Φλερτ και ερωτικό παιχνίδι βρίσκονται στο επίκεντρο των περισσότερων ταινιών του 52χρονου Ιταλού Λούκα Γκουαντανίνο, σκηνοθέτη με απαράμιλλη εικαστική ματιά και εμφανείς επιδράσεις από Βισκόντι, Φελίνι και Αντονιόνι. Στη νέα του αγγλόφωνη ταινία «Αντίπαλοι», μια αμερικάνικη υπερπαραγωγή, οι ερωτικές σχέσεις ανατέμνονται μέσα από το πρίσμα ενός αγώνα τένις. Διαρκείς προκλήσεις, φιλία, προδοσία και ανταγωνισμός σε ένα ερωτικό τρίγωνο, παρακολουθούνται με ηδονική έξαψη, απογειώνοντας έναν στυλιστικό ερωτισμό, στα όρια φετιχισμού.
Δυο κολλητοί φίλοι και συναθλητές του τένις, ο κυριαρχικός και γεμάτος αυτοπεποίθηση Πάτρικ (Τζος Ο’Κόνορ) και ο συνεσταλμένος και ανασφαλής Αρτ (Μάικ Φάιστ), ερωτεύτηκαν και οι δυο παράφορα την λυγερόκορμη μιγάδα Τάσι (Ζεντάγια), ενώ έπαιζε τένις. Την προσεγγίζουν και αυτή υπόσχεται το τηλέφωνό της στον νικητή του αγώνα της επομένης. Ως άλλη Κάρμεν, η χειριστική Τάσι αντιμετωπίζει το τένις όπως μια ερωτική σχέση, μετατρέποντας αντίστοιχα και το ερωτικό φλερτ, σε ανταγωνιστικό παιχνίδι δίχως όρια. Δεκατρία χρόνια μετά, η Τάσι ως σύζυγος τους φτασμένου πλέον τενίστα Αρτ, ρυθμίζει στην εντέλεια την εύπορη ζωή τους. Μάνατζερ, προσωπική προπονήτρια, σύζυγος αλλά και μητέρα της μικρής κορούλας τους, αποφασίζει για τα πάντα, εξασφαλίζει χορηγούς και επιλέγει αγώνες. Προκειμένου να στηρίξει τον Αρτ μετά από μια απρόσμενη ήττα, τον εγγράφει στο τουρνουά τένις Τσάλεντζερ, θεωρώντας σίγουρη την πρόκριση. Αγνοεί ωστόσο πως συμμετέχει και ο Πάτρικ, τενίστας δίχως σημαντικές αθλητικές διακρίσεις, πλέον άφραγκος και ατιμέλητος, έτοιμος να αντιμετωπίσει τον Αρτ, με τον οποίο έχουν ψυχρανθεί. Ό,τι συνέβη μεταξύ τους αυτά τα δεκατρία χρόνια θα επαναπροσδιοριστεί σε μια συναρπαστική σκληρή αναμέτρηση στον τελικό, όπου και θα ανακαλύψουν, παρά τις ανησυχίες της Τάσι, αν όσα τους ένωσαν κάποτε, ήταν περισσότερα απ’ όσα τους χώρισαν στη συνέχεια.
Γεμάτη χρονικά πισωγυρίσματα, η ταινία αποκαλύπτει σταδιακά το σκανδαλιστικό παρασκήνιο ενός συναρπαστικού ερωτικού τριγώνου, με νέους, ωραίους και καλοπλασμένους αθλητικούς πρωταγωνιστές. Παίζοντας σε διπλό ταμπλό, στο πεδίο του έρωτα και στο γήπεδο του τένις, οι δυο μονομάχοι διεκδικούν μια γυναίκα-τρόπαιο, όπως ακριβώς στον Μεσαίωνα. Η αυτάρεσκη και κυριαρχική Τάσι προκαλεί διαρκώς και αδιακρίτως, επαναπροσδιορίζοντας κάθε φορά το ερωτικό παιχνίδι, ενώ απρόσμενα γεγονότα επανεκκινούν τον ανταγωνισμό, δημιουργώντας νέες δυναμικές. Οι δυο αντιθετικοί αντρικοί χαρακτήρες ανακαλούν τους διαμετρικά αντίθετους πρωταγωνιστές στο «Μποργκ εναντίον Μακενρό: όλα για τη δόξα» (2017/Γιάνους Μετς).
