Τoυ Ιμάνιουελ Βαλερστάιν *
Η Λατινική Αμερική ήταν το καμάρι των αριστερών όλου του κόσμου, κατά την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα. Αυτό ισχύει κατά δύο έννοιες: Η πρώτη και περισσότερο προφανής είναι πως τα κόμματα της Αριστεράς ή της κεντρο-αριστεράς επικράτησαν σε μια σειρά εκλογικών αναμετρήσεων, στη διάρκεια αυτής της δεκαετίας. Όλες μαζί οι κυβερνήσεις της Λατινικής Αμερικής, για πρώτη φορά, κράτησαν ορισμένες αποστάσεις από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η Λατινική Αμερική έγινε μια σχετικά αυτόνομη γεωπολιτική δύναμη στο παγκόσμιο στερέωμα. Όμως, η Λατινική Αμερική ήταν το καμάρι της Αριστεράς όλου του κόσμου και για έναν ακόμη λόγο. Τα κινήματα των ιθαγενικών πληθυσμών είχαν καταξιωθεί πολιτικά σε αυτές τις χώρες, διεκδικώντας το δικαίωμα να οργανώνουν αυτόνομα την πολιτική και κοινωνική τους ζωή.
Για πρώτη φορά βρέθηκαν στο επίκεντρο της προσοχής στα 1994 με την εντυπωσιακή επανάσταση των νέο-ζαπατίστας στην περιοχή Τσιάπας του Μεξικού. Εξάλλου, αν και με λιγότερο εντυπωσιακό τρόπο, σε όλη τη Λατινική Αμερική ξέσπασαν αντίστοιχα κινήματα και δημιουργήθηκε ένα ευρύ δίκτυο τοπικών οργανωτικών δομών παρόμοιων με τις δικές τους.
Το πρόβλημα είναι πως οι δύο μορφές της Αριστεράς -τα κόμματα που κατέλαβαν την εξουσία σε αρκετές χώρες και τα ιθαγενικά κινήματα- είχαν διαφορετικούς στόχους και προφανώς χρησιμοποιούσαν διαφορετικές ιδεολογικές διαλέκτους.
Κόμματα και κινήματα
Τα κόμματα είχαν ως κύριο στόχο την οικονομική ανάπτυξη, προσπαθώντας να την επιτύχουν τουλάχιστον ώς ένα βαθμό, με καλύτερο έλεγχο των εσωτερικών πλουτοπαραγωγικών τους πηγών και με καλύτερες συμφωνίες με εταιρίες, κυβερνήσεις και εξωτερικές διακυβερνητικές δομές. Στόχευαν στην οικονομική ανάπτυξη, θεωρώντας πως μόνον έτσι θα βελτιώσουν το βιοτικό επίπεδο των πολιτών τους και θα επιτύχουν ισότιμη αντιμετώπιση σε διεθνές επίπεδο.
Τα κινήματα των ιθαγενών επιδίωκαν μεγαλύτερο έλεγχο των πλουτοπαραγωγικών τους πηγών και ευνοϊκότερες συμβάσεις, όχι μόνο με υπερεθνικές εταιρίες αλλά και με εθνικές κυβερνήσεις. Σε γενικές γραμμές, υποστήριζαν ότι στόχος τους δεν είναι η οικονομική ανάπτυξη αλλά η συμφιλίωση με την Πάτσα-Μάμα, δηλαδή τη Μητέρα-Γη. Ήταν αντίθετοι στην εντατικότερη εκμετάλλευση των φυσικών πόρων του πλανήτη και υποστήριζαν μια πιο φρόνιμη διαχείριση τους που να σέβεται την οικολογική ισορροπία. Εφάρμοζαν και προωθούσαν το «buen vivir», την καλή ζωή, με μια ηθική έννοια του όρου.
Δεν μας εκπλήσσει το ότι τα ιθαγενικά κινήματα ήρθαν σε σύγκρουση με τις ελάχιστες συντηρητικές κυβερνήσεις της Λατινικής Αμερικής, σαν αυτές του Μεξικού, της Κολομβίας και του Περού. Όλο και περισσότερο, όλο και πιο ανοιχτά, αυτά τα κινήματα ήρθαν σε αντιπαράθεση με τις κεντρο-αριστερές κυβερνήσεις χωρών σαν τη Βραζιλία, τη Βενεζουέλα, το Εκουαδόρ, ακόμη και τη Βολιβία.
Ακόμα και η Βολιβία
Λέω ακόμη και η Βολιβία, γιατί πρόκειται για τη μοναδική κυβέρνηση που έχει εκλέξει ως πρωθυπουργό κάποιον που προέρχεται από ιθαγενική κοινότητα και έχει τη μαζική υποστήριξη των ιθαγενών όλης της χώρας. Κι όμως, υπήρξε αντιπαράθεση και εκεί και αλλού, σχετικά με το ποιος πρέπει να παίρνει τις αποφάσεις, αν και πώς πρέπει να εκμεταλλεύονται τους φυσικούς πόρους ή ποιος πρέπει να προσπορίζεται τα κέρδη από αυτούς.
