του Ρασμίγκ Κεουσεγιάν
μετάφραση: Γιώργος Καράμπελας

Οι δύο δεκαετίες που κύλησαν από τη δημοσίευση του κειμένου του Άντερσον μας επιτρέπουν να διακρίνουμε τώρα πιο καθαρά τη φύση της περιόδου που διανύουμε.

Πρώτη διαπίστωση: Ο σοσιαλισμός δεν θα έχει τη μοίρα του ιησουίτικου κράτους της Παραγουάης. Οι ιστορικοί του μέλλοντος δεν θα τον βλέπουν δηλαδή σαν ένα σύνολο παραληρηματικών πειραμάτων χωρίς αύριο από τη σκοπιά του γενικού ρου της ιστορίας. Και η απλή σκέψη ενός τέτοιου ενδεχομένου μοιάζει σήμερα εκτός τόπου και χρόνου. Μετά την εξέγερση των Ζαπατίστας το 1994 και τις απεργίες του Νοεμβρίου-Δεκεμβρίου 1995 στη Γαλλία, πολλοί αγώνες χάθηκαν μεν, δόθηκαν δε. Λίγοι ήταν εκείνοι που έληξαν νικηφόρα, όπως η εκστρατεία ενάντια στην ευρωπαϊκή συνταγματική συνθήκη ή η κινητοποίηση ενάντια στη Σύμβαση Πρώτης Πρόσληψης (Contrat Premiere Embauche, CPE) στη Γαλλία. Νέες γενιές ριζοσπαστικοποιήθηκαν, απρόσμενες κατηγορίες καταπιεσμένων βρήκαν έκφραση, κράτη διακήρυξαν ότι ασπάζονται το «σοσιαλισμό του 21ου αιώνα». Προφανώς δεν εννοούμε ότι τα πράγματα βαίνουν καλώς, κάθε άλλο. Η μακρά σειρά από ήττες τείνει ωστόσο να συγκαλύπτει τις θετικές εμπειρίες των τελευταίων χρόνων. Ενάντια σε κάθε προσδοκία, λοιπόν, και παρά την καταστροφή που αποτέλεσε ο «υπαρκτός» σοσιαλισμός, ο σοσιαλισμός δεν μοιάζει καταδικασμένος στο προσεχές μέλλον να γίνει εξωτικό φρούτο για τους ιστορικούς.

Δεύτερη διαπίστωση: Είναι απίθανο ο σοσιαλισμός να διασωθεί έτσι όπως συνέβη με το φιλελευθερισμό το τελευταίο τρίτο του 20ού αιώνα. Ο βιομηχανικός πολιτισμός που τον γέννησε ασφαλώς δεν έχει εξαφανιστεί, σε αντίθεση με ό,τι διακήρυξαν οι βεβιασμένες αναλύσεις διαφόρων κριτικών από τη δεκαετία του 1960 και μετά. Έχει όμως μετασχηματιστεί εκ βάθρων, με αποτέλεσμα οι συνθήκες στις οποίες διαμορφώθηκε ο ιστορικός πυρήνας του σοσιαλιστικού προγράμματος να έχουν σίγουρα εκλείψει. Το πεπρωμένο του σοσιαλισμού, επομένως, ίσως παιχτεί ανάμεσα στη δεύτερη και την τρίτη υπόθεση που αναφέρει ο Άντερσον. Είτε οι εμπειρίες του κύκλου 1848-1989 θα αποδειχθούν «σωρευτικές», δηλαδή θα οδηγήσουν σύντομα σε μεγάλης εμβέλειας διαδικασίες κοινωνικού μετασχηματισμού, είτε θα χρειαστεί περισσότερος καιρός και βαθύτερες αλλαγές προτού ξανασυμβούν γεγονότα τέτοιας υφής. Σήμερα, αν πρέπει να διακινδυνεύσουμε μία υπόθεση, το δεύτερο αυτό ενδεχόμενο μοιάζει πιθανότερο. Παρά τις θετικές εμπειρίες που προαναφέραμε, η προοπτική της ένταξής τους σε ένα συνεκτικό πρόγραμμα που θα εκπονηθεί από οργανωμένους δρώντες μοιάζει τόσο μακρινή ώστε να μη μπορεί να δει κανείς τι θα μπορούσε να τους δώσει «σωρευτικό» χαρακτήρα. Με αυτή την έννοια, ίσως να βρισκόμαστε σήμερα σε μία πολιτική χρονικότητα παρόμοια με τον ενάμιση αιώνα που χώρισε την Αγγλική Επανάσταση από τη Γαλλική. Η υπομονή και η ειρωνεία, όπως έλεγε ο Λένιν, είναι περισσότερο παρά ποτέ επαναστατικές αρετές.

