιποί σύμμαχοι των ΗΠΑ, και ιδίως αυτοί που επιχειρώντας να αντιμετωπίσουν την πολύπλευρη κρίση τους έχουν εντείνει το οικονομικό –τουλάχιστον– φλερτάρισμά τους με το Πεκίνο. Η επανενεργοποίηση της Τετραμερούς (ΗΠΑ, Ινδία, Ιαπωνία, Αυστραλία) που στοχεύει στην ανάσχεση της ανάδυσης της Κίνας έδωσε το σύνθημα, και οι πιέσεις συνεχίστηκαν με την πρόσφατη επίσκεψη του Μπλίνκεν στην Ιαπωνία και τη Νότια Κορέα, τις οποίες επιχείρησε να επανευθυγραμμίσει πλήρως με τη βορειοαμερικανική πολιτική. Τα σκάγια δεν άφησαν απ’ έξω ούτε την Αυστραλία: μιλώντας την περασμένη εβδομάδα στην έδρα του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλλες, ο υπουργός Εξωτερικών του Μπάιντεν κατήγγειλε τον «κατάφωρο οικονομικό εκβιασμό που ασκεί η Κίνα επί της Αυστραλίας», καλώντας την τελευταία να αντισταθεί συσφίγγοντας τους δεσμούς συνεργασίας με τις ΗΠΑ. Εμμέσως πλην σαφώς έριχνε έτσι βολές και στα σχέδια του Λονδίνου να ασκήσει μια πιο ενεργητική και σχετικά αυτόνομη πολιτική παγκόσμιας αναβίωσης του βρετανικού λέοντα[3], στα οποία η Κοινοπολιτεία –και ιδίως η Αυστραλία– παίζουν σημαντικό ρόλο.

Μια σειρά ακόμη δεύτερης γραμμής επεισόδια (όπως π.χ. η απέλαση Ρώσων διπλωματών με την κατηγορία της κατασκοπείας από την Ιταλία – κάτι που είχε να συμβεί από την εποχή που ακόμη υπήρχε η ΕΣΣΔ) δείχνουν ότι οι πιέσεις αρχίζουν να φέρνουν αποτελέσματα. Η πιθανότητα αυτόνομης διεθνούς παρουσίας ενός ευρωπαϊκού πόλου μειώνεται κι άλλο, δραστικά, ενώ ταυτόχρονα στις επιδιώξεις της Ουάσιγκτον μπαίνει και ο περιορισμός της ασιατικής RCEP, στην οποία συμμετέχει η Κίνα μαζί με συμμάχους των ΗΠΑ, αλλά χωρίς τις ίδιες[4]. Κάπου εδώ είναι συνηθισμένο ένα ακόμη εσφαλμένο συμπέρασμα: ότι δηλαδή όλα τα παραπάνω σηματοδοτούν την επιστροφή στην προ Τραμπ εποχή. Κάτι τέτοιο όμως δεν ισχύει, διότι οι όροι και οι συσχετισμοί που διαμορφώνονται στη διεθνή αρένα την τελευταία πενταετία είναι αρκούντως διαφορετικοί από αυτούς που ίσχυαν το 2016. Κι αυτό ακριβώς αυξάνει την επιθετικότητα και τον κίνδυνο «απρόβλεπτων» συγκρούσεων ή και γενικευμένης ανάφλεξης…

[1] «Ψυχροπολεμικές βλέψεις, πολλαπλά αδιέξοδα» (φύλλο 537, σελ. 5).
[2] «Υπό το μηδέν οι σχέσεις ΗΠΑ-Κίνας» (φύλλο 537, σελ. 13).
[3] «Λονδρέζικες φιλοδοξίες» (φύλλο 536, σελ. 15).
[4] Η RCEP (Περιφερειακή Ολοκληρωμένη Οικονομική Εταιρική Σχέση) συγκροτήθηκε τον περασμένο Νοέμβριο σε σύνοδο κορυφής 15 ασιατικών χωρών στο Βιετνάμ. Πλην της Κίνας και φιλικών προς αυτήν κρατών συμμετέχουν και οι περιφερειακές ναυαρχίδες του δυτικού μπλοκ (Ιαπωνία, Αυστραλία και Νότια Κορέα) και άλλες χώρες της περιοχής που θεωρούνται σύμμαχοι των ΗΠΑ.

