Αρχική πολιτική Επιταχύνεται η φθορά της κυβέρνησης Μητσοτάκη

Επιταχύνεται η φθορά της κυβέρνησης Μητσοτάκη

Ρευστοποίηση ΣΥΡΙΖΑ και σχεδιασμοί αναδιατάξεων εντός κεντροαριστεράς – Αντέχει το πολιτικό σκηνικό τα μποφόρ που έρχονται;

Και στα τρία συστημικά κόμματα, κυβερνητική Ν.Δ. και ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ της «αντιπολίτευσης», έχουμε μπει σε περίοδο μετάβασης. Στο πολιτικό σκηνικό συνολικά γίνονται φανερές η φθορά και η «κόπωση». Οι απανωτές δημοσκοπήσεις, παρ’ όλες τις επιφυλάξεις που είναι λογικό να έχει κανείς για τις σκοπιμότητες και τους σχεδιασμούς που εξυπηρετούν, δείχνουν αξιοσημείωτες συγκλίσεις ως προς τις βασικές τάσεις. Αποτυπώνουν τη σημαντική, ογκούμενη κοινωνική δυσφορία απέναντι στην κυβέρνηση και τη συνακόλουθη και απ’ ό,τι φαίνεται δύσκολα αναστρέψιμη φθορά της. Αλλά και τη σημαντική έλλειψη δυναμικής ή και ακραία απαξίωση (ΣΥΡΙΖΑ) των δύο κομμάτων της κεντροαριστεράς.

Κυβερνητικές ανησυχίες μπροστά στην επιταχυνόμενη πολιτική φθορά

Η κυβερνητική φθορά δεν μπορεί να κρυφτεί. Η μεγάλη μείωση της Ν.Δ. στις ευρωεκλογές παγιώνεται και η δυναμική είναι προς τα κάτω. Το μείγμα των κοινωνικών προβλημάτων είναι εκρηκτικών διαστάσεων και δεν επιδέχεται εμβαλωματικές / επιδοματικές λύσεις. Στο επίκεντρο η δομική ακρίβεια και η κρίση κατοικίας, όπου αποτυπώνονται τα αποτελέσματα από τις ολέθριες πολιτικές επιλογές που έχουν επιβληθεί. Και επιπλέον η ανασφάλεια, η οργή απέναντι στον κυβερνητικό αλαζονικό ετσιθελισμό, τα σκάνδαλα, τη συγκάλυψη των «Τεμπών» και πολλά άλλα. Γίνεται όλο και πιό εμφανές ότι υπάρχει κρίση προοπτικής (ή «αφηγήματος», όπως πανθομολογείται εσχάτως στην αντιπαθητική γλώσσα της συστημικής επικοινωνιακότητας). Μετά τις αμήχανες εξαγγελίες Μητσοτάκη στη ΔΕΘ, η πανικόβλητη σπασμωδικότητα των απανωτών, καθημερινών κυβερνητικών «νέων μέτρων» μιας απίστευτα ψευδεπίγραφης δήθεν «βελτίωσης της καθημερινότητας του πολίτη», δίνει μηνύματα κατήφορου ίσως πολύ μεγαλύτερου απ’ όσο πιστοποιούν οι δημοσκοπήσεις. Πολύ περισσότερο που, εκτός της δημοσκοπικής εκλογικής καθίζησης, ακόμα δυσμενέστερα είναι τα ποσοστά δυσαρέσκειας για κρίσιμες κυβερνητικές πολιτικές, και η σταθερή επάνοδος του «Κανένα» ως καταλληλότερου πρωθυπουργού.

Μέσα σ’ αυτό το σκηνικό είναι απολύτως δηλωτική η «καμπάνα» που ηχεί με την ερώτηση 11 βουλευτών της συμπολίτευσης (σχεδόν όλων Καραμανλικής επιρροής), η οποία εκθέτει την κυβέρνηση στο πολιτικά πολύ ευαίσθητο θέμα των «κόκκινων δανείων» και της ασύδοτης δράσης Τραπεζών και funds. Οι πιέσεις εσωτερικοποιούνται και «οι σεισμοί ενεργοποιούν και άλλα παρακείμενα ρήγματα». Περί τα εθνικά, τα ταυτοτικά, την εγκατάλειψη της επαρχίας και ιδιαίτερα της Β. Ελλάδας κ.λπ.