Για να επισπευσθεί το πέρασμα του χρόνου, πρέπει να στηθούν μία σειρά από «πυλώνες». Θα ξεχωρίσουμε τρείς από τους πιό σημαντικούς.

Ένα δομικό χαρακτηριστικό των σύγχρονων κριτικών στοχαστών είναι οι ισχνές τους σχέσεις με τέτοια κινήματα. Για να ξαναβρεθεί μια αληθινή «στρατηγική ορθολογικότητα» –η έκφραση είναι του Ντανιέλ Μπενσαΐντ–, το χάσμα αυτό ανάμεσα σε στοχαστές και κινήματα πρέπει απαραιτήτως να γεφυρωθεί

Ο πρώτος είναι το ζήτημα της στρατηγικής

Οι σύγχρονες κριτικές θεωρίες βαρύνονται με την απουσία στοχασμού επί του θέματος. Αυτό εξηγείται από δύο παράγοντες τουλάχιστον. Κατ’ αρχάς, για να σκεφτούμε και να δράσουμε στρατηγικά, πρέπει να έχουμε από τα πριν μια λίγο-πολύ ακριβή περιγραφή του κόσμου στον οποίο παρεμβαίνουμε. Αυτός όμως εξελίσσεται σήμερα τόσο γρήγορα και οι γενικές συντεταγμένες του είναι τόσο δύσκολο να καθοριστούν, ώστε απέχουμε ακόμα πολύ από το να διαθέτουμε μια πιστή αναπαράσταση της πραγματικότητας που θα μας επιτρέψει να θέσουμε τα ορόσημα μιας συνεκτικής στρατηγικής για τον κοινωνικό μετασχηματισμό. Επιπλέον μια στρατηγική αναπτύσσεται πάντα σε αλληλεπίδραση με κοινωνικά και πολιτικά κινήματα. Όπως είδαμε, όμως, ένα δομικό χαρακτηριστικό των σύγχρονων κριτικών στοχαστών είναι οι ισχνές τους σχέσεις με τέτοια κινήματα. Για να ξαναβρεθεί μια αληθινή «στρατηγική ορθολογικότητα» –η έκφραση είναι του Ντανιέλ Μπενσαΐντ–, το χάσμα αυτό ανάμεσα σε στοχαστές και κινήματα πρέπει απαραιτήτως να γεφυρωθεί.

Μια γόνιμη στρατηγική κατεύθυνση έχει σκιαγραφηθεί από τον Ετιέν Μπαλιμπάρ, ο οποίος υποστηρίζει ότι η μεγάλη «συνάντηση που δεν έγινε» τον 20ό αιώνα ήταν αυτή ανάμεσα στους δύο μεγαλύτερους επαναστάτες «θεωρητικούς-πρακτικούς», τον Λένιν και τον Γκάντι. Δεν αποκλείεται από τη διασταύρωση των προσεγγίσεών τους να αναδυθεί στο μέλλον ένα νέο στρατηγικό μοντέλο. Θα ήταν απλουστευτικό να τοποθετήσουμε τον Λένιν στο στρατόπεδο της εξεγερτικής βίας και τον Γκάντι στο στρατόπεδο της απόλυτης μη βίας, έστω και μόνο επειδή η ανεξαρτησία της Ινδίας προκάλεσε βιαιότητες μεγάλης κλίμακας και τελικά τη διαίρεση της χώρας, ενώ η επαναστατική βία του Λένιν εγγραφόταν σε μια «γενική οικονομία της βίας» στη Ρωσία και στην Ευρώπη που ήταν πολύ προγενέστερη της Οκτωβριανής Επανάστασης. Αυτό είναι όλο το νόημα του συνθήματος του Λένιν για το «μετασχηματισμό του ιμπεριαλιστικού πολέμου σε επαναστατικό εμφύλιο πόλεμο». Ταυτόχρονα, η ενσωμάτωση των αρχών του Γκάντι στο πλαίσιο μιας ανακαινισμένης στρατηγικής ορθολογικότητας θα επέτρεπε να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι η βία όχι μόνο έχει πάντα ένα ανθρώπινο και κοινωνικό τίμημα, αλλά και αντανακλάται στην ίδια την ταυτότητα εκείνων που την χρησιμοποιούν. Η ιδέα αυτή, υποστηρίζει ο Μπαλιμπάρ, είναι ξένη στο μαρξισμό, του οποίου η θεώρηση για τη βία υπήρξε πρωτίστως τακτικιστική, όχι οντολογική. Η συμπερίληψη μιας μορφής «πολιτικής ανυπακοής» στην ατζέντα των κριτικών θεωριών θα αναδείκνυε επίσης τον ολοένα πιο ιδεολογικό ή πολιτισμικό χαρακτήρα των κοινωνικών αγώνων. Ο Γκάντι ήταν μετρ στην τέχνη του «πολέμου θέσεων», για να θυμηθούμε την έκφραση του Γκράμσι, και από τη δεξιοτεχνία του στο χειρισμό των συμβόλων θα μπορούσαν να αντληθούν πολλά διδάγματα.

