Του Κώστα Λιβιεράτου

 

Ο πόλεμος χάθηκε
Η συνθήκη υπεγράφη
Δε με πιάσαν ποτέ
Διάβηκα άλλη γραμμή

Δε με πιάσαν ποτέ
Κι ας με ψάξαν με μένος
Ζω ανάμεσά σας
Καλά μεταμφιεσμένος

Έπρεπε ν’ αφήσω
Τη ζωή μου πίσω
Έσκαψα τάφους
Που ποτέ δε θα βρείτε

Με γεγονότα και ψέματα
Η ιστορία μας αλλάζει
Έχω ένα όνομα
Μα δεν πειράζει

 . . . Για σαλάμ . . .

Η νίκη σας ήταν
Τόσο πλήρης
Που κάποιοι από σας
Είπαν να κρατήσουν

Ένα χρονικό
Απ’ τις μικρές ζωές μας
Τα ρούχα που φορούσαμε
Τα μαχαίρια, τις βαφές μας

Τα τυχερά παιχνίδια
Των στρατιωτών μας
Τα πετράδια που κόβαμε
Τα τραγούδια που φτιάχναμε

Το νόμο της ειρήνης μας
Που εννοεί
Ότι ο άντρας ηγείται
Η γυναίκα διοικεί

Και όλα αυτά
Δεν ήταν παρά εκφράσεις
Της γλυκιάς αδιαφορίας
Που κάποιοι λένε αγάπη

Της τέλειας αδιαφορίας
Που κάποιοι λένε μοίρα
Αλλά εμείς είχαμε ονόματα
Πολύ πιο οικεία

Ονόματα τόσο
Βαθιά κι αληθινά
Που είναι αίμα για μένα
Είναι σκόνη για σένα 

Δεν είναι ανάγκη
Πάντα κάτι να μένει
Υπάρχει αλήθεια που ζει
Κι αλήθεια που πεθαίνει

 . . . Για σαλάμ . . .

Δεν μπορούσα να σκοτώσω
Όπως σκοτώνεις
Δεν μπορούσα να μισήσω
Δοκίμασα μάταια 

Εσύ με κατέδωσες
Καλή η προσπάθεια
Πας με το μέρος τους
Κι ας νιώθεις απέχθεια (. . .)

Τους υπηρετείς ωραία
Αυτό δε με εκπλήσσει
Είσαι απ’ το σόι τους
Είσαι του λόγου τους (. . .)

Με γεγονότα και ψέματα

Η ιστορία μας αλλάζει
Ο κόσμος σάς ανήκει
Γι’ αυτό δεν πειράζει

Δεν πειράζει
Δεν πειράζει
Ζω τη ζωή
Που άφησα πίσω

Τη ζω γεμάτη
Τη ζω πλατιά
Μέσα από στιβάδες χρόνου
Που δε θα χωρίστε πια

Εδώ είναι η γυναίκα μου
Εδώ και τα παιδιά μου
Σε τάφους που από στοιχειά
Σαν εσάς θ’ ασφαλίσω

Σε μέρη βαθιά
Με ρίζες πλεγμένες
Ζω τη ζωή
Που άφησα πίσω

(Λέοναρντ Κοέν*)

 

agalma

Το τραγούδι μπαίνει με υποβλητικό ήχο και ρυθμό: λιτή ενορχήστρωση (μπάσο, γκρανκάσα) μιας μινιμαλιστικής σύνθεσης, σχεδόν χωρίς μελωδία. Ο τόνος είναι δυσοίωνος, μια συμφορά επίκειται ή έχει ήδη επέλθει. Με φωνή κοφτή, ανάμεσα στην απειλή και την εκμυστήρευση, ο αφηγητής μιλάει για ένα ζοφερό κόσμο. Ο χρόνος αόριστος, μετά από κάποιο πόλεμο που χάθηκε. Ο ίδιος είναι από την πλευρά των νικημένων, μέλος της όποιας αντίστασης προέβαλαν, και τώρα πια καταζητούμενος. Έχει όμως διαφύγει τη σύλληψη κι έχει περάσει μέσα, πίσω από τις γραμμές του αντιπάλου, αόρατος κι ανώνυμος, «καλά μεταμφιεσμένος».

Μιλάει για την κατοχή και τον εξανδραποδισμό μετά την ολοκληρωτική νίκη των εισβολέων. Ο δικός του κόσμος έχει εξαλειφθεί, τόσο που τ’ απομεινάρια του καταγράφονται ως φολκλόρ από τους νικητές: ρούχα, σκεύη, παιχνίδια, τραγούδια, κι ακόμη αντιλήψεις για τη ζωή σε καιρό ειρήνης και τις σχέσεις ανδρών και γυναικών – κομμάτια όλα του τρόπου ζωής και του πολιτισμού των νικημένων. Εδώ είναι κρυμμένο το μεγάλο ρήγμα· γιατί αυτή η μουσειακή καταγραφή (με ετικέτες όπως «αγάπη» ή «μοίρα») είναι ξένη στην αληθινή ζωή που προηγήθηκε, στα μυστικά ονόματα και τη μύχια υπόσταση που είχαν τα πράγματα στον παλιό κόσμο («αίμα» για τους νικημένους, που έγινε «σκόνη» από τους νικητές) – όλα όσα γνωρίζει ο αφηγητής, χωρίς να ελπίζει σώνει και καλά πως θα επιβιώσουν: «υπάρχει αλήθεια που ζει κι αλήθεια που πεθαίνει».

