Στο στόχαστρο και τα δικαιώματα, κατώτατος μισθός, τριετίες, επιδόματα
του Μύρωνα Ξυδάκη
Οι αλλαγές στην εργασιακή νομοθεσία είναι το πιο κομβικό ζήτημα που έχει να αντιμετωπίσει η ελληνική κυβέρνηση ενόψει των απαιτήσεων των δανειστών για τη δεύτερη αξιολόγηση που ξεκινά τον ερχόμενο Σεπτέμβρη.
Στο πλαίσιο της διαπραγμάτευσης αυτής έχει ήδη συγκροτηθεί μια Διεθνής Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων που έχει αναλάβει να εκδώσει πόρισμα, περιγράφοντας τον τρόπο με τον οποίο το θεσμικό πλαίσιο των εργασιακών σχέσεων στην Ελλάδα θα ευθυγραμμιστεί με τις «βέλτιστες πρακτικές» που εφαρμόζονται στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Ήδη, οι δανειστές έχουν δείξει τις προθέσεις τους με κοινή πρόταση που κατέθεσαν προς την Επιτροπή και που είδε το φως της δημοσιότητας στα μέσα Ιούλη. Πιο συγκεκριμένα, το 21σέλιδο κείμενο περιλαμβάνει προτάσεις στους εξής άξονες:
Μείωση κατώτατου μισθού
Σε ό,τι αφορά το ύψος του κατώτατου μισθού, αυτός, σύμφωνα με το κουαρτέτο, παρά τη μείωσή του τα τελευταία 4 χρόνια στα 586 ευρώ και στα 510 ευρώ (για τους νέους έως 25 ετών), εξακολουθεί να παραμένει υψηλότερος σε σύγκριση με άλλες χώρες. Αυτό οφείλεται στην πρόσθετη αποζημίωση (τριετίες) για διαφορετικά επίπεδα εμπειρίας. Επιπλέον, επισημαίνεται πως δεν υπάρχει κάπου αλλού τόσο σύνθετη δομή κατώτατου μισθού, κάτι που θα πρέπει από το 2017 να αλλάξει ώστε αυτός να αποτελεί ένα μοναδικό ποσό αναφοράς (single rate) αποσυνδεδεμένος από κάθε επίδομα.
Με δεδομένο, λοιπόν, ότι ο στόχος της διαπραγμάτευσης, στον οποίο έχει ήδη συμφωνήσει η κυβέρνηση, είναι η χώρα μας να προσαρμοστεί στις «βέλτιστές διεθνείς πρακτικές», αυτό που προτείνεται είναι η κατάργηση των τριετιών προϋπηρεσίας ή η αποσύνδεσή τους από τις κατώτατες αμοιβές των ανειδίκευτων εργαζομένων, δηλαδή η αφαίρεση μέχρι και του 30% της αμοιβής (από 761 ευρώ με τρεις τριετίες στα 586 ευρώ με αφαίρεση της προϋπηρεσίας).
Στο στόχαστρο μπαίνει και η κατάργηση των επιδομάτων που καταβάλλονται με τη μορφή του 13ου και του 14ου μισθού. Προκειμένου, μάλιστα, να αποφευχθεί νέος γύρος αντιδράσεων, προτείνεται τα μέτρα να ισχύσουν μόνο στις νέες προσλήψεις, ενώ για τους ήδη εργαζόμενους το ποσό των δύο μισθών να επιμερισθεί στους υπόλοιπους 12.
Τρόπος καθορισμού του μισθού
Οι δανειστές, επικαλούμενοι την πρακτική άλλων ευρωπαϊκών χωρών, τονίζουν ότι θα πρέπει να παραμείνει στην αρμοδιότητα του κράτους ο καθορισμός του κατώτατου μισθού όπως άλλωστε προβλέπει και ο νόμος 4172/3. Έτσι, η κυβέρνηση θα αποφασίζει το ύψος του κατώτατου μισθού. Αφήνετε, επί της ουσίας, ο δρόμος ανοιχτός ώστε να μπορεί η κυβέρνηση, ανάλογα και με τις εκάστοτε επιταγές των δανειστών να προχωρά μονομερώς, στη διά νόμου μείωση των απολαβών των εργαζομένων.
