Συνέντευξη στον Κώστα Στοφόρο

 

 «…Επειδή φοβόνταν μήπως χάσουν τις κακοπληρωμένες τους δουλειές, πολλοί ψηφοφόροι υπέκυπταν ξαναψηφίζοντας τους ίδιους που τους είχαν οδηγήσει ακριβώς σε αυτές τις κακοπληρωμένες δουλειές. Επειδή φοβόνταν μήπως δεν πάρουν ποτέ σύνταξη από ένα φαλιρισμένο κράτος, εξακολουθούσαν να υπηρετούν τους διαχειριστές ενός φαύλου κράτους. Επειδή φοβόνταν μήπως πεινάσουν, πεινούσαν ήδη. Επειδή φοβόνταν μήπως δεν μάθουν κάτι, εξακολουθούσαν να ενημερώνονται από τους υπηρέτες μιας τηλεόρασης που διαμόρφωνε τις ειδήσεις διαστρεβλώνοντας κάθε έννοια πραγματικότητας…»

Ξεκινώ με αυτό το εκτεταμένο απόσπασμα από το μυθιστόρημα της Έρικας Αθανασίου Πλέκοντας ίχνη που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κέδρος, διότι συμπυκνώνει με τον καλύτερο τρόπο τη ματιά της ηρωίδας της για όσα γίνονται στη χώρα. Μιας ηρωίδας – άνεργης δημοσιογράφου, την οποία η κρίση έχει οδηγήσει στην έσχατη ένδεια. Καταλήγει να ζει στο αυτοκίνητό της. Μια άστεγη της νέας εποχής.

Η Έρικα Αθανασίου, δημοσιογράφος και η ίδια, μας δίνει μια ρεαλιστική αλλά καθόλου κολακευτική εικόνα για τον τρόπο που λειτουργούν τα ΜΜΕ και μια μεγάλη ομάδα συναδέλφων. Όλα αυτά που γνωρίζουμε, αλλά λίγοι αποκαλύπτουν. Κι ας είναι και υπό τον μανδύα της μυθοπλασίας.

Όμως το βιβλίο δεν είναι πολιτικό μανιφέστο, αλλά ένα συναρπαστικό αστυνομικό μυθιστόρημα, με όλα εκείνα τα στοιχεία που κάνουν την ανάγνωσή του απολαυστική. Η δολοφονία ενός μεγαλοδημοσιογράφου και η επίθεση με γκαζάκια σε άλλους συναδέλφους του, θα σηματοδοτήσουν την αρχή μιας καταδίωξης. Η ηρωίδα θα συνδεθεί με τον κατηγορούμενο ως δολοφόνο και θα προσπαθήσει να βρει τα ίχνη που θα οδηγήσουν στην αποκάλυψη της αθωότητάς του.

Έτσι θα ταξιδέψουμε μαζί της στα παρασκήνια των Μέσων Ενημέρωσης, της πολιτικής και των εργολάβων, της τοπικής αυτοδιοίκηση και των εκλογών…

Η συζήτηση με την Έρικα Αθανασίου για το βιβλίο της, θα διαπιστώσετε πως δεν είναι καθόλου τυπική.

 

«Όση καταχνιά και αν έριχναν κάποιοι πάνω στους ανθρώπους πάντα θα υπήρχε ένα χέρι έτοιμο να σε χαϊδέψει, πάντα θα υπήρχε μια πράξη παράλογη ή ηρωική που θα μπορούσε να ανατρέψει την κατάσταση», λέει κάποια στιγμή η ηρωίδα σου. Εσύ το πιστεύεις;

Είμαι αισιόδοξος άνθρωπος, οπότε το πιστεύω. Θεωρώ ότι οι άνθρωποι εξακολουθούν και κάνουν πράξεις ανόητες ίσως, απαραίτητες όμως για να εξακολουθήσει ο κόσμος να παρουσιάζει κάποιο ενδιαφέρον. Για να μη γίνουμε όλοι γκρι, βουτηχτούμε στην καταχνιά και περάσουμε τη ζωή μας περιμένοντας σε κάποια ουρά. Θέλω να πιστεύω ότι ίσως υπάρξει, όχι πολύ μακριά από σήμερα, κάποια πράξη ανόητη ή ηρωική που θα ανατρέψει την παρούσα κατάσταση.