Δικαιώματα εναντίον δεσποτισμού…

Σήμερα συμπληρώνονται μόλις 4 μήνες από τις αμερικανικές προεδρικές εκλογές. Κι όμως, φαίνεται ήδη μακρινή η εποχή που οι κάθε απόχρωσης προοδευτικοί στρατεύονταν στη μάχη για «να κλείσει η αποτρόπαιη παρένθεση Τραμπ». Αρκετοί από αυτούς θέλουν τώρα να ξεχαστεί πόσες εκπτώσεις έκαναν για να ανέλθει στην προεδρία ο εκπρόσωπος εκείνης της πτέρυγας της βορειοαμερικανικής ελίτ που δεν εννοεί να καταλάβει ότι ο κόσμος άλλαξε, κι είναι έτοιμη να τον ανατινάξει στην αγωνιώδη προσπάθειά της να ξανακυριαρχήσει. Οπότε τηρούν αιδήμονα σιωπή. Άλλωστε μπροστά στον ύψιστο σκοπό παρέδωσαν αμαχητί τα όποια όπλα διέθεταν – κορυφαίο παράδειγμα, και μάλιστα για δεύτερη φορά μέσα σε 4 χρόνια, ο Σάντερς. Το ψευδοδίλημμα που τους κινούσε (από εδώ εμείς οι προοδευτικοί με ευαισθησίες, από εκεί οι άξεστοι φασίστες) ζει και βασιλεύει και τους καθιστά ανίκανους να φανταστούν μια πραγματική εναλλακτική.

Άλλοι πάλι συνεχίζουν, απτόητοι, στο ίδιο μοτίβο – μόνο που τώρα «παγκοσμιοποιούν» το δίλημμα, ώστε να υπηρετεί τις… οικουμενικές ανάγκες της νέας γραμμής. Έτσι πέφτει χειροκρότημα όταν π.χ. οι ΗΠΑ και η Ε.Ε. επιβάλλουν κυρώσεις στη Ρωσία με «ριζοσπαστική» αιτιολόγηση – για παράδειγμα επειδή δεν σέβεται τα δικαιώματα της LGBT κοινότητας (ενώ η φίλτατη Σαουδική Αραβία, ας πούμε, τα έχει ψηλά στις προτεραιότητές της…). Η ανησυχία τους βέβαια δύσκολα κρύβεται, διότι η νομιμοποίηση προηγούμενων δεκαετιών δεν υφίσταται πια, ούτε η Δύση είναι αυτό που ήταν. Οι ελευθερίες έχουν περισταλεί αποφασιστικά, η περιφρόνηση προς τον «αδαή όχλο» βγάζει μάτι, και η ευμάρεια αφορά πια μια μειοψηφία. Ακόμη κι έτσι, όμως, το παλεύουν: κάπως πρέπει να φτιαχτεί το εχθρικό κλίμα που είναι απαραίτητο, και κάπως πρέπει να καλλιεργούνται διαρκώς αβάσιμες προσδοκίες, κι ας διαψεύδονται σε χρόνο μηδέν. Εξάλλου και η αντίπαλη πλευρά επιχειρεί κάτι αντίστοιχο για να αποσπά μαζική συναίνεση στη μεγαλοκρατική πολιτική της. Ο εγκλωβισμός στην «κριτική υποστήριξη» ενός εκ των δύο αντιμαχόμενων δυσχεραίνει τη συγκρότηση της σκέψης και την ανάπτυξη των προσπαθειών για ένα κίνημα το οποίο θα επιχειρήσει να κινηθεί ανεξάρτητα, με μοναδικό κριτήριο αυτό που συμφέρει τα έθνη, τους λαούς, τις χώρες που πληρώνουν το μάρμαρο του αρπάγματος των «μεγάλων».

