Διαβάστε το Μέρος Α’ 

Του Δημήτρη Α. Τραυλού – Τζανετάτου

«Ναι, πρέπει να είμαστε αντικαπιταλιστές, αν θέλουμε σοβαρά να ασκήσουμε οικολογική πολιτική»
Johano Strasser, Gibt es einen grünen Marx?, 1.10.2014, NGFH, No 10/2017

1. Ανεξαρτήτως όλων αυτών και παρά τις όποιες ενδοσυστημικές κριτικές παρατηρήσεις για την ανάγκη βελτίωσης του κυρίαρχου πράσινου ενεργειακού μοντέλου επί το ορθολογικότερο και αποτελεσματικότερο, πρέπει να σημειωθεί ότι μία, όχι ασήμαντη, όπως συνήθως παρουσιάζεται, μερίδα ειδικών διατυπώνει σοβαρές επιφυλάξεις που αφορούν τόσο το, βασικά διέπον το μοντέλο και τον όλο σχεδιασμό του, γενεσιουργό αίτιο όσο και την ίδια την εξελικτική πορεία της κλιματικής αλλαγής. Πιο συγκεκριμένα πρέπει εντελώς συνοπτικά να τονιστούν τα εξής: Όπως ήδη σημειώθηκε, σύμφωνα με την, στηρίζουσα το πράσινο ενεργειακό μοντέλο ως ανεπίδεικτη αμφισβήτησης και αναχθείσα σε δόγμα ερμηνεία του φαινομένου της κλιματικής αλλαγής, ο πλανήτης οδεύει προς υπερθέρμανση. Βασικό δε αίτιο της εξέλιξης αυτής θεωρούνται οι εκπομπές πρωτίστως διοξειδίου του άνθρακα και δευτερευόντως μεθανίου, που εκλύονται από την χρήση και καύση των ορυκτών καυσίμων (κυρίως άνθρακα και πετρελαίου), οι οποίες πρέπει μέχρι το 2050, σύμφωνα με τις προβλέψεις της Πράσινης Ευρωπαϊκής Συμφωνίας, οι οποίες πρέπει να έχουν μηδενιστεί. (βλ. σχετικά Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία).

Αξίζει, πάντως, στη θέση αυτή να σημειωθεί, ότι το ζήτημα της κλιματικής αλλαγής δεν τέθηκε πρώτα από τους σύγχρονους περιβαντολόγους και οικολόγους. Η κλιματική αλλαγή, ως φαινόμενο, συνδεόμενο άρρηκτα και διαχρονικά με την γεωφυσική και γεωλογική εξέλιξη του πλανήτη, ιδίως δε ως προς τις κινήσεις των παγετώνων υπήρξε αντικείμενο μελέτης ήδη από τον 17ο αιώνα (βλ σχετικά: Α. Φώσκολου, Κλιματική αλλαγή: Πώς η πολιτική έχει εργαλειοποιήσει τη φύση, Slpress, 10.08.2021). Από δε τις αρχές του περασμένου αιώνα, άρχισαν οι συστηματικότερες μετρήσεις βασικών κλιματικών δεικτών, όπως είναι η θερμοκρασία, η στάθμη της θάλασσας και οι κινήσεις των παγετώνων. Οι παρατηρήσεις δε των τελευταίων 50 χρόνων κατέδειξαν μια άνοδο της θερμοκρασίας, η οποία αποδόθηκε βασικά σε ανθρωπογενείς παρεμβάσεις (βλ σχετικά A. Rose / fotalia.com, beobachteter Klima-wandel). Παρατηρητέον, ωστόσο, η αυξητική αυτή τάση δεν είναι απαλλαγμένη από διακυμάνσεις και παλινδρομήσεις (βλ. σχετικά Häufige Fragen zum Klimawandel).

