Για τη σύγκληση του κοινού Συμβουλίου Ελλάδας – Τουρκίας

 

Το Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας Ελλάδας-Τουρκίας, με εκπροσώπηση μάλιστα των δύο χωρών σε επίπεδο πρωθυπουργών έχει προγραμματιστεί για τις 5 και 6 Δεκεμβρίου στην Αθήνα.

Ποιος είναι ο ρόλος αυτού του Συμβουλίου που διαφημίζεται σαν θεσμός προάσπισης της συνεργασίας και της ειρήνης στην περιοχή; Στην πραγματικότητα, πρόκειται για θεσμό που εγκαινιάστηκε από τον Γ. Παπανδρέου στο πλαίσιο της «κατευναστικής», και στην πραγματικότητα ενδοτικής, πολιτικής του. Σημειώνεται ότι για πρώτη φορά το Συμβούλιο Συνεργασίας συγκλήθηκε τον Μάιο του 2010, μια βδομάδα περίπου μετά την υπογραφή του πρώτου Μνημονίου από την κυβέρνηση Παπανδρέου, ενώ για δεύτερη φορά συνεδρίασε το 2013.

Ο θεσμός που, υποτίθεται, ότι σκοπεύει στην καλύτερη σχέση των δύο πλευρών και την προώθηση της συνεργασίας τους σε μια σειρά θέματα, είναι φανερό ότι σε τίποτα δεν έχει περιορίσει την επιθετικότητα και τις επιδιώξεις της Άγκυρας, κάτι που γίνεται φανερό ιδιαίτερα το τελευταίο διάστημα.

Τι εξυπηρετεί ειδικά αυτή την περίοδο η τρίτη συνεδρίαση του Συμβουλίου και η επίσκεψη Νταβούτογλου στην Αθήνα; Τη στιγμή που είναι σε πλήρη εξέλιξη οι παραβιάσεις της κυπριακής ΑΟΖ και η παρουσία του τουρκικού «Μπάρμπαρος» στα Νότια του νησιού;

Υπενθυμίζουμε ότι το κοινό Υπουργικό Συμβούλιο είχε εξαγγελθεί ήδη από τον Ιούλιο του 2013 για το πρώτο εξάμηνο του 2014 και στις αρχές της ελληνικής προεδρίας της Ε.Ε. Είχε, όμως, παραπεμφθεί στις καλένδες και δεν προγραμματίζονταν η σύγκλισή του αφού, εκτός των άλλων, καμιά ιδιαίτερη υπόθεση ή συμφωνία δεν υπήρχε στο προσκήνιο.

Είναι φανερό ότι η ελληνική κυβέρνηση έσπευσε να πραγματοποιήσει το Συμβούλιο Συνεργασίας, χωρίς να αναμένει κάτι από αυτό, πέρα από τον «κατευνασμό» της Άγκυρας μετά τις ενέργειες αλλά και τις απειλές της σε μια σειρά μέτωπα, με αφορμή την κυπριακή ΑΟΖ. Ακόμα, οι επαφές των δύο πλευρών γίνονται μέσα στο πλαίσιο των πιέσεων των μεγάλων δυνάμεων για ψυχραιμία και σύνεση, προκειμένου να επικεντρωθούν όλοι στα «βασικά μέτωπα» της Δύσης, στην Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή.

Χαρακτηριστική είναι η προκλητική στάση του ειδικού συμβούλου του γ.γ. του ΟΗΕ για το Κυπριακό Έσπεν Μπαρθ Άιντε. Αλλά και του ίδιου του γενικού γραμματέα του Οργανισμού Μπαν Γκι-μουν που κατά την πρόσφατη συνάντησή του με τον Τούρκο πρωθυπουργό, στο πλαίσιο της Συνόδου του G-20 στην Αυστραλία συνομίλησε μαζί του για την πορεία του κυπριακού ζητήματος, χωρίς καμιά αναφορά στις τουρκικές παραβιάσεις.

Τι άλλο, λοιπόν, μπορεί να εξυπηρετήσει η συνάντηση των δύο πλευρών αυτή τη στιγμή, πέρα από το να δώσει ένα βήμα στην Τουρκία ώστε να επαναλάβει τις αξιώσεις της και να εμφανιστεί ως συνομιλητής την στιγμή που καταπατά κάθε έννοια διεθνούς δικαίου; Τη στιγμή που το «Μπάρμπαρος» παραμένει εν πλω, αλλά και αφήνεται ανοιχτό το ενδεχόμενο η παρουσία του να παραταθεί, ακόμα και μετά τα τέλη Δεκεμβρίου, όπως είχε αρχικά οριστεί. Αδυνατίζοντας κάθε ενδεχόμενο μέσο πίεσης ενόψει του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου που συνεδριάζει λίγες μέρες μετά. Τη στιγμή που ο Αχμέτ Νταβούτογλου έρχεται στην Αθήνα χωρίς καμιά πίεση να προβεί σε οποιαδήποτε ενέργεια αποκλιμάκωσης, ενώ μάλιστα επιθετικά δηλώνει (στην κρατική τηλεόραση TRT) ότι θα θέσει στους Έλληνες συνομιλητές του το Κυπριακό και τις τουρκικές απαιτήσεις.

Ενδεικτικές είναι οι αναφορές ακόμα και κύκλων του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών που χαρακτηρίζουν κίνηση-ρίσκο τη σύγκληση του Συμβουλίου, με δεδομένες αυτές τις συνθήκες, ενώ κανένα σοβαρό επιχείρημα δεν έχει ακουστεί από όσους έσπευσαν να οργανώσουν και προετοιμάζουν την συνάντηση.

Σε αυτές τις συνθήκες, η στάση απέναντι στην πραγματοποίηση του Συμβουλίου Συνεργασίας και την επίσκεψη Νταβούτογλου με τους όρους που γίνεται, από τη σκοπιά των συμφερόντων του λαού και της χώρας, οφείλει να είναι αρνητική.

 

Τ.Τ.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!