Η ήττα, επομένως, δεν είναι μόνο στρατιωτική· ένας ολόκληρος πολιτισμός καταλύεται και αφομοιώνεται όπως-όπως στην αυτοκρατορία. Κι αυτό είναι το πεδίο της ύστατης αναμέτρησης. Ο επιζών δεν συγκρούεται μετωπικά με τους κατακτητές. Στρατιωτικά, επικοινωνιακά, ο συσχετισμός δυνάμεων είναι συντριπτικός· ο ίδιος δεν μπορεί καν να μισήσει και να σκοτώσει σαν αυτούς, σαν το δωσίλογο που ταυτίζεται μαζί τους, την προδότρια που προσπάθησε να τον καταδώσει. Κι έπειτα οι νικητές γράφουν με τον τρόπο τους, «με γεγονότα και ψέματα», την ιστορία των νικημένων. Η έκβαση είναι οριστική, «ο κόσμος σάς ανήκει». Τι μπορεί λοιπόν να απομένει;

Όλοι οι στίχοι οργανώνονται γύρω από δύο πόλους που διχάζουν σπαρακτικά τον αφηγητή: «Έπρεπε ν’ αφήσω τη ζωή μου πίσω» και «Ζω τη ζωή που άφησα πίσω». Από τη μια, η ταυτότητα που έπρεπε να απαρνηθεί, η ζωή και οι άνθρωποι που χρειάστηκε να θάψει. Απ’ την άλλη, η ίδια αυτή χαμένη ζωή που, αντί να τη χαρίσει σ’ ένα νεκρό παρελθόν όπως το εννοεί ο κατακτητής, την κουβαλάει μέσα του και τη ζει σχεδόν ακέραια: σ’ ένα χρόνο αδιαίρετο, καθώς η μνήμη διαπερνά τα στρώματα και σπάει τα στεγανά του, μεταφέροντας μέσα στο σήμερα το επικίνδυνο χθες· σ’ έναν τόπο βαθύ, με παραδόσεις και ρίζες που πάνε μακριά και με τους τάφους των δικών του απείραχτους από τα φαντάσματα του εχθρού. Σ’ αυτή την εσωτερική ζωή, τελευταίο έδαφος που του μένει, ο νικημένος συνεχίζει την αντίσταση: ασυμφιλίωτα υποταγμένος στον κατακτητή, αρνούμενος ν’ αφομοιωθεί στον πολιτισμό του, προσμένοντας να πει την τελευταία λέξη. Γίνεται ο εσωτερικός εχθρός που υπονομεύει από τα μέσα, όσο τον παίρνει, τη νέα τάξη πραγμάτων. Χάρη στις μεταμορφώσεις του, μπορεί να παίζει σ’ όλη την γκάμα, από την ανυπακοή μέχρι τη στωικότητα – όλες τις αποχρώσεις του εμβληματικού «nevermind» («δεν πειράζει», «δε με νοιάζει», «τι να γίνει;», «να μη σας νοιάζει») που στοιχειώνει σαν λαϊτμοτίφ το τραγούδι.

* *  *  *  *

Θα μπορούσαν να είναι οι Ετρούσκοι ή οι Ινδιάνοι, οι Παλαιστίνιοι ή οι Κύπριοι των κατεχόμενων, η εβραϊκή διασπορά ή, πιο επίκαιρα, οι μουσουλμανικές κοινότητες του κόσμου (το αργόσυρτο αραβικό ρεφρέν δείχνει πού γέρνει η πλάστιγγα). Να λοιπόν που ένας Eβραίος τραγουδοποιός πλάθει με το βίωμα των κατατρεγμένων λαών της Iστορίας το πιο απροσδόκητο πολιτικό (αντικατοχικό, αντιαποικιοκρατικό, αντιιμπεριαλιστικό) και μαζί βαθιά υπαρξιακό τραγούδι γύρω από την ανελέητη παγκοσμιοποίηση και τον πολιτισμικό ολοκληρωτισμό της Δύσης. Αγγίζει έτσι μια όλο και γενικότερη ανθρωπολογική συνθήκη: αν οι πατρίδες χάνονται, αν η κατοχή (πολιτικοστρατιωτική, οικονομική, πολιτισμική) ή η αποικία (νεο- και ενδο-αποικισμός, αποικίες χρέους και αποικιοποίηση του βιόκοσμου) είναι παντού, από την οικονομία και το κράτος μέχρι την καθημερινή ζωή, τότε είμαστε όλοι επιζώντες – κι όλοι εν δυνάμει εσωτερικοί εχθροί, καλά μεταμφιεσμένοι, που «ζούμε ανάμεσά τους».

 

* Στίχοι από το τραγούδι του Nevermind (στο άλμπουμ Popular Problems, 2014), σε δική μου ελεύθερη απόδοση.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!