2. Όπως ήδη προαναφέρθηκε, το κυρίαρχο μοντέλο αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής προσκρούει σε σημαντικές. Πιο συγκεκριμένα: Πρώτον αμφισβητείται, αν και κατά πόσον η, εκλαμβανόμενη ως δεδομένη, εξέλιξη προς υπερθέρμανση του πλανήτη (φαινόμενο του θερμοκηπίου), η οποία απειλεί με «βιβλικές καταστροφές», είναι βασικά αποτέλεσμα των ανθρωπογενούς προέλευσης εκπομπών διοξειδίου του άνθρακος ή αν οφείλεται σε άλλα φυσικά αίτια, όπως πχ στην συμπεριφορά του ήλιου. Πολλώ μάλλον όταν η συμβολή στην εκπομπή διοξειδίου του άνθρακος άλλων παραγόντων (πχ ωκεανών, ηφαιστείων, δασικών πυρκαγιών κλπ) είναι πολύ μεγαλύτερη από την οφειλόμενη στην καύση των ορυκτών καυσίμων (βλ. σχετικά Α. Φώσκολου, Πόσο ευθύνονται οι υδρογονάνθρακες για την άνοδο της θερμοκρασίας, Slpress, 13.09.2021. Για τους διάφορους φυσικούς επηρεάζοντες το κλίμα παράγοντες βλ. αναλυτικότερα J. Tolzmann, So funktioniert der natürliche Klimawandel, 29.04.202, , αντίθετη πάντως η πλειοψηφία των ειδικών βλ. ενδεικτικά H.Lesch, Ist die Sonneschuld am Klimawandel?). Σημειωτέον, εξάλλου, ότι Ελβετοί ερευνητές υποστηρίζουν πως η συμπεριφορά του ήλιου οδηγεί σε μια επιβράδυνση της ανόδου της θερμοκρασίας, (βλ. σχετικά L.Gianesi, Die Sonne verlangsamt den Klimawandel – sagen, Schweizer Forscher)

Εξάλλου από μερίδα ερευνητών αμφισβητείται επίσης, αν τελικά ο πλανήτης οδηγείται σε υπερθέρμανση (φαινόμενο θερμοκηπίου) ή αντιθέτως σε ψύξη. Προς δε επίρρωση των ισχυρισμών αυτών παραπέμπουν στη κίνηση των παγετώνων, ιδίως την Ανταρκτική (βλ σχετικά Α. Φώσκολου, Η άλλη, ανομολόγητη κλιματική αλλαγή – αντί για υπερθέρμανση ψύξη, Slpress, 20.04.2020, βλ επίσης σχετικά στοιχεία σε: realclimatescience.com, βλ. ακόμα C. Knoop, Diese gruseligen NASA – Bilder bedeuten nichts Gutes: Eine neue Eiszeit Könnte bevorstehen, 19.09.219).

3. Πάντως, ανεξαρτήτως των όποιων αμφισβητήσεων του εφαρμοζόμενου μοντέλου της πράσινης ενέργειας, που βεβαίως δεν περιορίζεται στο 3% (!) όπως υποστηρίζεται από τους θιασώτες του, η σοβαρή διατάραξη των σχέσεων ανθρώπου-φύσης λόγω μιας συχνά αλόγιστης, βουλιμικής και καταστροφικής ανθρωπογενούς παρέμβασης, οφειλόμενης στην φετιχοποίηση της ανάπτυξης και της επιστημονικοτεχνικής επανάστασης που διέπουν το κυρίαρχο καπιταλιστικό σύστημα, αλλά όχι μόνον, είναι γεγονός αναμφισβήτητο. Η δε ανάγκη ανάσχεσης της εξέλιξης αυτής, ανεξαρτήτως αν οδηγεί ή όχι σε μία σταθερή, βιώσιμη κλιματική αλλαγή είναι επιτακτική. Έτσι τα όποια μέτρα προστασίας του περιβάλλοντος για την αποφυγή περαιτέρω βλαπτικών παρεμβάσεων είναι βεβαίως ευπρόσδεκτα και άξια υποστήριξης. Πολλώ μάλλον όταν αποτελεί πλέον κοινό τόπο η επισήμανση ότι η μόλυνση του περιβάλλοντος απειλεί σοβαρά την υγεία και τη ζωή του ανθρώπου. Η παρατήρηση αυτή είναι ιδιαιτέρως κρίσιμη σε περιόδους πανδημίας, όπως η σημερινή. Τούτο δε καθώς δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι η ρύπανση της ατμόσφαιρας πέραν του ότι καθιστά πιο ευάλωτο τον άνθρωπο σε ιογενείς μολύνσεις, αποτελεί πρόσφορο έδαφος για την εμφάνιση ενός ιού (βλ σχετικά J. Schmidt-Chanasit, Corona-Krise: Wie hängen Pandemie, Umweltzerstörung und Klimawandel zusammen?, 29.1.2020, www.bpb.de/).