Περί στροφής και πολυπολικού κόσμου

Ας κάνουμε μια ανακεφαλαίωση: Οι ΗΠΑ επιχειρούν μια «ολική επαναφορά» στη διεθνή σκηνή, σηματοδοτώντας μια μεγάλη στροφή στις παγκόσμιες εξελίξεις. Μια σειρά άλλες δυνάμεις, πρώην αυτοκρατορίες, δοκιμάζουν δειλά ή πιο τολμηρά σχέδια αναβίωσης του παρελθόντος μεγαλείου τους. Στην κατηγορία αυτή εντάσσεται τόσο ο τουρκικός επεκτατισμός με τις νεο-οθωμανικές φιλοδοξίες, όσο και οι απόπειρες άσκησης πιο αυτόνομου ρόλου από τη Γαλλία και –σε ένα βαθμό– από μια Βρετανία απαλλαγμένη από τον ευρωπαϊκό «βραχνά». Οι παγκόσμιοι ανταγωνιστές της Δύσης, κυρίως η Κίνα αλλά και η Ρωσία, αντιδρούν με σφοδρότητα στην επιθετική επάνοδο των ΗΠΑ. Κράτη με μεγάλο ειδικό βάρος, όπως η Ινδία, παλαντζάρουν και τροποποιούν τις ισορροπίες, τουλάχιστον σε περιφερειακό επίπεδο. Και (όχι τελευταίο σε σημασία) η αντιπαράθεση δεν ορίζεται πια τόσο από μια παλιότερη διπολική κατασκευή, στην ύπαρξη της οποίας είχαμε συνηθίσει, γεγονός που δυσχεραίνει τον προσανατολισμό σε μια πολύ διαφορετική σημερινή πραγματικότητα: τώρα δημιουργούνται τριγωνικοί άξονες, ασταθείς κι αυτοί, που αντικαθιστούν παλιότερες στρατοπεδεύσεις και σφραγίζουν τον εντεινόμενο παγκόσμιο ανταγωνισμό.

Δεν ζούμε λοιπόν στον προηγούμενο διπολικό κόσμο, αλλά σε ένα πιο χαοτικό και ασταθές παγκόσμιο περιβάλλον, στο οποίο οξύνονται οι οικονομικοί και γεωπολιτικοί ανταγωνισμοί. Είναι άρα ένας πολυπολικός κόσμος; Με μία έννοια, ναι, υπό διαμόρφωση. Αλλά (κι εδώ υπάρχουν επίσης αναγνώσεις που παίρνουν την επιθυμία για πραγματικότητα) αυτό δεν σημαίνει ότι έχει αναγκαστικά θετικό πρόσημο: για να το αποκτήσει, θα πρέπει να εκπληρώνονται μια σειρά όροι που ακόμη –και μάλιστα εν απουσία κινημάτων που να προωθούν ένα εναλλακτικό όραμα– δεν υφίστανται. Σε αυτό το αντιφατικό φόντο προσπαθεί να επιβιώσει και η Ελλάδα, ευρισκόμενη σε μια περιοχή όπου συγκρούονται λυσσαλέα μεγάλες δυνάμεις και τριγωνικοί άξονες. Αμφότερες οι αντιπαρατιθέμενες πλευρές παίζουν, μάλιστα, ένα παιχνίδι προσέλκυσης της επεκτατικής Τουρκίας στο πλευρό τους, κάνοντας απρόβλεπτο το στοίχημα της επιβίωσης μιας χώρας όπως η δική μας, σχετικά μικρής και πολλαπλά πληγείσας, ιδιαίτερα την τελευταία δεκαετία.

Στις συνθήκες αυτές, αντιμέτωπος με απειλές και δυσχέρειες ιστορικών διαστάσεων, είναι αναγκαίο να αποκτήσει μπούσουλα ο ελληνικός λαός και η χώρα. Με μια ενεργητική και κατά το δυνατόν αυτόνομη πολιτική που θα λεχει ως βασικό κριτήριο και θα υπηρετεί πρώτα και κύρια το καθήκον επιβίωσης της Ελλάδας. Αποφεύγοντας τους… αυτοματισμούς της εγχώριας εθελόδουλης ελίτ που θεωρεί μονόδρομο την πειθήνια ευθυγράμμιση σε «ξένους προστάτες» που δεν προστατεύουν τίποτα, και έχει καταντήσει να πανηγυρίζει ως… εγγύηση μια πρόσφατη φράση του Μπάιντεν προς τον Έλληνα πρωθυπουργό («Αν χρειαστείς κάτι, πάρε τηλέφωνο»!)…

Τι κάνουν οι Κινέζοι υπουργοί σε Ευρώπη και Μέση Ανατολή;

Ό,τι και οι Αμερικανοί ομόλογοί τους, θα ήταν μια κάποια απάντηση. Όπως έδειξε και η σκληρή κινεζική στάση στη σύνοδο ΗΠΑ-Κίνας στην Αλάσκα, το Πεκίνο δεν δείχνει πλέον διατεθειμένο να ακολουθεί το… διπλωματικό πρωτόκολλο. Έτσι, οι περιοδείες του Αμερικανού υπουργού Εξωτερικών στη Ν.Α. Ασία, όπως και οι ευθείες παρεμβάσεις του Μπάιντεν σε ευρωπαϊκές διαδικασίες, πληρώθηκαν με το ίδιο νόμισμα: ο Κινέζος υπουργός Άμυνας(!) Γουέι Φενγκχέ επισκέφθηκε την Ουγγαρία (απ’ όπου και η επάνω φωτογραφία) και τρεις βαλκανικές χώρες –Σερβία, Ελλάδα, Σκόπια– με τις οποίες, όπως ανακοινώθηκε, συζήτησε θέματα στρατιωτικής συνεργασίας! Επιπλέον, ο Κινέζος υπουργός Εξωτερικών Ουάνγκ Γι πραγματοποίησε περιοδεία σε έξι μεσανατολικές χώρες για την προώθηση της ήδη υφιστάμενης, σε διαφορετικό βαθμό με την καθεμία, συνεργασίας τους: το Ιράν (απ’ όπου και η κάτω φωτογραφία), την Τουρκία, τη Σαουδική Αραβία, το Ομάν, το Μπαχρέιν και τα Η.Α.Εμιράτα.