Ο Ντανιέλ Μπενσαΐντ, ο στρατηγικότερος από τους κριτικούς στοχαστές της εποχής μας, αφιέρωσε την τελευταία ικμάδα των δυνάμεών του, πριν από το θάνατό του το 2010, στην επανένωση των νημάτων της στρατηγικής σκέψης, ανατρέχοντας κλασικές μαρξιστικές συζητήσεις αλλά και κάνοντας τον απολογισμό των επαναστατικών και αντεπαναστατικών εμπειριών στη Λατινική Αμερική το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα (Χιλή, Βραζιλία, Αργεντινή, Νικαράγουα…), μια ήπειρο με την οποία συνδέθηκε στενά ως μάχιμος αγωνιστής. Κατά τον Μπενσαΐντ, δύο μεγάλες «στρατηγικές υποθέσεις» διατρέχουν το εργατικό κίνημα από τη γέννησή του μέχρι την πτώση του Τείχους του Βερολίνου: η «εξεγερτική γενική απεργία» και ο «παρατεταμένος λαϊκός πόλεμος». Η πρώτη εμπνέεται κυρίως από την Κομμούνα του Παρισιού και από τη Ρώσικη Επανάσταση. Εκτυλίσσεται σε αστικό περιβάλλον, έχει ως κύριο (αλλά όχι αποκλειστικό) φορέα την εργατική τάξη και αποσκοπεί να πάρει τον έλεγχο μιας πρωτεύουσας και των κέντρων εξουσίας που βρίσκονται σε αυτή. Η δεύτερη υπόθεση εμπνέεται περισσότερο από τις επαναστάσεις της Κίνας και του Βιετνάμ, επηρέασε δε σημαντικά το τριτοκοσμικό κίνημα. Συνεπάγεται μια εδαφική δυαδικότητα που εκφράζεται σε «απελευθερωμένες ζώνες» και προϋποθέτει ένα χωροχρόνο πιο διεσταλμένο απ’ ό,τι η πρώτη υπόθεση. Όλες οι επαναστάσεις του 20ού αιώνα, λέει ο Μπενσαΐντ, συνδύασαν σε διαφορετικές αναλογίες τις δύο αυτές υποθέσεις. Οι επαναστάσεις στον αραβικό κόσμο που ξέσπασαν από τα τέλη του 2010 και μετά δείχνουν την επικαιρότητα αυτού του αναλυτικού πλαισίου, καθώς συνδύασαν εδαφικές αποσχίσεις και την ανάδυση αυτόνομων τοπικών κυβερνήσεων με εξεγέρσεις στα μεγάλα αστικά κέντρα.