4. Βεβαίως, δεν πρέπει να καλλιεργούνται αυταπάτες για την εμβέλεια και την δυναμική του όποιου πράσινου new deal. Τούτο δε, καθώς, παρ’ όλες τις διακηρύξεις, τις μεγαλοστομίες, τις όποιες «αγαθές προθέσεις», την όποια «αυτοκριτική» και προσπάθεια «αυτοαποενοχοποίησης» και τέλος τις όποιες θετικές στο περιβάλλον και το κλίμα επιπτώσεις του, δεν παύει να υπηρετεί τελικά τις ανάγκες και τις νομοτέλειες του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής (βλ σχετικά αντί άλλων Naomi Klein, u.a., Entscheidung: Kapitalismus vs Klima, 2016). Υπό το αξιολογικό αυτό πρίσμα η «νέα κλιματική οικονομία», ακόμη και στην πλέον φιλική προς το περιβάλλον εκδοχή της, εντάσσεται στην θεωρούμενη ως επιτακτικά αναγκαία για την επιβίωση του ίδιου του συστήματος «μεγάλη επανεκκίνηση» των K. Shwab και K. Malleret (εκδ. Λιβάνη, 2021, βλ κριτική Τραυλού – Τζανετάτου, Ψηφιακός καπιταλισμός και εργασία στον αστερισμό της πανδημίας, 2021, σ. 51-95), δηλαδή στην σχεδιαζόμενη, απαλλαγμένη υποτίθεται από τις ακρότητες της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, καπιταλιστική αναδιάρθρωση (πρβλ P. Artus / M-P Virard, Η τελευταία ευκαιρία του καπιταλισμού, 2021, σ. 198 επ.). Δεν είναι έτσι τυχαίο το γεγονός ότι επίλεκτη θέση στο αφήγημα της αυτό κατέχει η «περιβαλλοντική επανεκκίνηση» (σ. 142-162).

Αποκαλυπτική πάντως της σχέσης πανδημίας και κλιματικής αλλαγής, ειδικότερα δε της θετική ή αρνητικής επίπτωσης της πανδημίας στην υλοποίηση του σχεδίου της καπιταλιστικής ανασυγκρότησης είναι η τοποθέτηση των συγγραφέων. Έτσι παρά τον διατυπωνόμενο φόβο, ότι η αντιμετώπιση της πανδημίας και των μεταπανδημικών συνεπειών της, να υποβαθμίσει ή να καθηλώσει την εφαρμογή του πράσινου new deal (βλ. σ. 152 επ., ομοίως Artus / Virard σ. 198 επ.), εκφράζεται η ευχή «η κρίση της covid-19 να μην πάει χαμένη διότι τώρα είναι η στιγμή να θεσπίσουμε βιώσιμες περιβαλλοντικές πολιτικές» (σ. 153). Καθίσταται έτσι σαφής η «επιθυμία» εργαλειοποίησης της κλιματικής αλλαγής ως επιπρόσθετου επιταχυντή της ήδη υποστηριζόμενης ανάγκης αξιοποίησης της πανδημίας ως μηχανισμού επιτάχυνσης της μεγάλης επανεκκίνησης.
Ιδιαίτερο εξάλλου ενδιαφέρον παρουσιάζει η επισήμανση μιας σημαντικής λειτουργικής – τελολογικής ομοιότητας της κλιματικής κρίσης με την πανδημία. Πρόκειται για το χαρακτηρισμό αμφοτέρων ως «παγκόσμιων κινδύνων», γενεσιουργών καταστάσεων έκτακτης ανάγκης, όπου κοινό διακύβευμα είναι η «παντί σθένει» και «πάση θυσία» προστασία της υγείας και της ζωής. Αυτό απαιτεί, βεβαίως, την ύπαρξη ενός «ισχυρού κράτους», αποφασισμένου και ικανού να λάβει τα όποια θεωρούμενα ως αναγκαία μέτρα, ακόμη και αν αυτά περιορίζουν δραστικά και αναστέλλουν, υποτίθεται προσωρινά θεμελιώδη δικαιώματα, με αποτέλεσμα να προκαλούν ζητήματα συνταγματικότητας (βλ. σχετικά Τραυλού – Τζανετάτου, ο.π., σ. 69). Τα μέτρα αυτά, ιδίως όταν οι καταστάσεις ανάγκης συνυπάρχουν ή βρίσκονται σε διαδοχική σχέση μεταξύ τους, εύκολα αποβάλλουν τον εξαιρετικό και προσωρινό τους χαρακτήρα, μετατρεπόμενα έτσι σε μια νέα κανονικότητα (πρβλ Ν. Ρουκλιώτη, Μια επίκαιρη παρέμβαση στην εποχή της «μεγάλης επανεκκίνησης», Δρόμος της Αριστεράς, 15/01/2022 ). Πολύτιμος βεβαίως αρωγός στην διαδικασία αυτή, είναι ο δοκιμασθείς, άλλωστε με ιδιαίτερη επιτυχία στην διαχείριση της πανδημίας (ψηφιακή ανίχνευση των επαφών, ψηφιακή παρακολούθηση κρουσμάτων, ψηφιακό διαβατήριο, κλπ) (βλ. σχετικά K. Schwab – K. Malleret, σ. 171), ρόλος των καινοτόμων τεχνολογιών της τέταρτης βιομηχανικής επανάστασης. Πολλώ μάλλον καθώς η «επιτυχής» αξιοποίηση της τεχνολογίας στη διαχείριση της πανδημίας εμπεριέχει τον κίνδυνο να αποτελέσει μια συνταγή – πατέντα που θα κληθεί ως πρόσφορο εργαλείο, να δώσει λύση σε ένα αντίστοιχο ζήτημα, όπως είναι πχ η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής (βλ. σχετικά Evg. Morozov, παραπεμπόμενου από Τραυλό – Τζανετάτο, ο.π. σ. 70).