Παράλληλα προωθείται η ευελιξία αμοιβών (wage flexibility) και συλλογικές συμβάσεις μόνο σε επίπεδο επιχείρησης: Το μέτρο θα δώσει τη δυνατότητα στις επιχειρήσεις να καθορίζουν διαφορετικά -ακόμα και χαμηλότερα από τον κατώτατο μισθό- επίπεδα αμοιβών. Για τις υπόλοιπες συμβάσεις, εθνική ή κλαδικές, οι δανειστές υποστηρίζουν την πρακτική «αποκέντρωσης» των συλλογικών διαπραγματεύσεων. Δηλαδή, με εκκίνηση τον νομοθετημένο κατώτατο μισθό, να υπάρχει δυνατότητα επέκτασης όσων επιπλέον συμφωνούνται σε επίπεδο κλαδικής σύμβασης.
Παράλληλα, δημιουργούνται οι όροι για την θεσμική κατοχύρωση νέων, πολύ ευέλικτων μορφών απασχόλησης όπως ο θεσμός της «μικροεργασίας» (mini-jobs) στο πλαίσιο της οποίας προβλέπονται πολύ χαμηλές αμοιβές και χωρίς ασφαλιστική κάλυψη, αλλά και τα «συμβόλαια μηδενικών ωρών» που αντιστοιχούν σε δουλειά όσο, όταν και όποτε θέλει ο εργοδότης.
Οι παραπάνω προτάσεις έρχονται στην ουσία να ακυρώσουν τις δεσμεύσεις της κυβέρνησης για επιστροφή των συλλογικών διαπραγματεύσεων μέσω εθνικής ή κλαδικής σύμβασης.
Ανατροπές στον συνδικαλιστικό νόμο
Οι δανειστές απαιτούν την ολική αναμόρφωση του σχετικού νομοθετικού πλαισίου προτείνοντας κατάργηση συνδικαλιστικών αδειών, άρση της συνδικαλιστικής ασυλίας στις απολύσεις και αυστηρότερους όρους συμμόρφωσης των συνδικάτων σε δικαστικές αποφάσεις που κηρύσσουν παράνομες και καταχρηστικές τις απεργίες.
Επιπρόσθετα, υποστηρίζουν την αύξηση του αριθμού των εργαζομένων που απαιτούνται για κήρυξη απεργίας προτείνοντας στις επιχειρήσεις οι σχετικές αποφάσεις να λαμβάνονται από την πλειοψηφία των εργαζομένων, κι όχι με βάση τα ποσοστά της απαρτίας που ορίζονται για τις γενικές συνελεύσεις. Επί της ουσίας η συγκεκριμένη πρόταση, με δεδομένη και την κατάσταση που επικρατεί στο συνδικαλιστικό κίνημα, έρχεται να καταστήσει την απεργία σχεδόν αδύνατη.
Απελευθέρωση ομαδικών απολύσεων
Το κουαρτέτο αυτό που εισηγείται είναι αύξηση του ορίου των επιτρεπτών ανά μήνα απολύσεων στο 10% όπως ορίζει η σχετική κοινοτική οδηγία, και ταυτόχρονα κατάργηση της δυνατότητας για υπουργικό-διοικητικό βέτο.
Σημειώνεται ότι το 2010 η Ελλάδα άλλαξε τα όρια πέρα από τα οποία οι απολύσεις θεωρούνται ομαδικές, από 5 εργαζόμενους για επιχειρήσεις 20-50 ατόμων και 2-3% για επιχειρήσεις πάνω από 50 άτομα, σε 6 εργαζομένους για επιχειρήσεις 20-150 εργαζομένων και 5% για επιχειρήσεις άνω των 150 εργαζομένων. Παρ’ όλα αυτά, οι αποκλίσεις ανάμεσα στην ελληνική και την κοινοτική νομοθεσία παραμένουν, με την Ελλάδα να μην έχει φτάσει στο επίπεδο της σχετικής κοινοτικής οδηγίας του 1998.