Το κρίσιμο ερώτημα είναι αν οι υποθέσεις αυτές θα συνεχίσουν να δομούν την επαναστατική πολιτική τον 21ο αιώνα, ιδίως στις χώρες όπου υπάρχουν δημοκρατικές-κοινοβουλευτικές παραδόσεις ηλικίας ενός και πλέον αιώνα. Οι αραβικές επαναστάσεις στα τέλη του 2010 και τις αρχές του 2011 έγιναν προφανώς ενάντια σε δικτατορίες, όχι ενάντια σε φιλελεύθερες δημοκρατίες. Ο Μπενσαΐντ μάλλον δεν έδωσε στο πρόβλημα αυτό τη σημασία που του αρμόζει, μολονότι οι δεκαετίες του 1980 και του 1990 τού έδωσαν αφορμή να αντιπαρατεθεί στις θέσεις του «κριτικού ευρωκομμουνισμού» (Πουλαντζάς, Μπυσί-Γκλυκσμάν) και σε άλλες παραλλαγές του νεογκραμσιανισμού (ιδιως αυτή των Λακλάου και Μουφ). Εν πάση περιπτώσει, η έννοια της «στρατηγικής κρίσης» είναι κομβική για τον Μπενσαΐντ, όπως ήταν και για τον Λένιν. Η κρίση είναι η κατεξοχήν στιγμή που σπάζει ο «σιδηρούς κλωβός» του φετιχισμού του εμπορεύματος και ανοίγεται το πεδίο των δυνατοτήτων. Αυτός ο στοχασμός της κρίσης καταλήγει εντελώς φυσικά για τον Μπενσαΐντ στην κεντρικότητα αυτού που ονομάζει «κόμμα-στρατηγός». Για να αξιοποιηθούν οι ιστορικές ευκαιρίες που δημιουργεί η κρίση, είναι απαραίτητη η οργάνωση. Όπως λέει ο Μπενσαΐντ σε μια ευφυή διατύπωση, από αυτές στις οποίες ήταν μάστορας, «το κόμμα δεν είναι μόνο το αποτέλεσμα μιας σωρευτικής εμπειρίας, ούτε ο ταπεινός παιδαγωγός που αναλαμβάνει να οδηγήσει τους προλετάριους από το σκοτάδι της άγνοιας στο φως του ορθού λόγου. Γίνεται ένας στρατηγικός παράγοντας, ένα είδος κιβώτιου ταχυτήτων και συμπλέκτη της πάλης των τάξεων».

Μένει βέβαια να καθοριστεί πώς πρέπει να είναι ένα κόμμα που συνενώνει τους καταπιεσμένους –ακριβέστερα, τα θύματα κάθε λογής καταπίεσης– προσαρμοσμένο στις προκλήσεις του 21ου αιώνα.

Ένα ενδιαφέρον ερώτημα είναι αν η ριζοσπαστική οικολογία θα αναπτυχθεί σε βάσεις ανεξάρτητες από το μαρξισμό προτείνοντας για παράδειγμα, μια αρχή «αποανάπτυξης» ξένη σε αυτόν, ή αν θα συνίσταται σε μια επεξεργασία της μαρξικής υλιστικής αξιωματικής, όπως πιστεύουν ορισμένοι συγγραφείς που ξαναδιαβάζουν τον Μαρξ υπό το πρίσμα των οικολογικών προβληματικών

Ένας δεύτερος πυλώνας είναι το οικολογικό ζήτημα.

Στο βιβλίο, δεν δώσαμε σε αυτό το ζήτημα τη σημασία που του αρμόζει. Ο λόγος είναι εν μέρει ότι, αν και πρόκειται για έναν τομέα που ανθεί σήμερα, η πολιτική οικολογία δεν έχει βγάλει ακόμα τον δικό της Μαρξ. Με άλλα λόγια, δεν έχει αναδείξει έναν ή περισσότερους στοχαστές που θα επιτελέσουν τις δύο θεμελιώδεις κινήσεις στις οποίες επιδόθηκε ο Μαρξ. Αφενός, παρήγαγε μια (την πρώτη) γενική θεωρία αυτής της ολικής «κοινωνικής σχέσης» που είναι ο καπιταλισμός, ενοποιώντας σε μια μόνο αναλυτική κίνηση όλες τις διαστάσεις της – οικονομική, πολιτική, πολιτισμική, γεωγραφική, επιστημολογική. Αφετέρου, ο Μαρξ και οι μαρξιστές έκαναν τις θεωρίες τους πολιτικά αποτελεσματικές, δηλαδή τις έκαναν να ενσαρκωθούν σε πραγματικά κοινωνικά και πολιτικά κινήματα. Ασφαλώς, ο ίδιος ο Μαρξ είναι προϊόν μιας μακράς ιστορίας, ενώ η πολιτική οικολογία είναι ακόμα νέα. Είναι όμως απαραίτητο να εμφανιστεί τα επόμενα χρόνια μια ριζοσπαστική οικολογία που θα επιτελέσει για λογαριασμό της τις δύο αυτές κινήσεις. Εξυπακούεται ότι, για να το επιτύχει αυτό, θα πρέπει να είναι κάτι εντελώς διαφορετικό από ό,τι πουλιέται σήμερα με αυτή την επωνυμία στην εκλογική αγορά. Ένα ενδιαφέρον ερώτημα είναι αν η ριζοσπαστική οικολογία θα αναπτυχθεί σε βάσεις ανεξάρτητες από το μαρξισμό προτείνοντας για παράδειγμα, μια αρχή «αποανάπτυξης» ξένη σε αυτόν, ή αν θα συνίσταται σε μια επεξεργασία της μαρξικής υλιστικής αξιωματικής, όπως πιστεύουν ορισμένοι συγγραφείς που ξαναδιαβάζουν τον Μαρξ υπό το πρίσμα των οικολογικών προβληματικών.