Ο ΣΥΡΙΖΑ σε τροχιά ρευστοποίησης

Το γεγονός ότι μετά τα όσα συνέβησαν, ο Κασσελάκης επανεμφανίζεται πρώτος στις περισσότερες σφυγμομετρήσεις για τον καταλληλότερο πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ, σε κάποιες μπροστά και από τον Τσίπρα, εξηγεί τόσο την απροθυμία εμφάνισης υποψηφίων «της άλλης πλευράς» όσο και όλες τις παλινωδίες για τον αποκλεισμό του, είτε με διάφορα όψιμα κριτήρια («πόθεν έσχες», κομματική ηλικία) είτε με την προσφυγή σ’ ένα συνέδριο με σώμα συνέδρων κατάλληλο για τη λήψη των σχετικών αποφάσεων. Χοντρικά, ο Κασσελάκης και «οι απέναντι» μοιράζονται λίγο-πολύ σε αναλογία 50-50. Μέσα στο τυχάρπαστο σκηνικό που έχει διαμορφωθεί, δύο συμπεράσματα με κάποια ουσία μπορούν παρ’ όλα αυτά να εξαχθούν. Πρώτα απ’ όλα, η εξακολουθητική (περσινή και τωρινή) πλειοψηφική προτίμηση προς τον Κασσελάκη, δίνει το μέτρο της πλήρους χρεωκοπίας και της κοινωνικής ανυποληψίας του «κλασικού» ηγετικού προσωπικού του ΣΥΡΙΖΑ (της «Νέας Αριστεράς» συμπεριλαμβανομένης, που δεν εισπράττει το παραμικρό από την κρίση αλλά είναι μέρος της). Είναι, στον ίδιο βαθμό, μέτρο της τεράστιας καθίζησης της πολιτικής συνείδησης που έχει επέλθει στον χώρο, ως συνέπεια του μακρόχρονου κατήφορου εθισμού και προσαρμογής που αποκτήθηκε από τα πεπραγμένα του Τσίπρα και όλων όσοι διαμόρφωσαν την «κυβερνώσα» συριζική πραγματικότητα. Κατά δεύτερον, ο ΣΥΡΙΖΑ δείχνει ότι οδηγείται σε τελειωτικό κατακερματισμό / ρευστοποίηση ανεξαρτήτως της έκβασης της νέας διελκυστίνδας – εκλογής προέδρου κ.λπ. Φαίνεται αδύνατον να εξακολουθήσει να υφίσταται επί μακρόν σαν κοινή στέγη των πολλαπλών αλληλοσυγκρουόμενων ομάδων που τον συνιστούν. Η καθεμιά τους ήδη φαίνεται να επιχειρεί να πλασαριστεί με τους δικούς της επιμέρους σκοπούς προς «την επόμενη μέρα», παίρνοντας βουλευτές (όσοι μπορούν), περιουσιακά στοιχεία, άλλους δεσμούς κ.λπ. Και κάποιοι με σχεδιασμούς δημιουργίας ευρύτερων σχημάτων της κεντροαριστεράς αναμένοντας τις εξελίξεις στο ΠΑΣΟΚ, με μια επικράτηση Δούκα να φαίνεται το σενάριο που προκρίνουν ως το προσφορότερο. Κάπου μέσα σ’ αυτά γίνεται αντιληπτό ότι φιλοδοξεί «να ρίξει παραγάδι» και ο Τσίπρας, έχοντας ήδη δηλώσει με τον τρόπο του «πρόθυμος» (δημόσια και επίσημα με την ημερίδα του ιδρύματός του το καλοκαίρι) για ρόλο στην εκτέλεση επόμενων δύσκολων αποστολών τύπου «Πρεσπών». Και δεν παύει να του δίνεται ένας κάποιος «λελογισμένος» αέρας – ίσως αυτός της χρήσιμης εφεδρείας (;) από πλευράς των ελίτ και των ξένων πρεσβειών.

Επί του παρόντος δίνονται κάποιοι πόντοι στο ΠΑΣΟΚ ως εφεδρεία. Οι φυλές του μπροστά στην επόμενη μέρα

Εδώ η εικόνα για την ώρα είναι η ελεγχόμενη συγκατοίκηση, τουλάχιστον «μέχρι να μετρηθούμε». Με κάποιες πλευρές (κυρίως του Μ. Ανδρουλάκη) να δείχνουν ότι ποντάρουν και σε μια κυβερνητική προοπτική για το ΠΑΣΟΚ. Σχεδόν με το κλείσιμο της κάλπης των ευρωεκλογών, ο Μ. Ανδρουλάκης δέχθηκε πυρά ομαδόν. Δηλώθηκε ανεπαρκής όπως όλα δείχνουν τουλάχιστον, με την ενθάρρυνση σημαντικών κύκλων των ελίτ, γι’ αυτό άλλωστε αυτοπροβάλλεται πολύ ως «αυτόνομος από συμφέροντα» (υπαινισσόμενος τις εξαρτήσεις των ανταγωνιστών του). Σε αντίθεση, η προβολή του Χ. Δούκα που προβάλλεται έντονα ως «πρωθυπουργήσιμος», σχετίζεται με τον ρόλο που προδοκάται από κύκλους των ελίτ (περιλαμβάνεται η στήριξη από πλευράς Βαρδινογιάννη), να παίξει αυτός σε σενάρια αναδιάταξης και πιθανών συσσωματώσεων του χώρου της κεντροαριστεράς. Τσίπρας και Γ. Παπανδρέου, που δεν χάνουν ευκαιρία να επιδείξουν τη μεταξύ τους προσέγγιση, αναζητούν ρόλους μέσα στο ίδιο πλαίσιο, με διάφορους άλλους να τους ετοιμάζουν το έδαφος.

