Της Ιφιγένειας Καλαντζή.  Η Περιφέρεια Αττικής, σε συνεργασία με την Ταινιοθήκη της Ελλάδος, διοργάνωσε πρόσφατα το 1ο Κινηματογραφικό Αφιέρωμα «Κοινωνία σε κρίση», στο θερινό κινηματογράφο cine Αττικόν«Θόδωρος Αγγελόπουλος», με δωρεάν προβολές.

Δεν είναι τυχαίο που δύο από τις συνολικά έξι ταινίες που προβλήθηκαν, τοποθετούνται στα χρόνια της μεγάλης οικονομικής ύφεσης στην Αμερική, περιγράφοντας καταστάσεις ανάλογες με τη σημερινή: «Τα σταφύλια της οργής» του Τζον Στάινμπεκ, σε κινηματογραφική μεταφορά από τον Τζον Φορντ (1940), και «Σκιές και σιωπή» του Ρόμπερτ Μάλιγκαν (1962), κινηματογραφική μεταφορά του ομώνυμου βιβλίου της Χάρπερ Λη.
Σχολιάζοντας την πρώτη, να τονίσουμε ότι το θρυλικό, βραβευμένο με Πούλιτζερ, βιβλίο του Στάινμπεκ είναι ήδη προσανατολισμένο στις σοσιαλιστικές ιδέες ενός συγγραφέα που ασχολήθηκε με την κατατρεγμένη αγροτιά. Στα χέρια όμως του Τζον Φορντ, γνωστού από τα κλασικά γουέστερν με τον Τζον Γουέιν, έγινε αριστουργηματική ταινία που κέρδισε δυο Όσκαρ, εισάγοντας έναν άνεμο κοινωνικού ρεαλισμού στο Χόλιγουντ. Στο επίκεντρο βρίσκεται μια από τις αγροτικές οικογένειες, που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τη γη των πατεράδων τους, όταν εταιρίες, ελεγχόμενες από Τράπεζες, αποφάσισαν να αντικαταστήσουν τους αγρότες με τρακτέρ. Ο Τομ, που τον υποδύεται ο νεαρός τότε Χένρι Φόντα, επιστρέφει μετά την αποφυλάκισή του στο σπίτι του, στην Οκλαχόμα και αντικρίζει, ένα ρημαγμένο τοπίο. Η οικογένειά του, μαζί με τις άλλες φαμίλιες της περιοχής, έχουν πάρει το δρόμο της προσφυγιάς, δυτικά προς την Καλιφόρνια, τη γη της επαγγελίας, όπως έχει διαδοθεί από ένα ύποπτο φυλλάδιο. Ο Τομ τους προλαβαίνει και συνεχίζουν αυτό το μακρινό ταξίδι, με ένα παλιό καμιόνι, που σέρνεται από το υπερβολικό βάρος.
Γρήγορα, όμως, αποδεικνύεται ότι το όνειρο της Καλιφόρνια είναι μια απάτη. Αυτό που τους περιμένει είναι άγρια εργασιακή εκμετάλλευση και άθλιες συνθήκες διαβίωσης. Τη μια μέρα ο μόχθος ανταμείβεται με 5 δεκάρες και την επόμενη με τα μισά, αφού η προσφορά χεριών γίνεται πολλαπλάσια. Τότε, συνειδητοποιούν πως μόνο με τη συσπείρωση και την κοινή πάλη θα μπορούσαν να διεκδικήσουν μια καλύτερη ζωή. Η κοινωνική αλληλεγγύη που αναπτύσσεται, οδηγεί νομοτελειακά και στην πολιτική συνειδητοποίηση του ήρωα.
Ο Τζον Φορντ, φημισμένος για τα μεγάλα ανοιχτά πλάνα του στα γουέστερν, ξεκινάει την ασπρόμαυρη ταινία του μ’ ένα όμορφο εισαγωγικό πλάνο, πρόδρομο του νεορεαλισμού, με τον πρωταγωνιστή να προχωράει σ’ έναν έρημο χωματόδρομο, ιδωμένο με προοπτική προς το βάθος, με τα ακανόνιστα τηλεφωνικά καλώδια να τέμνουν το συννεφιασμένο ουρανό. Σε μια αναδρομή στο παρελθόν, όταν οι αγρότες προσπαθούν οπλισμένοι να αντιμετωπίσουν την απειλητική επέλαση των τρακτέρ, ανακαλύπτουν ότι τα οδηγούν αγρότες από την περιοχή τους. Η εξαθλίωση προσφέρει πάντα καλοθελητές. Μετά την ισοπέδωση των παραπηγμάτων τους, ο σκηνοθέτης στέκεται για λίγο σ’ ένα πλάνο, όπου η σκιά των άστεγων, πλέον, αγροτών πέφτει πάνω στα χνάρια των τρακτέρ στο χώμα, υπογραμμίζοντας την απελπισία τους και την κατάφορη αδικία.
Ο Φορντ, επηρεασμένος από τη σοβιετική σχολή, κινηματογραφεί τους εξαθλιωμένους αγρότες από κάτω προς τα πάνω, χαρίζοντας μεγαλοπρέπεια, που ανυψώνει τη λαϊκή καταγωγή. Από την άλλη, τοποθετεί συχνά τον ορίζοντα ψηλά, διευρύνοντας τη θέα του φυσικού περιβάλλοντος, με τις αχανείς εκτάσεις και τις λεπτομέρειες από τους βρώμικους αγροτικούς καταυλισμούς, τοποθετώντας ταξικά τους άθλιους αυτής της γης.
Η ταινία άγγιξε τους θεατές. Οι συζητήσεις στο διάλλειμα περιστρέφονταν γύρω από τις ομοιότητες με το σήμερα. Το ξεσπίτωμα από εταιρίες που ανήκουν σε Τράπεζες, και η εκμετάλλευση, με την ανεξέλεγκτη μείωση του μεροκάματου, είναι και σημερινά βιώματα, ενώ η απίστευτη φτώχεια που περιγράφεται στην ταινία, ίσως να προδιαγράφει απειλητικά όσα μας περιμένουν.
Αυτή η αξιόλογη επιλογή περιστοιχίζεται από μια ευρύτερη προσπάθεια, τούτες τις μέρες της κρίσης, με αντίστοιχες πρωτοβουλίες σε κοινωνικά στέκια και καταλήψεις στέγης, όπου προβάλλονται, δωρεάν, πολιτικά προσανατολισμένες ταινίες. Σε μια περίοδο που όλα μοιάζουν να έχουν βαλτώσει, τέτοιες πρωτοβουλίες τροφοδοτούν γόνιμες συζητήσεις, ψήγματα μιας μορφής αντίστασης. Αξίζει να τις αγκαλιάσουμε.
* H Ιφιγένεια Καλαντζή είναι κριτικός Κινηματογράφου

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!