Η ρύθμιση αυτή αφορά κυρίως την αναδιάρθρωση που προωθείται στον τραπεζικό τομέα καθώς στην Ελλάδα πέραν του συγκεκριμένου κλάδου δεν υπάρχουν πλέον πολλές επιχειρήσεις με προσωπικό άνω των 150 ατόμων.
Αναγνώριση του δικαιώματος ανταπεργίας στους εργοδότες
Αυτό προτείνεται να γίνεται με δύο μορφές, είτε ως «αμυντικό λοκ-άουτ» που θα προβλέπει κλείσιμο τμημάτων της επιχείρησης για λόγους προστασίας των υποδομών της σε καιρό απεργίας, είτε ως «επιθετικό λοκ-άουτ» με πλήρη αναστολή όλων των δραστηριοτήτων προκειμένου να μειωθούν οι ζημιές της επιχείρησης αν η απεργία έχει χαρακτηριστεί καταχρηστική.
Κυβερνητική απόπειρα εξαπάτησης
Απέναντι σε όλα αυτά, η στάση της ελληνικής κυβέρνησης αποδεικνύει για μια ακόμη φορά το πόσο πολύ υποτιμούν την νοημοσύνη μας. Αρχικά, αναπαρήγαγαν την κλασική πλέον φαντασίωση περί αξιοποίησης των αντιθέσεων ανάμεσα στο ακραίο, νεοφιλελεύθερο ΔΝΤ και τους κοινωνικά ευαίσθητους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Γρήγορα, όμως, οι δηλώσεις κορυφαίων Ευρωπαίων παραγόντων (Μοσκοβισί, Μαριάν Τίσεν) και κυρίως το κοινό πόρισμα του κουαρτέτου (Κομισιόν, ΕΚΤ, ESM και ΔΝΤ) στην Επιτροπή Εμπειρογνώμων ήρθαν να γκρεμίσουν αυτό το μύθο.
Τώρα επιχειρείται από τον υπουργό Εργασίας κ. Κατρούγκαλο η δημιουργία ενός κοινού «μετώπου» όλων των κοινωνικών εταίρων για τα εργασιακά. Πράγματι στις 19/7 υπήρξε μια κοινή δήλωση της ΓΣΕΕ και των βασικών εργοδοτικών οργανώσεων με μια ελάχιστη βάση συμφωνίας για συλλογικές συμβάσεις και κατώτατο μισθό, ομαδικές απολύσεις και συνδικαλιστικό νόμο. Μόλις τρεις μέρες μετά ο ΣΕΒ ήλθε να διαλύσει την ελάχιστη συναίνεση ζητώντας υπεροχή των επιχειρησιακών συμβάσεων έναντι των κλαδικών και της εθνικής, άρση του διοικητικού ελέγχου στις ομαδικές απολύσεις, κατάργηση της υποχρεωτικής διαιτησίας, και περιορισμούς στο δικαίωμα της απεργίας. Με λίγα λόγια, ταυτίστηκε σχεδόν απόλυτα με τις προτάσεις των δανειστών. Παρ’ όλα αυτά, ο κ. Κατρούγκαλος εξακολουθεί να πουλάει τρέλα και αγνοώντας την διαφοροποίηση αυτή καλεί τα πολιτικά κόμματα να στηρίξουν το «κοινό μέτωπο» επιδιώκοντας επί της ουσίας να μοιραστεί μαζί τους το πολιτικό κόστος από μια ακόμα αποτυχημένη διαπραγμάτευση. Και πως άλλωστε θα μπορούσε αυτή να είναι επιτυχής, όταν η κυβέρνηση έχει ήδη αποδεχτεί ως βάση συζήτησης τις «βέλτιστες ευρωπαϊκές πρακτικές», ήτοι το εργασιακό καθεστώς χωρών όπως η Βουλγαρία και η Εσθονία.