Ασκήσεις ισορροπίας αλλά και ευρωπαϊκές εξετάσεις για τη Ν.Δ.
Το πρόβλημα για την επικοινωνιακή τακτική της Ν.Δ. είναι προφανές: Ο Κ. Μητσοτάκης έχει απέναντί του μια κυβέρνηση που εφαρμόζει όσα προστάζουν οι δανειστές. Δεν είναι εύκολο να τα αποκηρύξει, αφού αυτά περίπου θα περιλάμβανε αναγκαστικά και το δικό του κυβερνητικό «μενού». Ούτε όμως και να τα υποστηρίξει, αφού είναι υποχρεωμένος να αυξήσει τους αντιπολιτευτικούς τόνους, προκειμένου να αξιοποιήσει τη ραγδαία φθορά του ΣΥΡΙΖΑ στο δρόμο για την κυβερνητική εξουσία.
Η Ν.Δ. αποσκοπεί, λοιπόν, να πείσει ότι τα μέτρα θα ήταν ηπιότερα αν δεν υπήρχε κυβερνητική κωλυσιεργία για πολλούς μήνες, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν πιστεύει στις μεταρρυθμίσεις και άρα δεν μπορεί να τις εφαρμόσει πετυχημένα, ότι η δοσολογία θα έπρεπε να είναι διαφορετική με λιγότερους φόρους και περισσότερες περικοπές, αλλά και με πιο γρήγορες και αποτελεσματικές ιδιωτικοποιήσεις.
Με αυτό το πνεύμα, το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης προσανατολίζεται σε τακτική έντονης αντικυβερνητικής συνθηματολογίας, ψηφίζοντας μόνο ορισμένα επιμέρους μέτρα και προσπαθώντας να πείσει ότι ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ πρέπει εσπευσμένα να εγκαταλείψουν τη διακυβέρνηση γιατί βλάπτουν σοβαρά τη χώρα και την οικονομία.
Η Ν.Δ., υπό τον Κ. Μητσοτάκη, αποπειράται να φιλοτεχνήσει ένα προφίλ φιλελεύθερου μεταρρυθμιστικού κόμματος με ανοίγματα στον λεγόμενο κεντρώο χώρο. Ένα κόμμα φιλικό προς τους ανθρώπους της «αγοράς» και της «ιδιωτικής οικονομίας», ικανών «μάνατζερ» που ξέρουν πώς γίνονται οι «δουλειές», απαλλαγμένοι από κάθε υποψία κρατισμού και «αριστερής ιδεοληψίας».
Αυτά δεν αφορούν μόνο στο εσωτερικό, αφού τη Νέα Δημοκρατία απασχολεί αρκετά πώς θα κερδίσει την εμπιστοσύνη των πραγματικών «αφεντικών», των Ευρωπαίων δηλαδή αξιωματούχων. Άλλωστε, στις αποικίες μετράει κυρίως αν κανείς έχει την εμπιστοσύνη των αποίκων και λιγότερο των ιθαγενών. Έτσι, ο Κ. Μητσοτάκης συνεχίζει τον κύκλο επαφών στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, προσπαθώντας να πείσει ότι σε αυτόν πρέπει να ποντάρουν «δανειστές» και πολιτικές ελίτ.
Ο πρόεδρος της Ν.Δ. συνάντησε, αυτή τη βδομάδα στο Παρίσι, το γενικό γραμματέα του ΟΟΣΑ, Άνχελ Γκουρία, αλλά και τους Νικολά Σαρκοζί και Εμμανουέλ Μακρόν. Και ενώ με το δεξιό πρώην πρόεδρο της Γαλλίας, η συνάντηση έδειχνε περισσότερο εθιμοτυπική, εκείνη με το σοσιαλδημοκράτη υπουργό Οικονομικών έμοιαζε να έχει περισσότερους συμβολισμούς, αφού ο Κ. Μητσοτάκης επιχείρησε να παρουσιαστεί σαν πολιτικός που ανήκει σε ένα ευρύτερο φάσμα κεντροδεξιών και κεντροαριστερών παραγόντων που είναι πιστοί στο «ευρωπαϊκό ιδεώδες» και τις μεταρρυθμίσεις.
«Ο κ. Μακρόν είναι ένας νέος πολιτικός, μεταρρυθμιστής και νομίζω ότι αποδεικνύει στην πράξη ότι στην Ευρώπη σήμερα η βασική διαχωριστική γραμμή, δεν είναι τόσο μια διαχωριστική γραμμή μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς όσο μια διαχωριστική γραμμή μεταξύ μεταρρυθμιστών και λαϊκιστών. Αυτών που πιστεύουν ότι θα πρέπει να προχωρήσουμε σε αλλαγές και αυτών που θέλουν να κρατήσουν τα πράγματα ως έχουν», δήλωσε ο πρόεδρος της Ν.Δ. κάνοντας σαφή τον συμβολισμό της «πολύ ενδιαφέρουσας», όπως ο ίδιος χαρακτήρισε, συνάντησης.
Αφού, λοιπόν, ο ΣΥΡΙΖΑ προσπαθεί σε όλους τους τόνους να πείσει ότι «δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική», αποδεχόμενος την «TIΝA» που κάποτε ξόρκιζε, η Ν.Δ. επανέρχεται δηλώνοντας διαρκώς ότι αποτελεί τον καλύτερο και πιο αυθεντικό εκπρόσωπο της μοναδικής εναλλακτικής. Ταυτόχρονα, ο κ. Μητσοτάκης αποπειράται να εκμεταλλευτεί την τυχοδιωκτική προσχώρηση της κυβέρνησης σε οτιδήποτε προστάζουν οι ΗΠΑ, παρουσιάζοντας το κόμμα του σαν πιο σταθερό και πιστό στις ευρωπαϊκές δυνάμεις, μακριά από εκπλήξεις και αιφνιδιασμούς.
Προς το παρόν, βέβαια, μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ να φαίνεται απαραίτητος για να περάσει μερικές ακόμα δόσεις ξεπουλήματος. Μπορεί ο Κ. Μητσοτάκης να επιμένει να τον παρουσιάζει σαν άντρο λαϊκισμού, είναι όμως ζητούμενο αν ο ίδιος και οποιαδήποτε δεξιά κυβέρνηση θα κατάφερνε να περάσει όσα ψηφίζουν αυτές τις μέρες οι 153 «αριστεροί» του κοινοβουλίου. Μόλις, όμως, η δουλειά ολοκληρωθεί, οι πολιτικές εξελίξεις έρχονται και σε αυτές η Ν.Δ. επιδιώκει να έχει πρωταγωνιστική παρουσία. Σε ένα περιβάλλον, όμως, συνολικής απαξίας για το πολιτικό σύστημα και εκεί είναι που όλοι οι υποτιθέμενοι πρωταγωνιστές αδυνατούν να βρουν απάντηση.