Αδιάλειπτος και αταλάντευτος πρέπει να είναι ο αγώνας σε κοινωνικό, πολιτικό και ιδεολογικό, εθνικό και υπερεθνικό, επίπεδο, για την σφυρηλάτηση του κοινωνικοπολιτικού εκείνου μετώπου, το οποίο θα αναδείξει το νέο ιστορικό υποκείμενο, που θα πυροδοτήσει την επιτακτικά αναγκαία δυναμική ανατροπής του κυρίαρχου καθεστώτος της αλλοτρίωσης, του εκβαρβαρισμού, της καταστροφής της σχέσης ανθρώπου – φύσης, της πορείας προς μετανθρωπιστική μετάλλαξη

5. Σημειωτέον, εξάλλου, ότι τα μέτρα αυτά, ανεξαρτήτως αν αφορούν άμεση (πανδημία) ή έμμεση (κλιματική αλλαγή) διακινδύνευση λαμβάνονται μέσα σε ένα κλίμα αβεβαιότητας και φόβου που ενισχύεται από την διατεταγμένη παραπληροφόρηση και τον εξοστρακισμό (ή, έστω, απαξίωση) της αντίθετης άποψης. Αυτό οδηγεί στην αποδοχή, ή έστω, την ανοχή των μέτρων από ένα μεγάλο ή και το μεγαλύτερο μέρος της κοινής γνώμης, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται πρόσφορες συνθήκες για την βαθμιαία διολίσθηση προς ένα γενικευμένο βιοπολιτικό έλεγχο υπό το άγρυπνο βλέμμα ενός ψηφιακού πανοπτικού (βλ. σχετικά Τραυλού – Τζανετάτου: Ψηφιακός Καπιταλισμός, ο.π. σ.72). Δεν είναι έτσι τυχαίο το γεγονός ότι, παράλληλα με το διατυπωμένο από ορισμένους συγγραφείς κίνδυνο ενός «υγειονομικού ολοκληρωτισμού» (βλ. ενδεικτικά Nyder, Gesundhertsdiktatur, 2020, Πρβλ. Τραυλού – Τζανετάτου, ο.π. σ.35 επ.), εκφράζονται σοβαρές ανησυχίες και για τον κίνδυνο εκτροπής προς μια «οικολογική δικτατορία» (βλ. αντί άλλων G. Vogl, Die erfundene Katastrophe: Ohne CO2 in die Öko-Diktatur, M. Grandt, Kommt die Κlimadiktatur?, 2019). Πολύ περισσότερο όταν ένα μεγάλο μέρος, αν όχι το μεγαλύτερο, της κοινής γνώμης έχει (παρα)πεισθεί για την αναγκαιότητα της επιβολής περιοριστικών μέτρων. Δεν είναι τυχαίο ότι παρατηρείται μια διολίσθηση τη σκέψη ότι το αυταρχικό κράτος είναι πιο ικανό να προστατεύσει αποτελεσματικά τα απειλούμενα θεμελιώδη δικαιώματα στην υγεία και τη ζωή (Για την επίκαιρη αυτή προβληματική βλ. ενδεικτικά C. Leggewie / H. Weltzer, Können Demokratien den Klimawandel bewältigen?, 21 November 2008, και J. Eitse / D. Schrey / L. Mourier, Wer leistet den besseren Klimaschutz, 06 Oktober 2020).