Ένας τρίτος πυλώνας είναι η άνοδος και η αυτονόμηση των κριτικών θεωριών σε ό,τι συνηθιζόταν άλλοτε να λέγεται «περιφέρεια» του νεότερου κόσμου.

Μια υπόθεση που διατρέχει όλο αυτό το βιβλίο είναι ότι, από το τελευταίο τρίτο του 20ού αιώνα, οι κριτικές θεωρίες τείνουν να διασκορπίζονται στις τέσσερις γωνιές του πλανήτη. Η κατάσταση αυτή είναι νέα, καθώς τέτοιες θεωρίες ήταν μέχρι πρότινος μονοπώλιο –όχι αποκλειστικό, βέβαια– της «γηραιάς ηπείρου». Η παγκοσμιοποίηση των κριτικών θεωριών έχει ωστόσο το προβληματικό χαρακτηριστικό ότι, προς το παρόν, είναι αδιαχώριστη από την αμερικανοποίησή τους. Η ελκυστικότητα (όχι μόνο σε οικονομικό επίπεδο, αλλά και από την άποψη της καταξίωσης και της διεθνούς κυκλοφορίας των έργων) των Ηνωμένων Πολιτειών είναι τόσο μεγάλη ώστε, όποια και αν είναι η καταγωγή των στοχαστών –Λατινική Αμερική, Ινδία, Κίνα, Αφρική…–, δύσκολα μπορούν να της αντισταθούν. Είναι πιθανόν όμως η αμερικανοποίηση της κριτικής σκέψης να φέρει τα σπέρματα της πολιτικής εξουδετέρωσής της. Οι ΗΠΑ σίγουρα δεν είναι η πολιτική έρημος που περιγράφουν μερικές φορές οι Ευρωπαίοι. Υπάρχουν εκεί ισχυρά κοινωνικά κινήματα, ανάμεσα στα οποία το κίνημα των ισπανόφωνων μεταναστών χωρίς χαρτιά που εμφανίστηκε τα τελευταία χρόνια. Το πρόβλημα έγκειται περισσότερο στην κατάσταση των πανεπιστημίων και των πελατών τους, που τείνουν λόγω του ελιτίστικου χαρακτήρα τους να αποκόπτονται κοινωνικά και χωρικά από την υπόλοιπη κοινωνία. Αυτός ο κοινωνικο-χωρικός απομονωτισμός των αμερικανικών πανεπιστημιακών ιδρυμάτων περιορίζει αντιστοίχως τις πιθανότητες αλληλεπίδρασης μεταξύ των κριτικών στοχαστών και των κοινωνικοπολιτικών κινημάτων που προαναφέραμε. Υπό αυτό το πρίσμα, είναι αναγκαία μια παγκοσμιοποίηση της κριτικής σκέψης ανεξάρτητη από την αμερικανοποίησή της. Αν και μια πραγματικά πολυπολική τάξη στο χώρο των κριτικών θεωριών απέχει ακόμα πολύ από την πραγμάτωσή της, η χαρτογραφία μας υποδηλώνει ότι δεν αποκλείεται να γεννηθεί κάποια στιγμή μέσα στις επόμενες δεκαετίες ή στους επόμενους αιώνες.

Διαβάστε επίσης:
Το Αριστερό Ημισφαίριο | Παρουσίαση του βιβλίου του Ρασμίγκ Κεουσεγιάν

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!