Τα κόμματα της Αριστεράς έχουν την τάση να κατηγορούν τις ομάδες των ιθαγενών με τις οποίες έρχονται σε αντιπαράθεση, πως γίνονται φερέφωνα (αν όχι ανοιχτοί πράκτορες ) των ακροδεξιών εθνικιστικών κομμάτων, καθώς και ξένων δυνάμεων, ιδιαίτερα των ΗΠΑ. Τα κινήματα των ιθαγενών που μάχονται τα κόμματα της Αριστεράς επιμένουν να λένε ότι ενεργούν μόνο για το συμφέρον τους και με αποκλειστικά δική τους πρωτοβουλία και κατηγορούν τις αριστερές κυβερνήσεις πως συμπεριφέρονται όπως ακριβώς οι παλιοί συντηρητικοί, χωρίς να δίνουν σημασία στις οικολογικές επιπτώσεις της δραστηριότητας τους που έχει στόχο, αποκλειστικά, την ανάπτυξη.
Πρόσφατα, στο Εκουαδόρ, παρατηρήθηκε ένα πολύ ενδιαφέρον φαινόμενο. Η αριστερή κυβέρνηση του Ραφαέλ Κορέα που, αρχικά, ανέλαβε την εξουσία με την υποστήριξη των κινημάτων των ιθαγενών, στη συνέχεια ήρθε σε έντονη αντιπαράθεση μαζί τους. Η μεγαλύτερη ένταση σημειώθηκε όταν η κυβέρνηση δήλωσε την πρόθεσή της να εκμεταλλευτεί πιο εντατικά το πετρέλαιο της περιοχής Γιασούνι του Αμαζονίου.
Αρχικά η κυβέρνηση αγνόησε τις αντιδράσεις των ιθαγενών κατοίκων της περιοχής, αλλά ο πρόεδρος Κορέα αποφάσισε να κάνει έναν έξυπνο ελιγμό. Πρότεινε στις πλούσιες κυβερνήσεις του παγκόσμιου Βορρά να αποζημιώσουν το Εκουαδόρ, αν σταματούσε την υπερεκμετάλλευση του Γιασούνι, με το σκεπτικό ότι μια τέτοια επιλογή θα βοηθούσε τον αγώνα των χωρών του κόσμου κατά της κλιματικής αλλαγής.
Η στροφή του Γιασούνι
Η πρόταση αυτή, που διατυπώθηκε για πρώτη φορά στη διεθνή συνάντηση της Κοπεγχάγης για το κλίμα το 2009, αντιμετωπίστηκε αρχικά σαν κάτι το εντελώς παράλογο. Όμως, ύστερα από έξι μήνες επίμονων διαπραγματεύσεων, πέντε ευρωπαϊκά κράτη (Γερμανία, Ισπανία, Βέλγιο, Γαλλία και Ελβετία), συμφώνησαν να δημιουργήσουν ένα ταμείο, με την ευθύνη της διοίκησης του Προγράμματος Ανάπτυξης του ΟΗΕ, για να ανταμείψει το Εκουαδόρ, αν θα σταματούσε την υπερεκμετάλλευση του Γιασούνι, θεωρώντας ότι η ενέργεια αυτή θα λειτουργούσε παραδειγματικά για τη μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα στον πλανήτη. Δημιουργήθηκε, έτσι, ένας νέος όρος «η γιασουνοποίηση» για να περιγραφεί αυτό το νέο είδος συμφωνίας.
Όμως, πόσες ανάλογες συμφωνίες είναι δυνατόν να προωθηθούν; Το διακύβευμα είναι πολύ πιο σοβαρό. Πρόκειται για «έναν άλλο κόσμο που είναι εφικτός», για να θυμηθούμε το σύνθημα του Παγκόσμιου Κοινωνικού Φόρουμ.
Αυτός θα είναι ένα μοντέλο βασισμένο σε μια σταθερή οικονομική ανάπτυξη, «σοσιαλιστικού» έστω τύπου, που θα βελτίωνε τα πραγματικά εισοδήματα των λαών του παγκόσμιου Νότου: Ή μήπως θα είναι το μοντέλο που μερικοί ονομάζουν εναλλακτικό σύστημα πολιτιστικών αξιών, αυτό που χαρακτηρίζεται σαν buen vivir;
Το ερώτημα δεν μπορεί να απαντηθεί με εύκολο τρόπο. Σήμερα ασχολούνται με αυτό οι δυνάμεις της λατινοαμερικάνικης Αριστεράς, όμως αντίστοιχες αντιπαραθέσεις ταλανίζουν τις αριστερές δυνάμεις της Ασίας, της Αφρικής ακόμη και της Ευρώπης. Δεν αποκλείεται αυτό να βρεθεί στο επίκεντρο του προβληματισμού του 21ου αιώνα.
*Το άρθρο Ιμάνιουελ Βαλερστάιν δημοσιεύτηκε στην ιταλική εφημερίδα Il Manifesto.