 

Γενικότερα, τι έχεις δώσει από τον εαυτό σου στην Αφροδίτη / Χριστίνα;

Κυρίως κάποιες σκέψεις μου. Τα χαρακτηριστικά της προέρχονται από διάφορους ανθρώπους που έχω γνωρίσει και έχω θαυμάσει για διαφορετικούς λόγους τον καθένα. Μιά και ήταν η κεντρική ηρωίδα ήθελα να τη συμπαθήσω, τόσο εγώ όσο και οι αναγνώστες μου. Μου αρέσουν κάποια χαρακτηριστικά της που θα ήθελα να έχω και μάλλον μου λείπουν ή βρίσκονται σε λανθάνουσα μορφή. Μου αρέσει κυρίως η ευκολία με την οποία παίρνει ρίσκα. Επίσης, έχω την ίδια ανάγκη με αυτήν για μια αγκαλιά. Τη θεωρώ απαραίτητη για να πάει καλά οποιαδήποτε μέρα.

 

Αντιμετωπίζεις με σκεπτικισμό την τάση να βαφτίζονται διάφοροι άνθρωποι ως «τρομοκράτες». Σε ποιόν βαθμό αποδέχεσαι ακόμη και τη βίαιη αντίδραση απέναντι σε όσα συμβαίνουν;

Ο Γκάντι έκανε τον πόλεμό του με ειρηνικά μέσα. Ήταν ο μόνος που πέτυχε, η εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα. Ο κανόνας είναι ότι στη βία μόνο με βία μπορείς να αντισταθείς. Όταν γυρίζεις και το άλλο μάγουλο το πιο πιθανό είναι να φας ένα ακόμα χαστούκι. Από την άλλη, μια κοινωνία όπου η δικαιοσύνη θα ερχόταν με την αυτοδικία, θα ήταν μια πολύ επικίνδυνη κοινωνία. Οι «τρομοκράτες» συνήθως αγωνίζονται για μια υποκειμενική απόδοση δικαιοσύνης. Ίσως το πιο καλό για την κοινωνία να ήταν απλώς ο φόβος για το στόχο του επόμενου τρομοκρατικού χτυπήματος. Κάποιοι να σκέφτονταν με «τρόμο» τι συνέπειες θα μπορούσε να έχει για τους ίδιους, κάθε πράξη τους που επηρεάζει τους άλλους.

 

Η δημοσιογραφία σήμερα. Θα έλεγα πως δεν είναι καθόλου κολακευτικό το πορτρέτο της στο βιβλίο σου. Ιδιοκτήτες, δημοσιογράφοι, αλλά και σωματεία που καταλήγουν να υπηρετούν μάλλον την παραπληροφόρηση… Μπορεί ένας δημοσιογράφος να κάνει τη δουλειά του σήμερα;

Φυσικά και μπορεί. Αρκεί να θέλει και να ρισκάρει να μείνει χωρίς μισθό. Τη δημοσιογραφία όμως πια οι περισσότεροι δεν την αντιλαμβάνονται ως λειτούργημα αλλά μόνο ως επάγγελμα. Οι περισσότεροι θέλουν απλώς «το μισθό τους να παίρνουν». Σ’ αυτή την περίπτωση, ενημερώνεις ανάλογα με το ποιος σε πληρώνει. Ίσως την πραγματική είδηση να πρέπει να την αναζητήσουμε σε μικρά έντυπα, σε μικρές δημοσιογραφικές επιχειρήσεις που έχουν λιγότερα ή μικρότερα συμφέροντα να υπηρετήσουν. Στο βιβλίο υπάρχουν και κάποιοι καλοί δημοσιογράφοι. Μέχρι και καλοί δήμαρχοι αναφέρω ότι υπάρχουν.