Η Α. Διαμαντοπούλου έχει κατοχυρώσει εδώ και καιρό, ενεργό ρόλο στην προώθηση βαθιών συστημικών σχεδιασμών. Της έχει ανατεθεί η προβολή «εμβληματικών» κοινωνικοοικονομικών αναδιαρθρώσεων και «προσαρμογών» με ιδιαίτερα επιθετικό χαρακτήρα (παιδεία, συντάξεις, αστικός σχεδιασμός). Οι οργανικές της σχέσεις με το σύστημα Μητσοτάκη και τους πασοκικούς-σημιτικούς του βραχίονες είναι γνωστές. Η πρόσφατη συνάντησή της με τον δήμαρχο Πειραιά Π. Μόραλη θέτει εύλογα το ερώτημα του εύρους και των όρων μιας πιθανής εξασφάλισης στήριξής της από το σύστημα Μαρινάκη. Δεν στοχεύει μονοσήμαντα την προεδρία του ΠΑΣΟΚ, αλλά έναν ρόλο εταίρου στο σκηνικό της επόμενης μέρας.

Για την ώρα οι δημοσκοπήσεις δείχνουν πρώτο με αρκετή διαφορά τον Μ. Ανδρουλάκη (ένα μέτρο της ενδιαφέρουσας αντοχής των μηχανισμών του ΠΑΣΟΚ που ο ίδιος ελέγχει σε σημαντικό βαθμό), με δεύτερο τον Χ. Δούκα και από κοντά την Διαμαντοπούλου. Η έκβαση παραμένει αρκετά αβέβαιη και δεν αποκλείονται εκπλήξεις. Ακόμη περισσότερο που το ποιοι θα πάνε στην κάλπη παραμένει αδιευκρίνιστο και εξαρτώμενο από διάφορα κέντρα επιρροής (ΜΜΕ, επιχειρηματικά, ανάμεσά τους και το σύστημα Μητσοτάκη). Το πώς θα διαμορφωθούν οι στοιχίσεις στον Β΄ γύρο παραμένει επίσης απρόβλεπτο. Πάντως είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς την επόμενη μέρα με όλες τις φυλές στοιχιζόμενες πίσω από τον πρόεδρο που θα εκλεγεί, όποιος κι αν είναι αυτός, και ιδιαίτερα ο Ανδρουλάκης.

Κάποιες γενικότερες εκτιμήσεις

Αυτά που έρχονται καλούν σε αναδιάταξη του πολιτικού σκηνικού. Δεν είναι αντιμετωπίσιμα από μια μονοκομματική, ραγδαία φθειρόμενη κυβέρνηση που έχει απέναντί της μια ρευστοποιημένη κεντροαριστερά: Αφενός τα διεθνή / ευρωπαϊκά οικονομικά τραντάγματα που θα δοκιμάσουν την έωλη βάση της ελληνικής οικονομίας, και αφετέρου η πίεση για την επίσημη αποδοχή συμφωνιών υποτέλειας στα ελληνοτουρκικά, με εκτεταμένη φαλκίδευση της κυριαρχίας και της θέσης της χώρας, φέρνουν και πάλι στην επικαιρότητα την προτίμηση κύκλων των ελίτ για λύσεις που εξασφαλίζουν ευρύτερες στηρίξεις (και για την ύπαρξη προθύμων για επίδειξη «γενναιότητας», με τη σημασία που αποδίδει στον όρο ο Γ. Γεραπετρίτης). Όσο άλλωστε πιο παρδαλή η πλειοψηφία, τόσο πιο πολύ η ευθύνη της μειοδοσίας «γίνεται όλων, δηλαδή του κανενός». Σ’ αυτό το πλαίσιο, οι διαδικασίες μοριοποίησης της κεντροαριστεράς πολλαπλασιάζουν τις ευχέρειες ανασυνθέσεων κατά το δοκούν. Η αναδόμηση της κεντροδεξιάς παραμένει πιο αδιευκρίνιστη υπόθεση και επηρεάζεται από ευρύτερους, ενδοδυτικούς, δομικούς χειρισμούς. Για την ώρα, σε όλα τα επίπεδα, επικρατεί κλίμα αναμονής (και προετοιμασίας) εν όψει των αμερικανικών εκλογών. Πάντως, και με δεδομένη τη γενική ιστορικών διαστάσεων φθορά όλων των εφεδρειών του εγχώριου πολιτικού κόσμου, πληθαίνουν τα μηνύματα συστηματικής προετοιμασίας «πολιτικών ενέσεων» από την ελληνοαμερικανική διασπορά.

Σχόλια

Exit mobile version