Εν ολίγοις, στη γειτονιά μας βρίσκονται πλέον σε ευθεία αντιπαράθεση δύο δυνάμεις από τις άλλες άκρες του κόσμου που, μέχρι τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν απούσες: οι ΗΠΑ και η Κίνα – με την τελευταία να καταφθάνει σχετικά πρόσφατα, και να προσπαθεί να εδραιώσει τη διείσδυσή της όχι πια μόνο με βαλίτσες γεμάτες μετρητά. Ήδη στο παρελθόν κινεζικά πολεμικά σκάφη βρέθηκαν να περιπλέουν τη Μεσόγειο σε «εκπαιδευτικά ταξίδια». Αναπόφευκτα, κάποια στιγμή οι επενδύσεις (λιμάνια στην Ελλάδα, σιδηροδρομικά δίκτυα προς Κεντρική Ευρώπη κ.λπ.) χρειάζονται και άλλου είδους υποστήριξη… Σειρά άρθρων και σχολίων σε Global Times, South China Morning Post κ.ά. κινεζικά ΜΜΕ αναλύουν την πιθανότητα μονιμότερης κινεζικής στρατιωτικής παρουσίας στη Μεσόγειο: «Όπως ορισμένες ευρωπαϊκές δυνάμεις πλέουν στη γειτονιά της Κίνας, κάτι αντίστοιχο θα μπορούσε να συμβεί με κινεζικά πλοία και στη δική τους γειτονιά», γράφουν…

 Τι (νόμισε ότι) συζήτησε ο καθένας

Πραγματοποιήθηκε αυτήν την εβδομάδα τηλεδιάσκεψη μεταξύ του Ρώσου προέδρου Πούτιν, του Γάλλου ομολόγου του Μακρόν και της Γερμανίδας καγκελαρίου Μέρκελ. Παρουσιάζοντάς την, τα ευρωπαϊκά ΜΜΕ παρουσίασαν ως κεντρικό θέμα που απασχόλησε τους τρεις ηγέτες τη συνεργασία για την καταπολέμηση της πανδημίας – ή μάλλον, ορθότερα, την προσπάθεια Γερμανίας και Γαλλίας για συμπαραγωγή με τη Ρωσία του εμβολίου Sputnik-V. Είναι αλήθεια ότι το εμβόλιο κατά του Covid-19 έχει μετατραπεί σε ένα ακόμη πεδίο πολέμου όλων εναντίον όλων, με κάθε ισχυρό να τσαλαπατά όποιες αποφάσεις (π.χ. της Ε.Ε.) δεν τον εξυπηρετούν στα πλαίσια της τακτικής «ο σώζων εαυτόν σωθήτω». Όμως γεγονός παραμένει επίσης ότι τα ρωσικά ΜΜΕ, απηχώντας τις απόψεις του Κρεμλίνου, παρουσίασαν ως κεντρικό θέμα που προβλημάτισε τους τρεις ηγέτες όχι το εμβόλιο, αλλά τις εξελίξεις στην Ουκρανία. Πράγματι, στα πλαίσια μιας πιο επιθετικής πολιτικής των ΗΠΑ, πολλαπλασιάζονται οι ενδείξεις ότι υποδαυλίζεται εκ νέου από την Ουάσιγκτον η ανάφλεξη των συγκρούσεων στην ανατολική Ουκρανία, τμήμα της οποίας ελέγχεται πάντα από τους φιλορώσους αυτονομιστές. Έτσι θα προστεθεί ένα ακόμη επεισόδιο στην απρόβλεπτης κατάληξης κλιμάκωση της έντασης που προκαλεί η εν εξελίξει στροφή των ΗΠΑ. Μια ακόμη προσφορά της διακυβέρνησης Μπάιντεν στην ανθρωπότητα…

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!