6. Ανεξαρτήτως, πάντως, της εξέλιξης της «μεγάλης επανεκκίνησης», ως επιτακτικά αναγκαίας αναδιάρθρωσης του ψηφιακού καπιταλισμού, τα όρια της βιωσιμότητας ενός τέτοιου οικονομικοπολιτικού new deal είναι πεπερασμένα (πρβλ. Τραυλού – Τζανετάτου, Το εργατικό δίκαιο στην τέταρτη βιομηχανική επανάσταση, 2019, σ. 121 επ., 208 επ, 263 επ.). Όπως, άλλωστε, το τέλος της «ένδοξης 30ετίας» του φορντισμού-κευνσιανισμού έχει επιβεβαιώσει (βλ σχετικά Τραυλού – Τζανετάτου, Το εργατικό δίκαιο, ο.π. σ. 3 επ.) και πέραν των όποιων, ειλικρινών ή παραπλανητικών, στοχεύσεων της επαγγελλόμενης καπιταλιστικής ανασυγκρότησης δεν πρέπει να καλλιεργούνται αυταπάτες για τις «ευεργετικές» και «κοσμοσωτήριες» δυνατότητες του μοντέλου αυτού, που παραμένει εγκλωβισμένο στη λογική και τις νομοτέλειες της κεφαλαιακής συσσώρευσης και αναπαραγωγής. Άλλωστε οι Schwab και Malleret είναι απολύτως ειλικρινείς, όταν τονίζουν ότι η «μεγάλη επανεκκίνηση» στοχεύει στη διόρθωση, στην επί το «κοινωνικότερο» βελτίωση του καπιταλισμού, στο πλαίσιο ενός νέου «κοινωνικού συμβολαίου» νεοκενσιανικού τύπου, και όχι στην υπέρβασή του (βλ. K. Schwab – K. Malleret, σ. 93 επ.). Υπό την έννοια αυτή το προωθούμενο εγχείρημα της πράσινης ενέργειας και της κλιματικής ουδετερότητας, ανεξαρτήτως της εξέλιξης και υλοποιησιμότητάς του, δεν μπορεί παρά να υπηρετεί τη λογική και τα συμφέροντα του ψηφιακού καπιταλισμού στις συνθήκες της τέταρτης βιομηχανικής επανάστασης.
Εξάλλου δεν πρέπει να διαλανθάνει της προσοχής ότι το εναλλακτικό πράσινο μοντέλο, πέραν από την σύμφυτη με την γενικευμένη αυτοματοποίηση αύξηση της ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας, επιδιώκει ταυτόχρονα την αποτροπή επανεμφάνισης του φαινομένου της «ενεργειακής κορύφωσης» της δεκαετίας του ‘70 (πετρελαϊκή κρίση), λαμβάνοντας, βεβαίως, υπόψη, αλλά και εργαλοποιώντας την δικαιολογημένη ευαισθησία του οικολογικού κινήματος έναντι της προκαλούμενης, ιδίως στις πόλεις, εξ αιτίας της χρήσης ορυκτών καυσίμων προκαλούμενης ρύπανσης της ατμόσφαιρας μέσω εκπομπών CO2 (βλ. σχετικά και Z. Stardust, ο.π. σ. 19-20).

Συνεπώς η όποια πράσινη ενεργειακή πολιτική παρά τις φιλόδοξες και υψιπετείς διακηρύξεις της για τη «σωτηρία» του πλανήτη από την «επερχόμενη αποκάλυψη» (την οποία προ πολλού έχει προαναγγείλει και εξακολουθεί να «προφητεύει» το Χόλλυγουντ) δεν παύει τελικά να συνιστά έναν περίτεχνο και, όπως φαίνεται από την «απήχηση» του, λίαν αποτελεσματικό μηχανισμό εργαλειοποίησης και ιδεολογικοποίησης στρατευμένο στον πρωταρχικό στόχο: Τη διασφάλιση της ικανότητας επιβίωσης και αναπαραγωγής του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής μέσω υπεραξιοποίησης των επιτευγμάτων της τεχνοεπιστήμης κατά την τέταρτη βιομηχανική επανάσταση.