Η κατακερματισμένη φιλμική αφήγηση, με χρονικά πισωγυρίσματα που διαρκώς διακόπτουν την τελική αναμέτρηση, δημιουργούν σασπένς, κυρίως όμως διευρύνουν το παρόν, με κρίσιμα στοιχεία από το παρελθόν, αποκαλύπτοντας σταδιακά το ερωτικό παρασκήνιο. Ωστόσο, οι πολλαπλές χρονικές μετατοπίσεις προκαλούν σύγχυση, γιατί το ζητούμενο δεν είναι η απιστία, αλλά η διαρκής ερωτική πρόκληση. Αντίστοιχα, δεν αποσαφηνίζονται, ούτε απεικονίζονται νίκη και ήττα, καθώς ο στόχος δεν είναι το αποτέλεσμα, αλλά η σαγήνη του ξελογιάσματος.
Σε αντίθεση με τις περισσότερες ταινίες για το τένις, που βασίζονται σε πραγματικούς αγώνες και επιλέγουν τετριμμένο αφηγηματικό σχήμα της προετοιμασίας πριν την τελική αναμέτρηση, ο Γκουαντανίνο, επιλέγοντας μια μυθοπλαστική ιστορία, εστιάζει στον ανελέητο ανταγωνισμό, για να μιλήσει για τις ερωτικές σχέσεις.
Προσεγγίζοντας τη νέα του ταινία με όρους πίνακα μπαρόκ, ο Γκουαντανίνο δημιουργεί άξονες και σχήματα που εκφράζουν εσώτερες επιθυμίες, φανερώνοντας επιδράσεις από την εικαστική παράδοση της χώρας του, όπως εξάλλου και ο Ντάριο Αρτζέντο, τον οποίο ο Γκουαντανίνο είχε τιμήσει με μια διαφορετική εκδοχή του θρίλερ «Σουσπίρια» (2018). Το ερωτικό τρίγωνο της ταινίας παρουσιάζεται εξαρχής μέσα από την κίνηση της κάμερας και την επιλογή των κάδρων, αναδεικνύοντας συσχετισμούς δύναμης και επιρροής σε μια αλληλοτροφοδοτούμενη σχέση. Ιδωμένο από ψηλά, το γήπεδο του τένις απεικονίζεται ολόκληρο οριζόντια στο κάδρο, με τους δυο παίκτες αριστερά και δεξιά από το διαχωριστικό δίχτυ κάθετα στη μέση της οθόνης, ενώ η αργή εστίαση της κάμερας, προς το βάθος, διασχίζει κάθετα το γήπεδο πάνω απ’ το δίχτυ, πλησιάζοντας ολοένα την Τάσι, που κάθεται στη μέση της πρώτης σειράς ανάμεσα στο πλήθος. Δημιουργείται έτσι το σχήμα ενός νοητού τριγώνου που περικλείει -κυριολεκτικά και μεταφορικά- τους δυο αθλητές και το αντικείμενο του πόθου τους.
Ενδεικτική είναι και η ανάδειξη της παλινδρομικής κίνησης του τένις μέσα από γενικά σταθερά πλάνα. Η πρωτοποριακή -γκονταρικής έμπνευσης- σκηνοθετική τεχνική της νουβέλ βαγκ, που μεταφέρει μέσα από την κίνηση της κάμερας, το εφέ του τένις, για να εκφράσει τις αντίθετες προσεγγίσεις των δύο φύλων, στις ερωτικές σχέσεις, εδώ, δεν χρησιμοποιείται στην κινηματογράφηση του αγώνα, αλλά για να αιχμαλωτίσει τη σαγήνη στο βλέμμα των ερωτοχτυπημένων πρωταγωνιστών, όταν βλέπουν πρώτη φορά την Τάσι να παίζει τένις. Ανακαλώντας την αίσθηση αυτού του κεραυνοβόλου έρωτα, στο τέλος αιχμαλωτίζεται ξανά η παλινδρομική κίνηση του βλέμματος σε αγώνα τένις, μόνο που αυτή τη φορά, είναι η Τάσι που παρακολουθεί γεμάτη ερωτική έξαψη τους δυο εραστές της, στην τελική αναμέτρηση.