 

Ήταν τυχαία η επιλογή του Δήμου Νέας Φιλαδέλφειας; Πόση αλήθεια υπάρχει πίσω από τη μυθοπλασία;

Από Τοπική Αυτοδιοίκηση και τοπικές εφημερίδες γνωρίζω περισσότερο από την Κηφισιά, όπου και εργάζομαι στην τοπική εφημερίδα Κηφισιά, από τις εφημερίδες που θεωρούν ακόμα τη δημοσιογραφία λειτούργημα. Δεν ήθελα όμως να γράψω για την Κηφισιά, διότι ίσως μερικές καταστάσεις να φαίνονταν πολύ κραυγαλέες για όσους γνωρίζουν καταστάσεις από εκεί. Από την άλλη κατοικώ στη Ν. Φιλαδέλφεια, έναν Δήμο που δε γνωρίζω σχεδόν καθόλου τα αυτοδιοικητικά του, έχει όμως πολλά όμορφα και ενδιαφέροντα σημεία, όπως τα παλιά στούντιο της Columbia, την Ανθαγορά, αλλά και τον Ποδονίφτη. Ένα ποτάμι, που πραγματικά θα μπορούσε η περιοχή γύρω του να είναι μαγική. Όταν ξεκίνησα το βιβλίο, το ποτάμι και η γύρω του βλάστηση ήταν κρυμμένη πίσω από διαφημιστικές πινακίδες. Όταν εκδόθηκε το βιβλίο, λόγω νομοθεσίας οι ταμπέλες είχαν αφαιρεθεί, πρέπει όμως να είσαι πολύ υποψιασμένος για να μπορέσεις να ανακαλύψεις το ποτάμι πίσω από μπάζα και σκουπίδια. Στην Αθήνα μοιάζουμε να έχουμε μαλώσει με τα ποτάμια μας.

Φυσικά, όπως λένε στην αρχή τους τα περισσότερα βιβλία “οποιαδήποτε ομοιότητα με πρόσωπα και καταστάσεις είναι συμπτωματική”.

 

Κινείσαι μεταξύ παιδικού βιβλίου και αστυνομικού μυθιστορήματος. Πόσο μακριά και πόσο κοντά είναι μεταξύ τους;

Τα παιδικά βιβλία, όπως γνωρίζεις κι εσύ από τα δικά σου, χρειάζονται το μυστήριο. Είναι πιο εύκολο να κρατήσεις το ενδιαφέρον ενός νεαρού αναγνώστη άμα του παρουσιάζεις ένα μυστήριο που απαιτεί λύση. Έτσι και τα δικά μου εφηβικά βιβλία έχουν στοιχεία αστυνομικού μυθιστορήματος. Ένα καλό μυστήριο διαβάζεται ευχάριστα κατά τη γνώμη μου από αναγνώστες ανεξαρτήτου ηλικίας. Από μικρή διάβαζα πολλά αστυνομικά βιβλία. Δεν ξεχώριζα ως ντετέκτιβ «τους μυστικούς Εφτά» από τον Πουαρό. Το ίδιο κάνω και τώρα. Στο βιβλίο που δουλεύω τώρα ξαναβρίσκω τους ήρωες των εφηβικών μου βιβλίων, οι οποίοι αυτή τη φορά ταξιδεύουν για την Καστοριά.

Μερικοί νομίζουν ότι είναι αναβάθμιση για έναν συγγραφέα αν από το παιδικό βιβλίο να περάσει στο βιβλίο ενηλίκων. Δεν συμφωνώ. Αν ήταν έτσι δεν θα επιχειρούσαν σχεδόν όλοι οι συγγραφείς, ακόμα κι αν έχουν καταξιωθεί, να γράψουν και βιβλία για παιδιά. Το να κρατάς το ενδιαφέρον του αναγνώστη απαιτεί τις ίδιες τεχνικές ανεξάρτητα από την ηλικία του.

Θεωρώ ότι η παιδική, εφηβική, ή η για ενηλίκους λογοτεχνία κυρίως ξεχωρίζει σε καλά και κακά βιβλία. Και πάλι και αυτό είναι υποκειμενικό.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!