7. Στο πλαίσιο της λογικής της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης εντάσσεται, βεβαίως, το τρέχον πράσινο ενεργειακό παράδειγμα που επιδιώκει την πλήρη απεξάρτηση των δικτύων εξηλεκτρισμού από τα ορυκτά καύσιμα. Η όποια δε βελτίωση του περιβάλλοντος και της ποιότητας υγείας των πολιτών δεν αποτελεί έτσι τον πρωταρχικό στόχο του πράσινου παραδείγματος. Η όποια προκύπτουσα, ευπρόσδεκτη φιλοπεριβαλλοντική συμβολή, αποτελεί ένα παράπλευρο όφελος το οποίο συναρτάται με κρατούσες αντικειμενικές και υποκειμενικές συνθήκες. Έτσι μια ασφαλής, σταθερή και αποτελεσματική προστασία της υγείας και του περιβάλλοντος δεν μπορεί να νοηθεί και να επιτευχθεί χωρίς την ριζική δομική αλλαγή του οικονομικού συστήματος, δηλαδή την πλήρη αποδέσμευση από τις κρατούσες καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής. Μόνο τότε θα καταστεί δυνατή η οικοδόμηση ενός κόσμου όπου άνθρωπος και φύση θα επανακτήσουν την χαμένη διαλεκτική τους ενότητα και η δημοκρατία θα αποκτήσει την ουσιαστική και
πανανθρώπινή της αξία (βλ. σχετικά Τραυλού-Τζανετάτου, Το εργατικό δίκαιο ο.π. σ. 265).
Βεβαίως οι κρατούσες αντικειμενικές συνθήκες και ο συσχετισμός των κοινωνικοπολιτικών δυνάμεων σε εθνικό, περιφερειακό και παγκόσμιο επίπεδο δεν φαίνεται να ευνοούν επί του παρόντος και στο ορατό μέλλον μια δυναμική ριζικής ανατροπής. Αυτό δεν πρέπει ωστόσο να οδηγεί στην μοιρολατρία, την απογοήτευση, την παραίτηση. Αντιθέτως αδιάλειπτος και αταλάντευτος πρέπει να είναι ο αγώνας σε κοινωνικό, πολιτικό και ιδεολογικό, εθνικό και υπερεθνικό, επίπεδο, για την σφυρηλάτηση του κοινωνικοπολιτικού εκείνου μετώπου, το οποίο θα αναδείξει το νέο ιστορικό υποκείμενο, που θα πυροδοτήσει την επιτακτικά αναγκαία δυναμική ανατροπής του κυρίαρχου καθεστώτος της αλλοτρίωσης, του εκβαρβαρισμού, της καταστροφής της σχέσης ανθρώπου – φύσης, της πορείας προς μετανθρωπιστική μετάλλαξη.