Όσο αποκαλύπτονται σταδιακά καταστάσεις, η κινηματογράφηση περνάει από χίλια κύματα και ο Γκουαντανίνο αποδίδει την κορύφωση του αγώνα με ευφάνταστη σκηνοθετική ποικιλία. Διστακτικότητα και προβληματισμός του κάθιδρου Πάτρικ, που επιχειρεί να κερδίσει χρόνο, στο κρίσιμο ματς πόιντ του αγώνα, εκφράζονται με ακίνητη κάμερα, κοντινά πλάνα στις εκφράσεις και αργή κίνηση. Τα απανωτά εμβόλιμα φλασμπάκ που παρεμβάλλονται διευρύνοντας τον επιβραδυμένο χρόνο, αποκαλύπτουν νέα δεδομένα, φορτίζοντας την απόφασή του. Δίχως να ειπωθεί το παραμικρό, ο Αρτ συνειδητοποιεί την κατάσταση, μονάχα από ένα νεύμα ή ένα βλέμμα του αδελφικού του φίλου, μέσα από κοντινό πλάνο και σε αργή κίνηση, επιβραδύνοντας αντίστοιχα τον χρόνο, όταν είναι η σειρά του να αντιδράσει. Η αυξανόμενη επιθετικότητα του αγώνα, μεταφέρεται για μεγαλύτερη αμεσότητα, με υποκειμενική κάμερα που ευθυγραμμίζεται εναλλάξ με το βλέμμα των πρωταγωνιστών. Όσο εξαντλούνται οι αποκαλύψεις των φλασμπάκ, τόσο κορυφώνονται οι σκηνοθετικές τεχνικές και το σύνθημα της ανελέητης κορύφωσης δίνεται μόλις η υποκειμενική οπτική της κάμερας περάσει από τους παίκτες στην ίδια την μπάλα. Ακολουθεί κινηματογραφικό ντελίριο πειραματικών λήψεων τύπου Γκασπαρ Νοέ, όσο το παιχνίδι φτάνει στο απόγειο. Λήψεις του γηπέδου από ψηλά εναλλάσσονται με πλάνα σε κοντρ πλονζέ, αποτυπώνοντας τις μανιασμένες αποκρούσεις. Κοντινά πλάνα σε φρεναρίσματα ποδιών, τεντώματα χεριών και πρόσωπα γεμάτα αγωνία παρά την κούραση, συμπληρώνονται με λήψεις κόντρ πλονζέ με κάμερα που κινηματογραφεί σαν σε διάφανο γυάλινο δάπεδο, τους πρωταγωνιστές ως ιπτάμενους ημίθεους. Τα πάντα μεταφέρονται και μετουσιώνονται στο παιχνίδι, εκεί που οι πρωταγωνιστές λύνουν όλες τις διαφορές τους, σε μια φρενήρη εντυπωσιακή τελική αντιπαράθεση.
Εξαιρετική και η πρωτότυπη ηλεκτρονική μουσική των Τρεντ Ρέζνορ και Άτικους Ρος, στη δεύτερη συνεργασία τους με τον σκηνοθέτη, που μεταφέρει χορευτικό ρυθμό και επιλέγεται για να αναδείξει την ερωτική διέγερση των πρωταγωνιστών. Ωστόσο, χορωδιακά του Μπέντζαμιν Μπρίτεν επιλέγονται για να υπογραμμίσουν στιγμή συναισθηματικής απόγνωσης, όπως λειτουργεί και το θλιμμένο τραγούδι «Pecado» του Γκαετάνο Βελόζο, υπογραμμίζοντας την ερωτική φλόγα που αρχίζει να τρεμοσβήνει.
Η εμπνευσμένη σκηνοθετική δεινότητα του Γκουαντανίνο απογειώνεται απολαυστικά στο τέλος, που επιστρέφει στην έκσταση του παιχνιδιού, με κίνητρο όχι απαραίτητα την νίκη, αλλά τον ερωτισμό των αθλητικών σωμάτων, μέσα από μια σκηνοθετική δομή που μετουσιώνει αντιπαράθεση και αντιπαλότητα του τένις, στις ερωτικές διαπροσωπικές σχέσεις.
* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου, [email protected]