8. Μέσα στο πλαίσιο αυτό, με άσβεστο το φως που οδηγεί στο δρόμο προς την πραγμάτωση του στρατηγικού ανατρεπτικού οράματος, και επειδή οι καιροί ου μενετοί, επιτακτικά αναγκαία είναι η εναλλακτική εκείνη κοινωνικοπολιτική και δικαιοπολιτική δράση, η οποία στηρίζει και προωθεί βελτιώσεις στην κρατούσα σχέση οικονομίας, τεχνολογίας, πολιτικής και δικαίου. Άξιες, έτσι, υποστήριξης είναι οι όποιες προτάσεις ή δράσεις συμβάλλουν σε μία, έστω και συγκυριακή και πεπερασμένη βελτίωση των όρων ζωής όρων ζωής και υγείας του ανθρώπου, όπως πχ. είναι τα μέτρα που αφορούν τη μείωση της ρύπανσης της ατμόσφαιρας, την προστασία των δασών από τις πυρκαγιές (ή τις ανεμογεννήτριες!), την προστασία της βιοποικιλότητας, την διαχείριση των απορριμμάτων, την απορρύπανση ποταμών και θαλασσών από τα πλαστικά, κλπ.
Βεβαίως οι δράσεις αυτές δεν πρέπει να συγκαλύπτουν ή να απωθούν τα πεπερασμένα όρια των όποιων πράσινων αφηγημάτων ή συμφωνιών. Πολλώ μάλλον καθώς δεν είναι αβάσιμοι οι φόβοι διολίσθησης των μοντέλων αυτών σε ατραπούς ολοκληρωτισμού. Με δεδομένη εξάλλου την παραδοχή, ότι τα όποια, περιοριστικά ή ανασταλτικά της ισχύος θεμελιωδών δικαιωμάτων, μέτρα αποσκοπούν στην προστασία της υγείας και της ζωής από πανδημίες ή την κλιματική αλλαγή, πρέπει να αξιολογούνται βάσει του αν και κατά πόσο υπηρετούν το στόχο αυτό ή τελικά τον υπονομεύουν. Αυτό θα σήμαινε ότι το όφελος από την όλη διαχείριση θα ήταν μεγαλύτερο από το κόστος των παρενεργειών και των παράπλευρων απωλειών. Μια τέτοια περίπτωση θα υπήρχε εάν τα επίμαχα μέτρα ή η διαχείριση τους δημιουργούσαν νέες και επαχθέστερες εστίες προσβολής των θεμελιωδών αγαθών της ζωής και της υγείας μέσω όξυνσης της οικονομικής δυσπραγίας, αύξησης της ανεργίας και της φτωχοποίησης, ιδίως λόγω των δραματικών επιπτώσεων της ενεργειακής κρίσης στο κόστος ζωής. Έτσι τυχόν διατύπωση της θέσης ότι οι συνέπειες αυτές είναι αναγκαίες ως «παράπλευρες απώλειες» και «θυσίες» στο βωμό αντιμετώπισης της δημόσιας υγείας ή της κλιματικής αλλαγής, αποτελεί χλεύη και εμπαιγμό της όποιας, υπάρχουσας και επιτρεπόμενης ακόμη, από την πολιτική ορθότητα, κοινής λογικής και ηθικής. Μια τέτοια θέση, υποστηριζόμενη μάλιστα από μια χώρα η οποία βρίσκεται αντιμέτωπη με πολλαπλούς κινδύνους, που απειλούν την ίδια της την επιβίωση, όπως είναι η σημερινή «μικρά, έντιμος και μη διεκδικούσα ούτε τα στοιχειώδη εθνικά και γεωπολιτικά της συμφέροντα» Ελλάδα, συνιστά ένα οδικό χάρτη που οδηγεί νομοτελειακά σε πορεία αυτοεξάλειψης.
Υπό το αξιολογικό αυτό πρίσμα, το εφαρμοζόμενο μοντέλο πρέπει «εδώ και τώρα» να απαλλαγεί από παράλογες «πράσινες ιδεοληψίες» ή αυτοκαταστροφικούς «πιλοτικούς καταναγκασμούς». Στο πλαίσιο του επιβαλλόμενου ανασχεδιασμού πρέπει παρέχοντας την δυνατότητα στις εγχώριες πηγές ενέργειας, λιγνίτης και υδρογονάνθρακες, να συμβάλλουν στην απαιτούμενη ενεργειακή ασφάλεια και επάρκεια κατά την πορεία μετάβασης στην κλιματική ουδετερότητα. Ένας τέτοιος ανασχεδιασμός θα εναρμονιζόταν άλλωστε με τις αντίστοιχες ενεργειακές πολιτικές άλλων κρατών – μελών της ΕΕ που στην θέση των «πράσινων ιδεοληψιών» που στηρίζονται στο εθνικό συμφέρον και τις εθνικές, οικονομικές και ενεργειακές ιδιαιτερότητες. Μία τέτοια δε αναπροσαρμογή του μοντέλου θα συμβατή με την απόφαση της ΕΕ να θεωρεί το φυσικό αέριο ως «καθαρή» πηγή ενέργειας. Ωστόσο οι ελπίδες πραγματοποίησης ενός ανασχεδιασμού με ένα στοιχειώδες ενεργειακό βάθος στο πλαίσιο του κυρίαρχου συσχετισμού και του περιορισμένου ορίζοντα του πολιτικού συστήματος δεν φαίνεται να έχουν σοβαρά περιθώρια πραγμάτωσης.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!